Όκουμα Σιγκενόμπου

Ο Όκουμα Σιγκενόμπου (大隈 重信) ήταν από τις πιο επιδραστικές και δημοφιλείς προσωπικότητες της περιόδου Μέιτζι. Θεωρούνταν ως ένας από τους καταλληλότερους για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονταν με ξένα έθνη, ενώ το όνομά του συνδέθηκε με σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων της χώρας. Διετέλεσε δύο φορές Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας. Το 1882 ίδρυσε τη σχολή Τόκιο Σένμον Γκάκο που αργότερα μετονομάστηκε σε Πανεπιστήμιο Ουασέντα, ένα από τα πλέον γνωστά πανεπιστήμια της χώρας σήμερα.

Όκουμα Σιγκενόμπου (1838-1922). Φωτ.: Japan National Diet Library’s website (https://www.ndl.go.jp/en/index.html)

Ο Όκουμα Σιγκενόμπου γεννήθηκε (ως Χατσιτάρο -八太郎) το 1838, στη Σάγκα1 της επαρχίας Χίζεν (σήμερα τμήμα του νομού Σάγκα), σε μια οικογένεια υψηλόβαθμων σαμουράι. Στην ηλικία των εφτά ξεκίνησε να φοιτά στο σχολείο της επαρχίας (Κόντοκαν -弘道館). Εκεί έλαβε την τυπική εκπαίδευση στον Κομφουκιανισμό και τα κλασικά κείμενα της κινεζικής παράδοσης.

Ειδικότερα, η εκπαίδευση εκεί επικεντρωνόταν στη σχολή του Νεο-Κομφουκιανισμού (Σουσιγκάκου -朱子学). Ο Όκουμα ήταν ωστόσο, ανάμεσα στους μαθητές οι οποίοι έφτιαξαν μια ομάδα αντίδρασης, ζητώντας τη μεταρρύθμιση του σχολείου και του προγράμματός του. Το 1855 μάλιστα, ύστερα από ταραχές εκεί, αποβλήθηκε. Ξεκίνησε να μελετά ράνγκακου (ολλανδικές σπουδές -蘭学)2, στο Ρανγκάκουριο (蘭学寮), μία σχολή που ο ντάιμιο (τοπικός άρχοντας) της Σάγκα, Ναμπεσίμα Ναομάσα (鍋島 直正, 1815-1871) είχε ιδρύσει με σκοπό τη μελέτη της ολλανδικής γλώσσας, της δυτικής ιστορίας και επιστήμης, αλλά και των δυτικών στρατιωτικών τακτικών. Παράλληλα, ο Όκουμα έγινε μαθητής του μελετητή και εκπαιδευτικού της επαρχίας (αλλά και κεντρικής φιγούρας της πλευράς της επαρχίας που υποστήριζε την εξουσία του αυτοκράτορα) Ενταγιόσι Σινγιό (枝吉 神陽, 1822-1862). Συμμετείχε με φιγούρες όπως ο Έτο Σίνπεϊ (江藤 新平, 1834-1874), ο Σίμα Γιοσιτάκε (島 義勇, 1822-1874), αλλά και ο αδερφός του Ενταγιόσι, Σοετζίμα Τανεόμι (副島 種臣, 1828-1905) -όλοι σημαντικές φιγούρες της πολιτικής σκηνής της εποχής Μέιτζι (1868-1912)- στην ομάδα Γκίσαϊντόμεϊ (義祭同盟) την οποία ο Ενταγιόσι ίδρυσε το 1850, με σκοπό την άσκηση επιρροής στη τοπική διοίκηση υπέρ της ηγεσίας του αυτοκράτορα. Τότε ήρθε και σε γνωριμία με την λεγόμενη «σχολή των Μίτο (Μιτογκάκου -水戸学)»3, την οποία όμως δεν ασπάστηκε.

Ο Όκουμα Σιγκενόμπου σε νεαρή ηλικία την εποχή των σαμουράι στη
Σάγκα. Φωτ.: Japan National Diet Library’s website (https://www.ndl.go.jp/en/index.html)

Αργότερα, το Κόντοκαν και το Ρανγκάκουριο συγχωνεύθηκαν και ο Όκουμα τοποθετήθηκε εκεί καθηγητής (1861) ωστόσο, σπάνια δίδασκε. Είχε ήδη εμπλακεί με τα πολιτικά ζητήματα της επαρχίας και ήταν ενεργός σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, σε διάφορα μέρη της χώρας, συχνά με εντολή της διοίκησης της επαρχίας. Το 1861, είχε δώσει μία διάλεξη στον Ναμπεσίμα για το σύνταγμα της Ολλανδίας και φαίνεται πως είχε τραβήξει την προσοχή του. Ο Ναμπεσίμα παραιτήθηκε από τη θέση του ντάιμιο το 1861 ωστόσο, παρέμενε από τους πλέον ισχυρούς άνδρες της επαρχίας.

