Όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, το καλοκαίρι του 2009, όλα τα δημόσια σημεία ήταν γεμάτα από διαφημίσεις που προωθούσαν την υποψηφιότητα του Τόκιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016· οι Ιάπωνες είχαν ήδη στο ενεργητικό τους δύο πετυχημένες ολυμπιακές διοργανώσεις, αυτή των καλοκαιριών αγώνων του 1964, κάτι λιγότερο από 20 χρόνια μετά τη σχεδόν πλήρη καταστροφή της χώρας από τον Β’ ΠΠ και αυτή των χειμερινών αγώνων του 1972, ενώ στην πρότασή τους για το 2016 δεν παρέλειψαν να προβάλουν δεόντως και την επιτυχία της κοινής διοργάνωσης με την Κορέα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2002. Μερικούς μήνες μετά, εκατοντάδες δημόσια και ιδιωτικά συνεργεία κατέβασαν χωρίς τυμπανοκρουσίες τις διαφημίσεις μετά την ανακοίνωση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής να αναθέσει τους αγώνες στο Ρίο, όμως δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι η απόφαση υπήρξε συντριπτική για τους Ιάπωνες: λιγότερο από δύο χρόνια μετά, η Ιαπωνική Ολυμπιακή Επιτροπή κατέθεσε μια νέα πρόταση με στόχο αυτή τη φορά τους αγώνες του 2020 και στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013, η ΔΟΕ αποφάσισε ότι η ιαπωνική μητρόπολη θα φιλοξενήσει όντως τη διοργάνωση για δεύτερη φορά μετά από 56 χρόνια.
Όσο με έχει εκπλήξει ο ενθουσιασμός των Ιαπώνων σε σχέση με τους ίδιους τους αγώνες (το καλοκαίρι του 2012, όταν η διοργάνωση φιλοξενούταν στο Λονδίνο, υπήρχαν στιγμές που δυσκολευόμουν να αντιληφθώ ότι δεν φιλοξενούταν στην Ιαπωνία –τόσο εκτενής ήταν η κάλυψη και η ανταπόκριση του κοινού κατά τη διάρκειά τους), άλλο τόσο με έχει εκπλήξει η αδιαφορία τους ως προς την ανάληψή τους· λέγεται μάλιστα ότι ένας από τους λόγους που η υποψηφιότητα του 2016 δεν πήγε καλά ήταν ακριβώς η αδιαφορία της κοινής γνώμης και τότε, αδιαφορία που μετατράπηκε σε αντίθεση (αν και ήπια εκπεφρασμένη) για τους αγώνες του 2020. Αναμφίβολα μεγάλο ρόλο σ’ αυτό έπαιξε και η ανταπόκριση της κυβέρνησης στο θέμα των συνεπειών της καταστροφής στην περιοχή Τοχόκου μετά το τριπλό πλήγμα του Μαρτίου του 2011: το ερώτημα “γιατί να σπαταλήσουμε δισεκατομμύρια για μια φιέστα όταν οι πληγές στο Τοχόκου είναι ακόμα ανοικτές” μοιάζει να επισκιάζει τη χαρά της ανάληψης της διοργάνωσης. Και παρότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο, οικονομικό, πολιτικό ή ψυχολογικό, να υπερτονίζει τις ωφέλειες των αγώνων για τη χώρα, ως τώρα τουλάχιστον δε δείχνει να έχει καταφέρει να μεταπείσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Δεν είμαι προληπτικός οπότε αμφιβάλλω για το ότι το κλίμα αυτό ευθύνεται για την κακοδαιμονία που έχει συνοδέψει την πρόοδο των προετοιμασιών ως τώρα, όμως δύσκολα θα χρησιμοποιούσε κανείς την πρόοδό αυτή σαν παράδειγμα για την άψογη λειτουργία της Ιαπωνίας: τα σχέδια για το νέο Ολυμπιακό Στάδιο ναυάγησαν για λόγους κόστους, το αρχικό λογότυπο των αγώνων αποσύρθηκε ως ύποπτο κλεψιτυπίας, υπάρχουν ήδη σημαντικές καθυστερήσεις στην πορεία των έργων, η καμπάνια υποστήριξης (και προώθησης στους τουρίστες) μοιάζει αμήχανη και αποσπασματική και ο κόσμος δείχνει, για μια ακόμα φορά, να μην έχει πειστεί ότι πρόκειται να ωφεληθεί οποιοσδήποτε άλλος πέρα από την κυβέρνηση και τα σχέδιά της για οικονομική ανάπτυξη. Φυσικά κανείς δεν αμφισβητεί ότι τελικά οι Ιάπωνες θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, ότι οι αγώνες θα είναι εξόχως πετυχημένοι, ότι η συμμετοχή του κοινού θα είναι θερμότατη ή ότι οι υποδομές θα ωφελήσουν τη χώρα σε βάθος χρόνου (οι εγκαταστάσεις του 1964 χρησιμοποιούνται ακόμα οπότε σίγουρα θα γίνει το ίδιο και με αυτές του 2020). Όμως ο προβληματισμός για την πραγματική αναγκαιότητά τους παραμένει και ως τώρα δεν έχω ακούσει από κανέναν Ιάπωνα –εκτός κυβέρνησης εννοείται- καμία ικανοποιητική απάντηση.