Ο Ιουακούρα Τομόμι (岩倉 具視, 1825-1883) ήταν σημαντικός πολιτικός της Ιαπωνίας του 19ου αιώνα. Yπήρξε μία από τις κορυφαίες μορφές της Παλινόρθωσης Μέιτζι που σηματοδότησε τη μετάβαση της Ιαπωνίας από τη φεουδαρχία στον σύγχρονο κόσμο. Ηγήθηκε της «Αποστολής Ιουακούρα» στη Δύση, της πρώτης σημαντικής προσπάθειας της Ιαπωνίας για διπλωματία υψηλού επιπέδου η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1871 και 1873.

Ο Ιουακούρα Τομόμι γεννήθηκε (ως Κανεμάρου -周丸) το 1825, στην πόλη Κιότο. Ήταν ο δεύτερος γιός του Χορικάουα Γιασουτσίκα, ενός χαμηλόβαθμου ευγενή. Σαν παιδί φαίνεται πως ήταν άτακτος και αγενής, με την εμφάνιση και συμπεριφορά του να απέχει πολύ από εκείνη των ευγενών της αυλής. Ήταν όμως και αρκετά ταλαντούχος και χαρισματικός. Έτσι, το 1838, υιοθετήθηκε από τον οίκο ευγενών Ιουακούρα1 και του δόθηκε το όνομα Τομόμι (具視)2.
Τότε «ξεκίνησε» και η «καριέρα» του στο παλάτι. Αρχικά βεβαίως και καθώς μεγάλωνε, δεν κατείχε κάποια αξιόλογη θέση εκεί. Σύμφωνα με κάποιες ιστορίες, ο Ιουακούρα μάλιστα συνέχιζε να συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ταίριαζε σε ευγενή της αυλής, ενώ μια ιστορία τον θέλει να προσφέρει την οικία του σε τζογαδόρους για πρόσθετο εισόδημα. Το 1853 όμως, λέγεται ότι ζήτησε να γίνει μαθητής του κανπάκου (関白)3 Τακατσουκάσα Μασαμίτσι (鷹司 政通, 1789-1868), ώστε να μάθει ποίηση Ουάκα (和歌)4, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αναρριχηθεί στην ιεραρχία του παλατιού.
Γενικότερα όμως, πρέπει να αναφερθεί ότι ο Ιουακούρα πίστευε ότι η νοοτροπία των ευγενών της αυλής έπρεπε να αλλάξει, καθώς όπως θεωρούσε, εκείνοι περνούσαν την ώρα τους άσκοπα (γράφοντας λ.χ. ποίηση), σε μια εποχή αρκετά κρίσιμη για τη χώρα. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι το 1853 ήταν η χρονιά της πρώτης άφιξης των λεγόμενων «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουροφούνε) στην Ιαπωνία5. Ο Ιουακούρα ήθελε συνεπώς, να παίξει ο ίδιος πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις της εποχής και έτσι, ανέλαβε σχετική δράση. Το 1854 έγινε οικονόμος (侍従) του αυτοκράτορα Κόμεϊ (孝明天皇, 1831-1867), ενώ μέχρι το 1857 ήταν ένας από τους ακολούθους (近習) του.
Το 1858, ο Ιουακούρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άρνηση του αυτοκράτορα να επικυρώσει τη «Συνθήκη φιλίας και εμπορίου (日米修好通商条約)» μεταξύ της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κυβέρνηση μπάκουφου (幕府)6 ήταν ήδη σε διαπραγματεύσεις με τον αμερικανό απεσταλμένο Townsend Harris (1804-1878) ωστόσο, αποφάσισε να λάβει αυτοκρατορική έγκριση πριν την υπογραφή μιας συνθήκης7. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ιουακούρα συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό (88) ευγενών της αυλής που ήταν ενάντια στη σύναψη σχέσεων με άλλες χώρες και προχώρησε σε διαμαρτυρία έξω από την οικία του κανπάκου Κούτζιο Χισατάδα (九条 尚忠, 1798-1871), ο οποίος τασσόταν υπέρ της συνθήκης8. Ο Ιουακούρα εξέφρασε τις θέσεις του και γραπτώς (κάτι το οποίο θα έκανε συχνά και στο μέλλον), καταθέτοντας σχετικό υπόμνημα. Φαίνεται πως δεν ήταν υπέρ του ανοίγματος της χώρας, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε πρώτα να μάθουν περισσότερα για τις ξένες δυνάμεις και η χώρα να οργανωθεί-ισχυροποιηθεί εσωτερικά. Η όλη κατάσταση οδήγησε σε άρνηση του αυτοκράτορα να εγκρίνει τη συνθήκη (μια θέση που και ο ίδιος στην ουσία υποστήριζε), ζητώντας να γίνει επαναξιολόγηση από τους ντάιμιο (τοπικοι άρχοντες) του ζητήματος.