Ο Όκουμα ήταν ένας από εκείνους που επιλέχθηκαν από τον Ναμπεσίμα για να πάνε να σπουδάσουν αγγλικά και συνταγματικό δίκαιο, υπό τον Ολλανδό εκπαιδευτικό και ιεραπόστολο Guido Verbeck (1830 -1898), στο Ναγκασάκι (1861). Ο Όκουμα «γνώρισε» τότε την Καινή Διαθήκη και την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Συνάντησε επίσης, επιφορτισμένος συχνά με τον ρόλο του διερμηνέα, αρκετούς εμπόρους (ντόπιους και μη), από τους οποίους συγκέντρωσε σημαντικές γνώσεις για τις νέες οικονομικές και εμπορικές πρακτικές της εποχής. Οι γνώσεις αυτές υπήρξαν αργότερα σημαντικές στην πολιτική του καριέρα. Παράλληλα, μελέτησε αγγλικά και μαζί με άλλους από την Γκίσαϊντόμεϊ, ίδρυσε ένα αγγλικό σχολείο (致遠館) στο Ναγκασάκι, με την οικονομική υποστήριξη του Ναμπεσίμα και άλλων.

Ο Όκουμα επίσης, ήταν δραστήριος στους εμπορικούς κύκλους της επαρχίας και πρότεινε μέτρα για την ανάπτυξή του τοπικού εμπορίου και της οικονομίας. Το 1864 τοποθετήθηκε στο Νταϊχίμ’πό, έναν “εμπορικό σταθμό” που η επαρχία άνοιξε στο Ναγκασάκι για την προώθηση προϊόντων της4. Παρέμενε ωστόσο, απασχολημένος με τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής και από το Ναγκασάκι φαίνεται ότι μπορούσε να συγκεντρώνει σημαντικές πληροφορίες για αυτές5. Ταξίδευε συχνά μεταξύ του Ναγκασάκι και του Κιότο και είχε συναντήσεις με σαμουράι άλλων επαρχιών. Υποστήριζε τη θέση που ήθελε την επαναφορά της εξουσίας στα χέρια του αυτοκράτορα ωστόσο, οι προσπάθειές του να επηρεάσει τη στάση της διοίκησης της επαρχίας ως προς το θέμα δεν υπήρξαν επιτυχείς.

Το 1867 μάλιστα, μαζί με τον Σοετζίμα προσπάθησαν να αναλάβουν δράση και να καταφύγουν στο «κέντρο των εξελίξεων», το Κιότο, συνελήφθησαν όμως, για το έγκλημα της λιποταξίας και οδηγήθηκαν πίσω στην επαρχία όπου και φυλακίστηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και μετά από το περιστατικό αυτό ο Όκουμπο συνέχισε τις προσπάθειες να πείσει τον Ναμπεσίμα να αναλάβει δράση και να στηρίξει την πλευρά υπέρ του αυτοκράτορα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αργότερα, στα απομνημονεύματά του εξέφρασε τη λύπη του που δεν μπόρεσε η επαρχία του να στηρίξει τη «νικηφόρα» πλευρά και να έχει εκπροσώπηση στην νέα κυβέρνηση, σε αντίθεση με τις ισχυρές Σάτσουμα και Τσόσιου. «Ήμασταν όλοι σε ένα είδος φυλακής στη Σάγκα», έγραφε χαρακτηριστικά.

Στη νέα πολιτική σκηνή της περιόδου Μέιτζι (1868-1912) η οποία μόλις ξεκινούσε, ο Όκουμα, παρ’όλο που δεν προερχόταν από τις δύο επαρχίες με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Παλινόρθωση Μέιτζι (Σάτσουμα και Τσόσιου), είχε τα προσόντα για να αρχίσει μια αξιόλογη πολιτική καριέρα. Η γνώσεις του ξένων γλωσσών (ολλανδικών και αγγλικών) και εμπορικών πρακτικών, αλλά και η γνωριμία/επαφές του με σημαντικές φιγούρες της εποχής, όπως οι Κιντό Τακαγιόσι και Ινόουε Καόρου (井上 馨, 1836-1915), αποτελούσαν σημαντικά ατού του.

