Οι εκτελέσεις στην Ιαπωνία περιβάλλονται από πέπλο μυστικότητας συνεπώς δεν έχω βρει στοιχεία σχετικά με το τι ζητούν οι ιάπωνες μελλοθάνατοι σαν τελευταίο τους γεύμα. Είμαι ωστόσο διατεθειμένος να στοιχηματίσω ένα αξιόλογο ποσό ότι το φαγητό που θα εμφανίζεται περισσότερο στα γεύματα αυτά θα είναι ο απόλυτος συνδυασμός φαστ φουντ και soul food της Ιαπωνίας, το ονίγιρι (お握り/おにぎり): μια μπάλα ή, πιο συχνά, ένα τρίγωνο φτιαγμένο από ρύζι το οποίο περιέχει κομμάτια ψαριού (και πιο συχνά σολομού ή παλαμίδας), χαβιάρι, ξινό δαμάσκηνο ουμεμπόσι (梅干し) ή σχεδόν οτιδήποτε άλλο, είναι συνήθως τυλιγμένο σε μεγάλα κομμάτια φυκιού νόρι και υπάρχει σε οποιοδήποτε κατάστημα τροφίμων οπουδήποτε στην Ιαπωνία και σε μεγάλες ποσότητες –ειδικά τα κονμπίνι έχουν στα ψυγεία τους ειδικό τμήμα που λέγεται «ονίγιρι» και που περιλαμβάνει, στη χειρότερη περίπτωση τουλάχιστον δέκα διαφορετικά είδη.
Για μια ακόμα φορά –και όχι μόνο σε θέματα που έχουν σχέση με το φαγητό- ο καθοριστικός παράγοντας είναι η πρακτικότητα: πλάθοντας το ρύζι σε μερίδες της μίας χούφτας και καρυκεύοντάς το είτε απλώς με αλάτι, είτε με μικρά κομμάτια από ό,τι τρόφιμο υπήρχε διαθέσιμο, οι Ιάπωνες είχαν στη διάθεσή τους το πιο εύκολο, απλό και γρήγορο γεύμα –δεν είναι περίεργο ότι υπάρχουν σχετικές σαφείς αναφορές σε κείμενα του 10ου αιώνα, ούτε ότι αρκετοί πιστεύουν ότι το ονίγιρι πάει ακόμα πιο πίσω, στην εποχή που το ρύζι μπήκε στη ζωή των κατοίκων των ιαπωνικών νησιών. Η ίδια αυτή ευκολία εγγυάται ότι το ιδιότυπο αυτό σάντουιτς (θα μπορούσε να το πει κανείς κι έτσι) έχει μια βέβαιη διαδρομή που οδηγεί στο συναίσθημα όλων των Ιαπώνων: όντας το πιο συνηθισμένο κολατσιό για εκδρομές και το πιο υγιεινό σνακ, οι περισσότεροι το έχουν συνδέσει με την παιδική τους ηλικία.
Πέραν του συναισθηματισμού, ανάλογοι λόγοι κάνουν την υιοθέτηση του ονίγιρι εύκολη ακόμα και από τους ξένους που βρίσκονται στην Ιαπωνία με τον συχνά περιορισμένο χρόνο του τουρίστα ή του περιστασιακού επισκέπτη. Σίγουρα η αποκρυπτογράφηση των ιδεογραμμάτων στη συσκευασία απαιτεί λίγη εξοικείωση όμως το χαμηλό κόστος επιτρέπει τον πειραματισμό και δη χωρίς την αποκαρδιωτική απόπειρα επικοινωνίας με κάποιο σερβιτόρο –μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για το ιαπωνικό πιάτο που είναι πιο άμεσα διαθέσιμο σε όλους. (Ειδικά όταν πρόκειται για ονίγιρι από τα σούπερ-μάρκετ ή τα κονμπίνι, η αμεσότητα περιορίζεται κάπως από την ιδιόμορφη συσκευασία που κρατάει το νόρι μακριά από το ρύζι ώστε να μην χάνει την τραγανή του υφή όμως μετά τα 2-3 πρώτα όλοι καταλαβαίνουν τον σωστό τρόπο για να το ανοίγουν –μιλάμε για την Ιαπωνία οπότε φυσικά υπάρχει μόνο ένας.) Το μόνο πραγματικό εμπόδιο είναι στο ίματζ: τυφλωμένοι από το σούσι, τα ράμεν ή το μοσχάρι του Κόμπε πολλοί προσπερνούν τα ταπεινά τριγωνάκια χάνοντας έτσι μια μοναδική ευκαιρία να συνδεθούν με το βαθύτερο κομμάτι της Ιαπωνίας∙ άλλωστε μια άλλη ονομασία για το ονίγιρι είναι «ο-μουσούμπι» (お結び/おむすび) που κυριολεκτικά μεταφράζεται «κόμπος» ή «ένωση».