Η υπογραφή της συνθήκης ωστόσο προχώρησε, χωρίς η κυβέρνηση να λάβει τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα. Ο Ίι Ναόσουκε (井伊 直弼, 1815-1860), ο οποίος είχε βρεθεί σε θέση ισχύος στην κυβέρνηση (ως ταϊρό: κάτι σαν πρωθυπουργός -大老), κανόνισε την υπογραφή της. Η κυβέρνηση μπάκουφου βρισκόταν σε αναβρασμό εκείνη την περίοδο. Πέρα από την πολιτική άνοδο του Ίι (έχει χαρακτηριστεί από μελετητές μέχρι και ως «εικονικός δικτάτορας της Ιαπωνίας»), τη θέση του σόγκουν ανέλαβε ο νεαρός Τοκουγκάουα Γιοσιτόμι (αργότερα Ιεμότσι -徳川 家茂, 1846-1866), ενώ οι δυνάμεις που ήθελαν τον αποκλεισμό των ξένων «βαρβάρων» οργανώνονταν με γρήγορους ρυθμούς. Η συνθήκη τώρα, προέβλεπε μεταξύ άλλων, το άνοιγμα του λιμανιού της Καναγκάουα (και άλλων τεσσάρων πόλεων) για εμπορικούς σκοπούς, παραχωρούσε το δικαίωμα της ετεροδικίας στους αμερικανούς πολίτες και καθόριζε διάφορους εμπορικούς όρους.
Η αυτοκρατορική πλευρά φαίνεται πως εξοργίστηκε με τον Ίι και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε το ζήτημα. Παράλληλα ωστόσο, έλαβε χώρα, υπό τον Ίι, η λεγόμενη «Άνσεϊ Εκκαθάριση (安政の大獄, 1858-1860)», ένα μέτρο ευρείας καταστολής όσων προσώπων και ομάδων αντιτίθεντο στην κυβέρνηση μπάκουφου και τις πολιτικές της ή υποστήριζαν την επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών, σημαντικός αριθμός προσώπων περιορίστηκε, φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε. Ένα από τα πλέον γνωστά θύματα της «Εκκαθάρισης» ήταν ο Γιοσίντα Σόιν (吉田 松陰, 1830-1859).
Ο Ιουακούρα από την πλευρά του, άρχισε σταδιακά να υποστηρίζει τη θέση που ήθελε την ένωση της αυτοκρατορικής με την στρατιωτική ηγεσία, γνωστή ως πολιτική «κόμπου γκατάι (公武合体)». Ξεκίνησε να έχει συναντήσεις με αξιωματικούς της κυβέρνησης9 και να θέτει τη συνεργασία των δύο ηγεσιών ως κάτι το κρίσιμο για το συμφέρον της χώρας (国家のために). Η δολοφονία του Ίι (1860) από μέλη της επαρχίας Μίτο φαινόταν να ευνοεί μάλιστα τις προσπάθειές του.
