Στη Φουκουσίμα χορεύουν τη βαριά και υποβλητική Τζάνγκαρα, στην Τοκουσίμα το οργιώδες Άουα Οντόρι και στο Γκίφου το ολονύκτιο Τετσούγια Οντόρι, στο Κιότο ανάβουν τα Γκοζάν νο Οκουρίμπι (五山送り火), φωτιές που σχηματίζουν τεράστια ιδεογράμματα στις πλαγιές των βουνών που περιβάλλουν την πόλη, σχεδόν σε κάθε γειτονιά κάθε πόλης οι σύλλογοι των κατοίκων οργανώνουν κάποιο Μπον Οντόρι και σε πολλά σπίτια ακόμα φτιάχνουν «σοουριόου-ούμα» (精霊馬), αλογάκια από αγγούρι και αγελάδες από μελιτζάνες με ξυλάκια φαγητού για πόδια και τα τοποθετούν μπροστά από τις εξώπορτες μαζί με ραβδάκια θυμιάματος. Και την τελευταία μέρα, συνήθως στις 15 Αυγούστου, όπου υπάρχει ποτάμι ή θάλασσα οι άνθρωποι φτιάχνουν χάρτινα φαναράκια «τόουροου» (灯籠), τα ανάβουν και τα ρίχνουν στο νερό –όσο και αν οι καιροί έχουν αλλάξει, το Ο-Μπον (お盆), η ημέρα των νεκρών παραμένει μεγάλη υπόθεση στην Ιαπωνία.
Αν και ο Βούδας δε μίλησε για «ψυχή», τουλάχιστον με την έννοια που την εκφράζει ο χριστιανισμός, το μοναδικό κράμα δοξασιών και πεποιθήσεων που συνοπτικά αποκαλούμε «ιαπωνική θρησκεία» (και που με τη σειρά του αποτελεί την ιαπωνική έκφραση του αντίστοιχου κινεζικού αμαλγάματος –δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι λίγες διαστάσεις του ιαπωνικού πολιτισμού δεν έχουν κάποια κινεζική αντιστοιχία) όχι μόνο δεν αρνείται την ύπαρξη των πνευμάτων των νεκρών αλλά τα θεωρεί παρόντα, τουλάχιστον την περίοδο γύρω από τα μέσα του Αυγούστου. Και οι άνθρωποι που πιστεύουν στη θρησκεία αυτή, κάνουν ό,τι μπορούν για να διευκολύνουν την έλευση των πνευμάτων στον κόσμο τους, να τα ευχαριστήσουν τις λίγες μέρες που θα παραμείνουν κοντά τους και στο τέλος, να τα ξεπροβοδίσουν για τον άλλο κόσμο όσο πιο ικανοποιημένα γίνεται. Δεν πρόκειται για αγνώστους άλλωστε: τα πνεύματα αυτά είναι των αγαπημένων προσώπων που έφυγαν, των προγόνων που σχεδόν όλοι οι πολιτισμοί τιμούν με κάποιον τρόπο.
Όπως στο Ντία ντε Μουέρτος του Μεξικού, το Ο-Μπον έχει σαν αντίβαρο στη θλίψη γι’ αυτούς που πέθαναν, τη χαρά της γιορτής∙ αντίθετα με το πρώτο ωστόσο, τόσο από το βαρύ του μέρος όσο και από το εορταστικό, απουσιάζει το μακάβριο. Η πιο κοντινή επαφή με το θάνατο περιορίζεται σε μια επίσκεψη στους οικογενειακούς τάφους (το «χάκα-μαΐρι» για το οποίο είχα γράψει και παλιότερα) και σε κάποια ξεχωριστή προσευχή στο προσευχητάρι-μπουτσουντάν (παρομοίως) όμως από εκεί και πέρα, τα πνεύματα ούτε απεικονίζονται, ούτε προσωποποιούνται. Και δεν νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει τόσο με την υποτιθέμενη προτίμηση των Ιαπώνων για το υπαινικτικό (την οποία προσωπικά δεν προσυπογράφω: έχω σχεδόν καταλήξει ότι είναι πολύ πιο υπερβολικοί από ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος) όσο με την, υποβοηθούμενη και από το βουδισμό, συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και, άρα πανταχού παρών –αφού όλοι το ξέρουν, ποιος ο λόγος να υπερτονίζεται;