Την είδα για πρώτη φορά ντυμένη με το κιμονό της στο τσασίτσου, το ειδικό δωμάτιο που είχε για το σάντο, την «τελετή του τσαγιού» στο σπίτι της στην Καναγκάουα –ένα σπίτι που έχτισε μαζί με τη μεγάλη της κόρη δουλεύοντας ως τα 72 της χρόνια. Είχα γνωρίσει την κόρη της μερικές μέρες πριν και ακούγοντας ότι με ενδιαφέρει η παλιά κουλτούρα της Ιαπωνίας, κανόνισε να κάνει η μητέρα της για μένα και για τους δύο φίλους μου μια ιδιωτική εκδήλωση. Το τσασίτσου ήταν μικρό, όπως άλλωστε ήθελε και ο ιδρυτής του σάντο, ο Σεν νο Ρίκιου όμως κάθε λεπτομέρεια ήταν φροντισμένη όπως έπρεπε. Στο τέλος, ως είθισται, έμεινα να κοιτάξω προσεκτικά τα σκεύη που είχε χρησιμοποιήσει και παρότι δεν το έκανα γι αυτό (ή έστω δεν το έκανα αποκλειστικά γι αυτό) κατάλαβα ότι της είχα κάνει εντύπωση –κάτι όχι και τόσο εύκολο καθώς με όλα όσα είχε περάσει στη ζωή της δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα.
Η εντύπωση αυτή ήταν αρκετή για να δεχτεί να με φιλοξενήσει η κόρη της ένα χρόνο αργότερα στο ίδιο τσασίτσου ένα βράδυ μετά από ένα ταξίδι –στο μεταξύ είχε αρχίσει να υπάρχει μια σχέση μεταξύ μας όμως εκείνη δεν είχε πει τίποτα, όπως άλλωστε συμβαίνει στους Ιάπωνες της δικής της, προπολεμικής γενιάς. Βεβαίως ήταν εξαιρετικά ευγενική και ασυνήθιστα δεκτική απέναντι σε κάποιον μη-Ιάπωνα, ίσως επειδή θυμόταν το ενδιαφέρον μου για την κουλτούρα της. Από το παράθυρο του τσασίτσου, αν έβρισκες τη σωστή γωνία μπορούσες να δεις το Φούτζι –ήθελε πάντα να μένει κάπου που να μπορεί να βλέπει το Φούτζι και παρότι η θέα δεν ήταν άμεση, η ιδέα και μόνο την ικανοποιούσε. Αν και δεν είχε γεννηθεί στην Καναγκάουα αλλά στη Φουκουσίμα, η Καναγκάουα με το εμβληματικό της βουνό είχαν σηματοδοτήσει τη δύσκολη ζωή της: τα λίγα χρόνια που πέρασε με τον σύζυγό της, τη γέννηση των κορών της, τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς και μελέτης του σάντο.
Το χειμώνα που πέρασε το σπίτι χρειάστηκε ανακαίνιση και το τσασίτσου ήταν το πιο δύσκολο. Όπως είχα μάθει στα δύο χρόνια που έζησα εκεί –σαν σύζυγος της κόρης της πια- το ντουλάπι όσι-ίρε του ήταν γεμάτο από εκατοντάδες σκεύη για το σάντο, άλλα αγορασμένα και άλλα δώρα, τα πιο πολλά αχρησιμοποίητα. Χρειάστηκε να τα ανοίξουμε όλα και όντας αυτός με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα πράγματα αυτά, ήμουν και αυτός στον οποίο έλεγε έστω και δυο λόγια για κάθε τι. Πενήντα χρόνια από τη ζωή της ήταν σ’ αυτό το τσασίτσου που στην πραγματικότητα δε χρησιμοποίησε ποτέ για μαθήματα παρότι είχε την άδεια διδασκαλίας –οι προτεραιότητές της ήταν άλλες: τα παιδιά της, η δουλειά της, οι υποχρεώσεις της στη βουδιστική οργάνωση που την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της χηρείας και η συμμετοχή στα δρώμενα της γειτονιάς. «Ίτσουκα», έλεγε, «κάποια στιγμή» εννοώντας ότι δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα.
Στο ίδιο τσασίτσου την είδα για τελευταία φορά σ’ αυτό το σπίτι. Οι άνθρωποι από το γραφείο τελετών την ξάπλωσαν σε ένα λευκό στρώμα και την σκέπασαν με το φουτόν που είχε στο κρεβάτι της. Δίπλα έστησαν το απαραίτητο τραπεζάκι-βωμό με τα ξυλάκια φαγητού καρφωμένα όρθια μέσα στο ρύζι, την κούπα της γεμάτη νερό, γλυκά μάντζου, ένα κερί, ένα καμπανάκι και ένα δοχείο για τα αρωματικά στικάκια. Όσο έμεινε εκεί δεκάδες άνθρωποι πέρασαν να τη δουν, να της ανάψουν ένα στικάκι και να ρωτήσουν πώς έγινε τόσο ξαφνικά –παρά τα 82 της χρόνια ήταν πολύ δραστήρια ακόμα και μερικές ώρες πριν. (Οι άνθρωποι πάντα τα ρωτάνε αυτά τα πράγματα προσπαθώντας να συλλάβουν το ασύλληπτο). Το πρώτο βράδυ φάγαμε σούσι –της άρεσε κι εκείνης πολύ αν και σπάνια το έφτιαχνε: ήταν μπελαλίδικο και ήταν πια κουρασμένη.
Δεν μπόρεσα να την ευχαριστήσω που με δέχτηκε και που προσπάθησε με τον τρόπο της να με κάνει να αισθανθώ όσο πιο άνετα γινόταν με τον τρόπο που συνηθίζεται στην κουλτούρα στην οποία μεγάλωσα, δηλαδή αγκαλιάζοντάς την –δεν ήταν στην κουλτούρα, την εθνική και την προσωπική της. Όταν όμως οι άνθρωποι στο κρεματόριο έδωσαν το κουτί με τα οστά της στην κόρη της, προσφέρθηκα να το πάρω εγώ και όχι μόνο γιατί φοβήθηκα ότι εκείνη δε θα το άντεχε σωματικά ή ψυχολογικά: ήταν η μόνη μου ευκαιρία να την αγκαλιάσω έστω και έμμεσα, να τη μεταφέρω στο σπίτι της και να τη βάλω στο τσασίτσου της για μια ακόμα φορά, όμως πια στην εσοχή τοκονόμα, τη πιο σεβάσμια θέση του δωματίου.
Ο-τσουκαρεσάμα ντέσιτα οκάασαν