Ο Ιουακούρα ήταν από εκείνους οι οποίοι προσπάθησαν να πείσουν τον αυτοκράτορα Κόμεϊ (孝明天皇, 1831- 1867) να συμφωνήσει με τον γάμο της μικρότερής του αδερφής, πριγκίπισσας Κάζου (Κάζουνομίγια -和宮, 1846-1877), με τον σόγκουν Ιεμότσι. Ο Ιουακούρα δικαιολόγησε τη στάση του στον αυτοκράτορα με το επιχείρημα πως η κυβέρνηση μπάκουφου βρισκόταν σε παρακμή και πως σταδιακά (και προσεκτικά) η αυτοκρατορική αυλή θα έπρεπε να συγκεντρώσει περισσότερη εξουσία. Παράλληλα, η αυτοκρατορική αυλή θα έπρεπε, με την ευκαιρία, να πιέσει την κυβέρνηση να αποκλείσει τους ξένους. Ο γάμος επομένως, θα ήταν το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, υποστήριζε.
Ο αυτοκράτορας πείστηκε και ενέκρινε τον γάμο. Η κυβέρνηση από την πλευρά της, δήλωσε πως θα προχωρήσει στην εκδίωξη των ξένων, εντός των επόμενων λίγων ετών, είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε μέσω της χρήσης βίας (破約攘夷) -κάτι τέτοιο βεβαίως ήταν αδύνατο-. Το 1861 λοιπόν, ο Ιουακούρα βρέθηκε στη συνοδεία της πριγκίπισσας στο ταξίδι της για το Έντο (πρωτεύουσα του σογκουνάτου, σημερινό Τόκιο), ως ένας από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα. Στο Έντο, πέρα από την οργάνωση πρακτικών ζητημάτων, ζήτησε (και με επιμονή απέσπασε) γραπτή δήλωση του σόγκουν για το ψευδές μιας φήμης που κυκλοφορούσε στην πρωτεύουσα και υποστήριζε πως ο γάμος αποσκοπούσε στην «ομηρία» της πριγκίπισσας και την πτώση του αυτοκράτορα.
Παράλληλα, ο πολιτικός αναβρασμός συνεχιζόταν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος πολιτικής αναταραχής, όπου οι διάφορες επαρχίες «πάλευαν» για να αυξήσουν την επιρροή τους και να προωθήσουν τους σκοπούς τους. Το 1862, η επαρχία Σατσούμα ανέλαβε δράση και έστειλε σαμουράι στο Κιότο για τη φύλαξη του παλατιού. Ο σαμουράι της Σατσούμα Οκούμπο Τοσίμιτσι επισκέφθηκε τον Ιουακούρα και του πρότεινε να γίνει «αυτοκρατορικός απεσταλμένος» στο Έντο και να πιέσει την κυβέρνηση (κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή) να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις (αργότερα γνωστές ως «μεταρρυθμίσεις Μπούνκιου -文久の改革»). Ο Ιουακούρα αρνήθηκε και επιλέχθηκε άλλος απεσταλμένος από το παλάτι, ο οποίος με συνοδεία «στρατού» της Σατσούμα προώθησε τις μεταρρυθμίσεις και την τοποθέτηση του Τοκουγκάουα Γιοσινόμπου ως κηδεμόνα του σόγκουν Ιεμότσι.
Σταδιακά, οι δυνάμεις που εκπροσωπούσαν το κίνημα Σον’νο Τζόι (尊王攘夷 -τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων) ενισχύθηκαν και ο Ιουακούρα (μαζί με άλλους) έγινε στόχος. Πολλοί τον έβλεπαν ως δολοπλόκο, ο οποίος βρισκόταν κρυφά στην πλευρά του σογκουνάτου και προωθούσε το άνοιγμα της χώρας. Κυκλοφόρησε ακόμη και μια φήμη ότι σκόπευε να δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα, ενώ έλαβε και απειλές για τη ζωή του (σε μια εποχή του οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων δεν σπάνιζαν). Οδηγήθηκε έτσι στην παραίτηση και λίγο αργότερα, στην εξορία (1862). Αφού πέρασε κάποιο διάστημα σε ναούς, εγκαταστάθηκε στο χωριό Ιουακούρα, όπου έμεινε μέχρι το 1867.
