
Όπως οι περισσότεροι που τοποθετούν τον εαυτό τους στον αριστερό χώρο, τρέφω μια ενστικτώδη δυσπιστία απέναντι στην αστυνομία, όχι τόσο για τον επίσημο ρόλο της όσο για τον ανεπίσημο∙ σίγουρα ότι γεννήθηκα μεγάλωσα στην Ελλάδα της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης συμβάλλει στη μεγέθυνση της δυσπιστίας αυτής καθώς για πολλά χρόνια ο ανεπίσημος ρόλος της αστυνομίας (και συχνά και ο επίσημος) ήταν βαθιά αντιδραστικός ως προς τη δυναμική της κοινωνίας. Οφείλω να παραδεχτώ ωστόσο, ότι η άποψή μου για το συγκεκριμένο θέμα άλλαξε άρδην ζώντας στην Ιαπωνία: αν και δεν έπαψα να πιστεύω ότι σε μια μελλοντική κοινωνία όπου η ατομική ευθύνη θα κυριαρχούσε, ο ρόλος της αστυνομίας θα συρρικνωνόταν σε σημείο –σχεδόν- ανυπαρξίας, ο τρόπος που λειτουργεί η αστυνομία στην Ιαπωνία είναι ό,τι κοντινότερο έχω δει σε αυτό που θα έλεγε κανείς «αποτελεσματική αστυνόμευση».
Μια από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Ιαπωνίας που κάνουν την αστυνομία της αποτελεσματική είναι τα μικρά φυλάκια που ονομάζονται «κομπάν» (交番) –λέγεται ότι η ονομασία προέρχεται από ένα συνδυασμό των λέξεων «τατσιμπάν»/立番 δηλαδή «σκοπιά» και «κοτάι»/交替 δηλαδή «εναλλαγή» όμως κανείς δεν είναι απολύτως σίγουρος. Αντίθετα με τα αστυνομικά τμήματα που ξέρουμε στον υπόλοιπο κόσμο, τα κομπάν είναι μικρά γραφεία με προσωπικό 5-6 αστυφύλακες που εναλλάσσονται σε κυλιόμενες βάρδιες και με τουλάχιστον έναν «ΟΒ» («old boy» δηλαδή συνταξιούχο αστυφύλακα με προϋπηρεσία στην περιοχή που βρίσκεται το κομπάν και συχνά κάτοικό της) τα οποία συνήθως λειτουργούν σαν υπηρεσία άμεσης δράσης όταν συμβεί κάτι ή σαν σταθμός για τους αστυνομικούς που περιπολούν στην περιοχή γύρω τους. Και, ακόμα περισσότερο, σαν σημείο βοήθειας για όποιον, κάτοικο ή περαστικό, που αντιμετωπίζει κάποιο μικρό ή μεγάλο πρόβλημα.
Ένα ακόμα κληροδότημα του αυτοκράτορα Μέιτζι (ξεκίνησαν μόλις τέσσερα χρόνια μετά την παλινόρθωσή του, το 1874) τα κομπάν είναι από τα πιο περίοπτα χαρακτηριστικά της ιαπωνικής κοινωνικής οργάνωσης. Κρατώντας μόνο την εντοπιότητα και την πανταχού παρουσία της, κατά τα λοιπά μάλλον αμφίβολης αποτελεσματικότητας, «αστυνομίας» της εποχής του Έντο, καταφέρνουν να δώσουν ακόμα και σε μια μητρόπολη του μεγέθους του Τόκιο την αίσθηση ότι αν χρειαστείς κάτι μπορείς να αποταθείς κάπου ανά πάσα στιγμή και χωρίς να χρειαστεί να περπατήσεις περισσότερα από 500 μέτρα. Και παρ’ όλες τις αμφιβολίες που έχουν εκφράσει πολλοί (κυρίως ξένοι) για την… ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών από το προσωπικό τους, λειτουργούν και αποτελούν οργανικό κομμάτι της ιαπωνικής κοινωνίας. Αν αυτό οφείλεται (και) στην υπευθυνότητα των Ιαπώνων –η οποία είναι, γενικά μιλώντας, πολύ ψηλότερη από αυτή άλλων των πολιτών άλλων κοινωνιών- είναι βεβαίως ένα ερώτημα όμως σε κάθε περίπτωση, αν μπόρεσαν να κερδίσουν τη συμπάθεια ακόμα και κάποιου με τα αντισώματα του γράφοντος, μάλλον κάτι κάνουν καλά!