Είναι ένα ακόμα από εκείνα τα μικρά πράγματα που ο τυχαίος επισκέπτης πιθανότατα θα παραβλέψει, χάνοντας την αγγλική επεξήγηση μέσα στον κυκεώνα των ιδεογραμμάτων και το έντονο φούξια των πινακίδων μέσα στο πολύχρωμο πανόραμα των διαφημίσεων. Όμως το μήνυμα είναι σαφές: τις ώρες της πρωινής πολυκοσμίας αλλά και αργά το βράδυ, στα τελευταία δρομολόγια, οι ενήλικοι άντρες επιβάτες παρακαλούνται να μην μπαίνουν στα βαγόνια του τρένου που σηματοδοτούνται από τις συγκεκριμένες πινακίδες καθώς η χρήση τους επιτρέπεται μόνο σε γυναίκες. Και παρότι ο λόγος για την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής δεν αναφέρεται πουθενά, όποιος έχει βιώσει την «πρωινή πολυκοσμία» και έχει δει πόσο μεθυσμένοι είναι οι επιβάτες των τελευταίων δρομολογίων μπορεί να τον αντιληφθεί: τα συγκεκριμένα βαγόνια διατίθενται μόνο για γυναίκες σαν μέτρο άμυνας απέναντι στους εφαψίες ή «τσικάν» (チカン) –τους συστηματικούς ή αυτούς που συμπεριφέρονται έτσι μετά από τα αρκετά ποτά που ακολούθησαν την ημέρα τους στο γραφείο.
«Είναι πράγματι τόσο μεγάλο το πρόβλημα;» αναρωτιούνται κάποιοι, ειδικά αυτοί που έχουν εξιδανικεύσει την Ιαπωνία και τους κατοίκους της. Η απάντηση είναι, «προφανώς ναι» –αν δεν ήταν, το μέτρο δε θα υπήρχε. Κάτι που, ωστόσο, δεν είναι πολύ γνωστό είναι ότι το μέτρο έχει πίσω του μια ιστορία ενός αιώνα καθώς εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1912: πρόκειται για μια από τις λιγότερο διαφημισμένες μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Μέιτζι, πιθανότατα υποκινημένη από τους δασκάλους και σχολάρχες που ο φωτισμένος μονάρχης είχε εισάγει μαζικά από τη Δύση για να στήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της νέας Ιαπωνίας –ο στόχος τότε ήταν η αποφυγή του χυδαίου συγχρωτισμού μαθητών και μαθητριών λυκείων όπως επέτασσε η βικτωριανή/εδουαρδιανή ηθική. Έκτοτε επανήλθε και καταργήθηκε αρκετές φορές για να γίνει σχεδόν μόνιμο μετά το 2000, όταν δηλαδή οι ιαπωνικές πόλεις διογκώθηκαν πέρα από κάθε μέτρο και όταν τα πλήθη που μετακινούνται ειδικά τις πρωινές ώρες αυξήθηκαν, σχεδόν, ανεξέλεγκτα.
Για τους εξωτερικούς παρατηρητές, η πιο περίεργη διάσταση του μέτρου (το οποίο, παρεμπιπτόντως είναι εθιμικό και όχι νομικό –κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει έναν άντρα να μην μπει σε ένα «ροζ βαγόνι») είναι ότι αποτελεί ανοιχτή παραδοχή μιας παραβατικής συμπεριφοράς, κάτι που, θεωρητικώς, δε συνάδει με την «εσωστρέφεια της ιαπωνικής κοινωνίας». Δεν είμαι κοινωνιολόγος για να έχω ολοκληρωμένη απάντηση αλλά προσωπική μου άποψη είναι ότι όσο και αν σε πρώτη ανάγνωση το φαινόμενο είναι ασυμβίβαστο με την εικόνα των περισσότερων για τους Ιάπωνες, στην πραγματικότητα είναι μια έκφανση ενός από τα πιο πρόδηλα χαρακτηριστικά τους: ένα πρόβλημα κουκουλώνεται όσο η ντροπή από τη δημόσια παραδοχή του είναι μεγαλύτερη από τον πραγματικό του αντίκτυπο στην κοινωνία∙ όταν οι όροι αντιστραφούν και το κόστος του προβλήματος υποσκελίζει το κόστος της ομολογίας του, τότε αναλαμβάνεται κάποια δράση ή έστω κάποια επίφαση δράσης: σύμφωνα με τις έρευνες, τα ροζ βαγόνια δεν έχουν πτοήσει τους εφαψίες παρά ελάχιστα…