Πέρασε τα δύο πρώτα του χρόνια εκεί στη αφάνεια ωστόσο, με τον καιρό, ξεκίνησε να έχει συναντήσεις με διάφορες ενεργές προσωπικότητες της εποχής (τον επισκεπτόταν συχνά μεταξύ άλλων ο Οκούμπο), να συλλέγει πληροφορίες για τις πολιτικές εξελίξεις και να εκφράζει τις απόψεις του γραπτώς, σε επιστολές και υπομνήματα. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν συχνά όπως εκείνος θα ήθελε. Το 1867 ο Τοκουγκάουα Γιοσινόμπου έγινε νέος σόγκουν, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, ο αυτοκράτορας Κόμεϊ πέθανε (35 ετών) από ασθένεια10 και νέος αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο γιος του (αργότερα αυτοκράτορας Μέιτζι -明治天皇, 1852-1912). Νεαρός ακόμη, μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί.
Ο Γιοσινόμπου, παρ’όλο που προερχόταν από την επαρχία της Μίτο, δεν συμφωνούσε με όσους αναζητούσαν τον εκδιωγμό των βαρβάρων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολλά δεινά για τη χώρα, πίστευε, καθώς η εποχή απαιτούσε τη συνεργασία μεταξύ των εθνών. Η Ιαπωνία θα ντρόπιαζε τον εαυτό της εάν ακολουθούσε άλλο δρόμο. Έδρασε συνεπώς ανάλογα, προχωρώντας λ.χ. στο άνοιγμα του λιμανιού στο Χιόγκο (σήμερα στο Κόμπε). Οι επιλογές του προκάλεσαν δυσαρέσκεια σε πολλούς, οι οποίοι θεωρούσαν πως ο Γιοσινόμπου δρούσε αυθαίρετα και υποβάθμιζε τον ρόλο του παλατιού. Ο Ιουακούρα ήταν ανάμεσα σε αυτούς. Ο ίδιος υποστήριζε ένα σύστημα στο οποίο ο αυτοκράτορας, θα έπαιρνε τις πολιτικές αποφάσεις και η κυβέρνηση θα τις εφάρμοζε. Η κατάσταση όμως που διαμορφωνόταν απείχε αρκετά από ένα τέτοιο μοντέλο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ιουακούρα ήταν ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι αναζητούσαν τρόπο (ειρηνικό ή μη) να εκδιώξουν τον Γιοσινόμπου από την εξουσία. Ο τελευταίος όμως, ακολούθησε ένα σχέδιο που πρότεινε ο Γκότο Σότζιρο (後藤 象二郎, 1838-1897) της Τόσα (που είχε όμως εμπνευστεί ο Σακαμότο Ριόμα), σύμφωνα με το οποίο ο σόγκουν θα παραιτούταν, αλλά ο οίκος Τοκουγκάουα θα επιβίωνε και θα διατηρούσε σημαντική εξουσία. Παραιτήθηκε συνεπώς (τον Νοέμβρη του 1867) και η αποκατάσταση της αυτοκρατορικής κυριαρχίας ανακοινώθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1868 (Παλινόρθωση Μέιτζι).
Οι υποστηρικτές του Γιοσινόμπου ωστόσο, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν αυτές τις εξελίξεις και μάχες ξέσπασαν μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες και συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες (πόλεμος Μποσίν -戊辰戦争). Ο Γιοσινόμπου, παρ’όλο που είχε ήδη εγκαταλείψει «τη μάχη», χαρακτηρίστηκε εχθρός της αυτοκρατορικής αυλής (朝敵), κάτι που φαίνεται πως τον αναστάτωσε ιδιαίτερα. Οι μάχες τώρα, περιορίστηκαν σύντομα και συνοδεύτηκαν από την λεγόμενη «μη αιματηρή παράδοση» του κάστρου στο Έντο. Αυτή συμφωνήθηκε ύστερα από διαπραγμάτευση του Σάιγκο Τακαμόρι με τον εκπρόσωπο του Σογκουνάτου, Κάτσου Καϊσού (勝 海舟, 1823-1899).
Στο πλαίσιο αυτό, η ηγεσία της Σατσούμα (κυρίως) άσκησε πίεση ώστε ο οίκος των Τοκουγκάουα να χάσει κάθε ισχύ, αλλά και τη γη που ήταν υπό τον έλεγχο του. Με την βοήθεια του Ιουακούρα, συντάχθηκε το «Μεγάλο Διάταγμα για την Αποκατάσταση της Μοναρχίας (王政復古の大号令)». Κανονίστηκε να μη δοθεί ρόλος στον Γιοσινόμπου στη νέα κυβέρνηση, ενώ του ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, η επιστροφή της γης που ήταν υπό τον έλεγχο των Τοκουγκάουα.
Μετά την Παλινόρθωση, ο Ιουακούρα συνέχισε να είναι ενεργός και να εκφράζει τις απόψεις του με πολυάριθμα άρθρα γνώμης. Η επιρροή που ασκούσε ήταν σημαντική και αμέσως ανέλαβε σύμβουλος της «κυβέρνησης», ενώ αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες, σημαντικές κυβερνητικές θέσεις. Ήθελε να υποστηρίζει την νέα, αρχικά αρκετά εύθραυστη, «κυβέρνηση» και τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού πολιτικού συστήματος υπό τον αυτοκράτορα. Ο ίδιος πίστευε πως προκειμένου η εξουσία του αυτοκράτορα να είναι ισχυρή, έπρεπε να χάσουν την εξουσία τους οι ντάιμιο και να αναδιαμορφωθεί η χώρα, ενώ παράλληλα, έπρεπε να βρεθεί μια μέση λύση μεταξύ εκείνων που επιθυμούσαν το άμεσο «άνοιγμα» της χώρας και τον «εκμοντερνισμό» της και σε εκείνους που ήταν συντηρητικοί και επιθυμούσαν το «άνοιγμα» να προχωρήσει με πιο αργό ρυθμό.
Το όνομά του βεβαίως, έχει συνδεθεί με τη λεγόμενη «Αποστολή Ιουακούρα (岩倉使節団, 1871-73)», στην οργάνωση της οποίας φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η ιδέα μιας αποστολής στο εξωτερικό υπήρχε στο μυαλό του (αλλά και σε γραπτά του) ήδη τα χρόνια πριν την Παλινόρθωση. Η «Αποστολή» αποτελούταν από μια μεγάλη ομάδα Ιαπώνων (μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως η Τσουντά Ούμεκο, ο Ιτό Χιρομπούμι, ο Κιντό Τακαγιόσι, ο Οκούμπο κ.α.), η οποία ταξίδεψε σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για εκπαιδευτικούς και διπλωματικούς σκοπούς (όπως η διαπραγμάτευση των άνισων συνθηκών που υπεγράφησαν την δεκαετία του 1850 με χώρες της Δύσης). Στόχο είχε να μελετήσει την κατάσταση σε κάθε τόπο: τα πολιτικά συστήματα, τις οικονομίες, τις σύγχρονες βιομηχανικές τεχνολογίες και γενικότερα, τον δυτικό πολιτισμό.
Ό Ιουακούρα αποτέλεσε βασικό της μέλος ωστόσο, ο ίδιος φαίνεται (λ.χ. μέσα από επιστολές του) πως συχνά ήταν δυσαρεστημένος με κάποια ζητήματα. Κάποια στιγμή λ.χ. είχε εκφράσει τον θυμό του για το ότι ο ρόλος του ήταν κυρίως «διακοσμητικός». Παράλληλα όμως, αρκετοί τον επαινούσαν για τον διπλωματικό τρόπο του να χειρίζεται δύσκολες ερωτήσεις και δημοσιεύματα στον ξένο τύπο αναφέρονταν στο υψηλό επίπεδο της σκέψης και των τρόπων του.

Η «Αποστολή», ήταν ουσιαστικά η πρώτη προσπάθεια της Ιαπωνίας για διπλωματία υψηλού επιπέδου, ενώ μπορεί κανείς να μάθει για τα όσα συνέβησαν κατά την διάρκειά της μέσα από τις καταγραφές του Κούμε Κουνιτάκε (久米 邦武, 1839-1931), ο οποίος ήταν ο γραμματέας του Ιουακούρα στο ταξίδι. Οι καταγραφές του εκδόθηκαν σε πέντε τόμους (με τίτλο «特命全権大使 米欧回覧実記»), το 1878.
Η «Αποστολή» ολοκλήρωσε το έργο της το 1873, οπότε και ο Ιουακούρα γύρισε στην Ιαπωνία. Βρέθηκε στο επίκεντρο μιας πολιτικής θύελλας, η οποία σχετιζόταν με μια πιθανή εκστρατεία κατά της Κορέας, υπέρ της οποίας τάσσονταν φιγούρες όπως οι Σάιγκο και Ιταγκάκι Τάισουκε (板垣 退助, 1837-1919). Ανέλαβε καθήκοντα υπηρεσιακού «πρωθυπουργού (太政大臣)», στη θέση του άρρωστου Σάντζο Σανετόμι (三条 実美, 1837-1891) και πίεσε ώστε η εκστρατεία να απορριφθεί. Ο Σάιγκο και οι υποστηρικτές της εγκατέλειψαν την κυβέρνηση, ενώ λίγο καιρό αργότερα, ο Ιουακούρα δέχθηκε επίθεση (κατάφερε να ξεφύγει με ελαφρά τραύματα) για το θέμα αυτό από πρώην σαμουράι.
Τα επόμενα χρόνια η επιρροή του στα κυβερνητικά ζητήματα μειώθηκε και η υγεία του άρχισε να τον επηρεάζει (είχε λ.χ. συχνούς πονοκεφάλους). Ωστόσο, δεν έχασε ποτέ το πάθος του για την πολιτική και παρέμεινε ενεργός. Μεταξύ άλλων, το 1876 ανέλαβε διευθυντής του «Κάζοκου Κάικαν (華族会館)», το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα κέντρο κοινωνικών συγκεντρώσεων και δραστηριοτήτων για την αριστοκρατία (華族). Εκεί, οι εντάσεις δεν έλειπαν, μεταξύ πρώην ευγενών της αυλής και ντάιμιο. Ο Ιουακούρα προσπαθούσε από την πλευρά του να προωθήσει τη θέση του, ότι δηλαδή τέτοιες συγκρούσεις ήταν άσκοπες στη νέα αυτή εποχή και πως η αποστολή της αριστοκρατίας ήταν να υποστηρίζει τον αυτοκράτορα. Ήταν απαραίτητο αυτό να γίνει κατανοητό σε όλη την αριστοκρατία, πίστευε.
Στο πλαίσιο αυτό, προσπάθησε, τόσο μέσω ενός συστήματος οργάνωσης της «λέσχης» (υπό την ηγεσία του) και των μελών της, όσο και μέσω ενεργών πολιτικών, να ελέγξει και να «καθοδηγήσει» την αριστοκρατία. Μεταξύ άλλων, εισήγαγε πειθαρχικό έλεγχο των μελών και προώθησε την ίδρυση (το 1877) της 15ης Εθνικής Τράπεζας (第十五国立銀行), γνωστής και ως «Τράπεζας των Ευγενών (華族銀行)». Κατά την ίδρυσή της, η τράπεζα αποτελούσε την μεγαλύτερη σε κεφάλαια τράπεζα της χώρας και αμέσως έγινε βασική πηγή χρηματοδότησης της κυβέρνησης.
Σύντομα όμως, εμφανίστηκε δυσαρέσκεια σε κύκλους (λ.χ. πρώην σαμουράι) για την προνομιακή θέση ευγενών όπως ο Ιουακούρα και ζητήθηκε η παραίτησή του από την ηγεσία της «λέσχης», ενώ αργότερα ο «έλεγχος» της αριστοκρατίας μεταφέρθηκε στο υπουργείο του Αυτοκρατορικού Οίκου.
Παράλληλα, είχε ξεκινήσει να συζητείται το ζήτημα της εισαγωγής ενός συντάγματος στη χώρα. Ο Ιουακούρα αρχικά, φαίνεται πως ήταν ενάντια στην ιδέα. Σταδιακά ωστόσο, κατάλαβε πως οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής επέβαλαν το βήμα αυτό και ξεκίνησε να εργάζεται και ο ίδιος για τον σκοπό αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό, ξέσπασε (1881) η λεγόμενη «Πολιτική κρίση του 14ου έτους Μέιτζι (明治十四年の政変)», όταν κατά τη διάρκεια συζητήσεων για το νέο σύνταγμα μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών, ο Όκουμα Σιγκενόμπου υποστήριξε, σε ένα «μυστικό» του υπόμνημα προς τον αυτοκράτορα, την υιοθέτηση ενός συστήματος διακυβέρνησης παρόμοιου με εκείνου της Μεγάλης Βρετανίας και τη σύνταξη ενός συντάγματος στις αρχές του 1883, μια αρκετά ριζοσπαστική θέση για την εποχή. Αυτό, τον έφερε σε ρήξη με προσωπικότητες όπως ο Ιουακούρα και ο Ιτό Χιρομπούμι και ύστερα από διαφωνίες και παρεξηγήσεις (και ένα οικονομικό σκάνδαλο), η πλευρά που υποστήριζε ένα πιο συντηρητικό σύστημα βασισμένο στον μονάρχη, ώθησε τον Όκουμα εκτός κυβέρνησης.
Στη συνέχεια, ο Ιουακούρα, που συνέχιζε να ασκεί σημαντική επιρροή στην αυτοκρατορική οικία, πρότεινε την αποστολή του Ιτό στην Ευρώπη, ώστε να μελετήσει τα πολιτικά συστήματα και τα συντάγματα των ισχυρών κρατών της. Έτσι, το 1882, ο Ιτό ξεκίνησε για την Ευρώπη, με αυτοκρατορική εντολή, για τον σκοπό αυτό. Ο Ιουακούρα ωστόσο, δεν πρόλαβε να τον δει κατά την επιστροφή του (1883).
Τα χρόνια αυτά, ο Ιουακούρα είχε αφιερωθεί στην αναβίωση του Κιότο (και των γύρω περιοχών), το οποίο είχε περιέλθει σε παρακμή μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Τόκιο. Παράλληλα, η υγεία του απαιτούσε συχνή ανάπαυση. Το 1883 και ενώ βρισκόταν στο Κιότο, όπου εργαζόταν σε ένα έργο για τη συντήρηση του Αυτοκρατορικού Παλατιού του Κιότο, διαγνώστηκε από τον αυτοκρατορικό γιατρό με καρκίνο11. Η υγεία του επιδεινώθηκε σημαντικά και παρόλο που επέστρεψε στο Τόκιο για να αναρρώσει, πέθανε τον Ιούλιο του 1883.
Λέγεται ότι ο Ιουακούρα είχε ζητήσει από τον γιατρό του να τον κρατήσει ζωντανό μέχρι να μπορέσει να συζητήσει άλλη μία φορά με τον Ιτό για το σύνταγμα. Αυτό ωστόσο κατέστη αδύνατο και έτσι, ο Ιουακούρα ψιθύρισε τα τελευταία του λόγια στον σύμβουλο Ινόουε Καόρου (井上 馨, 1836-1915). Δεν είναι γνωστό τι του είπε.
Ένας μελετητής έχει χαρακτηρίσει τον Ιουακούρα ως τον «άνδρα των αντιφάσεων κατά μία έννοια». Ως κάποιον πραγματιστή και εκλεπτυσμένο, αλλά ταυτόχρονα αποφασισμένο και πεισματάρη. Λέγεται ότι ήταν «τέρας ψυχραιμίας». Κατάφερε να γίνει κεντρική φιγούρα της «Επανάστασης Μέιτζι » μέσα από αρκετές προκλήσεις, ενώ την νέα εποχή διατήρησε την επιρροή του και έπαιξε κεντρικό ρόλο στην διαμόρφωση αρκετών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων. Ο Ιτό, όταν έμαθε για τον θάνατό του, φαίνεται να είπε: «Κάθε φορά που δεχόμουν πυρά, κατάφερνα να παίρνω κάποια ανάσα, αφήνοντας αρχικά όλα τα παράπονα και τις απαιτήσεις στον Ιουακούρα. Τώρα που έφυγε, τα πράγματα θα είναι πραγματικά δύσκολα στο μέλλον».
Υποσημειώσεις
1 Η ιστορία θέλει τον δάσκαλό του, Φουσεχάρα Νομπουχάρου (伏原 宣明, 1790-1863), να θεωρεί τον νεαρό Ιουακούρα ιδιοφυΐα και να προτείνει στον Ιουακούρα Τομογιάσου (岩倉 具慶, 1807-1873) -με τον οποίο είχε στενή σχέση- να τον υιοθετήσει.
2 Με την παλιά γραφή (旧字体). Λέγεται επίσης, πως αρχικά είχαν επιλεγεί οι χαρακτήρες «具瞻», αλλά ο Ιουακούρα ζήτησε να αντικατασταθούν με πιο απλούς.
3 Κανπάκου (関白) ήταν θεωρητικά ένα είδος κύριου συμβούλου του αυτοκράτορα.
4 Αρχαία μορφή ιαπωνικής ποίησης. Μεταφράζεται ως «Ιαπωνικό τραγούδι/ποίηση» (和歌 ή παλαιότερα 倭歌) και αποτελεί πρόδρομο του χάικου.
5 Η Ιαπωνία, λίγο μετά την έναρξη της περιόδου Έντο (1603-1867), υιοθέτησε ένα σύστημα απομονωτισμού θα έλεγε κανείς, κλείνοντας τα σύνορά της, πέρα λίγων εμπορικών διαδρόμων στο Ναγκασάκι, το Έζο (βόρειο τμήμα του σημερινού Χοκάιντο) και το Βασίλειο Ριούκιου (σημερινή Οκινάουα). Ο 19ος αιώνας ωστόσο, έφερε μαζί του αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις για το άνοιγμα των συνόρων και τη σύναψη εμπορικών-πολιτικών συνθηκών. Το αποκορύφωμα αυτών ήταν η έλευση, το 1853 (και ξανά το 1854), στο λιμάνι της Ουράγκα, του Αμερικανού αρχιπλοίαρχου Μάθιου Πέρρυ και των «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουροφούνε) -τέσσερα πολεμικά πλοία, εκ των οποίων δύο ατμόπλοια το 1853, εννέα πλοία το 1854 (τα τρία ατμόπλοια)- που τον συνόδευαν, η οποία έκανε ξεκάθαρο στους ιάπωνες πως η πολιτική αυτή του απομονωτισμού δεν θα μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί, στο νέο διεθνές σκηνικό. Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν έτσι από εσωτερικές διαφωνίες, διαμάχες και σύγχυση για το ποια πορεία θα έπρεπε η χώρα να ακολουθήσει. Να ανοίξει προς το νέο αυτό κόσμο ή να συνεχίσει την «απομόνωσή» της; Την περίοδο αυτή ακούμε και το γνωστό σύνθημα «Σόν’νο τζόι (τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων)» από τους υποστηρικτές της δεύτερη θέσης.
6 Η κυβέρνηση υπό τον σόγκουν κατά την περίοδο Έντο.
7 Η εμπλοκή του αυτοκράτορα σε πολιτικά ζητήματα δεν συνηθιζόταν κατά την εποχή Έντο ωστόσο, η κίνηση αυτή θα καθυστερούσε τη διαδικασία, ενώ οι διάφορες δυνάμεις εντός της χώρας βρίσκονταν ήδη σε έναν αγώνα επιρροής υπέρ του «ανοίγματος» ή όχι.
8 Το περιστατικό είναι γνωστό ως «廷臣八十八卿列参事件».
9 Κάποιοι μελετητές βλέπουν τη δράση του Ιουακούρα την περίοδο αυτή ως μια προσπάθεια να γλιτώσει την πιθανή επέκταση της «Εκκαθάρισης» στην αυλή και να αλλάξει στρατόπεδο.
10 Φαίνεται πως οι θεωρίες πως ο Ιουακούρα σχεδίαζε τη δολοφονία του αυτοκράτορα συνεχίζονται έως τις ημέρες μας, καθώς κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο Ιουακούρα μπορεί να «έβαλε το χεράκι» του στον θάνατό του τελευταίου, κανονίζοντας να περάσει λαθραία ένα μολυσμένο μαντήλι στο παλάτι.
11 Λέγεται συχνά πως αυτή ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη διάγνωση καρκίνου στην Ιαπωνία.