Η καριέρα του λοιπόν, ξεκίνησε στο γραφείο εξωτερικών υποθέσεων (外国事務局)6. Ο Όκουμα ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για τις υποθέσεις που αφορούσαν εμπορικές συμφωνίες με ξένους εμπόρους στο Ναγκασάκι. Παράλληλα, έγινε χαμηλόβαθμος σύμβουλος (σαν’γιο -参与) της νέας κυβέρνησης. Εκείνο το οποίο ωστόσο φαίνεται πως του επέτρεψε την μετέπειτα ανέλιξή του στην κυβέρνηση Μέιτζι ήταν ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε διπλωματικά ζητήματα και ιδίως τις διαμαρτυρίες του απεσταλμένου στη χώρα βρετανού διπλωμάτη Harry Parkes (1828-1885). Ο Parkes διαμαρτυρόταν έντονα για την καταπίεση του χριστιανισμού στην Ιαπωνία, υποστηρίζοντας πως η Ιαπωνία ήταν μια βάρβαρη χώρα λόγω αυτής. Σε απάντηση, ο Όκουμα7 ανέπτυξε (με αρκετά πειστικό απ’ ό,τι φαίνεται τρόπο) τη θέση ότι η ιστορία του Χριστιανισμού ήταν μια ιστορία πολέμων και πως αν ο Χριστιανισμός αφηνόταν να διαδοθεί ελεύθερα στη χώρα, όπου ο Σιντοϊσμός και ο Βουδισμός ασκούνταν ευρέως, θα προκαλούσε μεγάλη σύγχυση στον πληθυσμό της και εν τέλει πολιτική αναταραχή6. Λέγεται ότι οι ανώτεροί του θεώρησαν πολύ σημαντικές τις γνώσεις του Όκουμα και το ταλέντο του στις διαπραγματεύσεις. Η “επιτυχία” αυτή συνεπώς, οδήγησε στην προαγωγή του στο «υπουργείο» εξωτερικών (外国官), ενώ του ανατέθηκε και η διαχείριση οικονομικών ζητημάτων που αφορούσαν διαπραγματεύσεις με ξένους. Το σημαντικότερό του ίσως επίτευγμα κατά τη διάρκεια της θητείας του αυτής ήταν η απαλλαγή των χαλυβουργείων της Γιοκοχάμα και της Γιοκοσούκα από το βάρος γαλλικών δανείων και ελέγχου.

Σύντομα (1869) τοποθετήθηκε στο γραφείο λογιστικής (会計官), όπου τέθηκε επικεφαλής του προγράμματος νομισματικής μεταρρύθμισης της χώρας. Το σημαντικότερο πρόβλημα που έπρεπε η νέα διοίκηση να αντιμετωπίσει ήταν το γεγονός της ταυτόχρονης κυκλοφορίας πλήθους διαφορετικών νομισμάτων που το προηγούμενο σύστημα των επαρχιών είχε αφήσει, μεταξύ των οποίων και αρκετών πλαστών. Οι ξένοι ιδίως απεσταλμένοι και έμποροι δυσφορούσαν και ζητούσαν ένα σταθερό και αξιόπιστο νόμισμα9. Ο Όκουμα πίστευε ότι τα οικονομικά και η διπλωματία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και πως εάν δεν εισαγόταν μια ολική μεταρρύθμιση της οικονομίας, κανένα από τα σημαντικά διπλωματικά ζητήματα της χώρας δεν θα μπορούσε να λυθεί. Μη βλέποντας όμως την πρόοδο που ήθελε, παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως από τη θέση. Ο Οκούμπο Τοσιμίτσι κλήθηκε να τον μεταπείσει και ο Όκουμα έγινε υφυπουργός οικονομικών, αλλά και εσωτερικών υποθέσεων10. Αξίζει να αναφερθεί ότι βοηθός του στα υπουργεία αυτά ήταν ο Ιτό Χιρομπούμι.

Το 1870 ο Όκουμα απέκτησε τον τίτλο του συμβούλου (σάνγκι -参議) της κυβέρνησης. Τα πρώτα χρόνια της περιόδου Μέιτζι ως ανώτερο διοικητικό όργανο λειτουργούσε το μεγάλο κρατικό συμβούλιο (Ντάιτζό-καν -太政官), ένα όργανο που εισήχθη κατά την περίοδο Νάρα (710-784). Αντικαταστάθηκε αργότερα (1885) από το υπουργικό συμβούλιο. Το 1873 ο Όκουμα έγινε υπουργός οικονομικών. Πρέπει να αναφερθεί ότι παρ’όλο που οι τίτλοι τους οποίους κατείχε αυτά τα χρόνια στην κυβέρνηση ήταν αρκετοί και άλλαζαν συχνά, καθώς ολόκληρη η νέα διοικητική δομή της χώρας σχηματιζόταν σταδιακά, οι υποχρεώσεις- αρμοδιότητες του παρέμεναν ουσιαστικά οι ίδιες. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το «υπουργείο» οικονομικών αποτελούσε βασικό τμήμα της νέας κυβέρνησης, με ποικίλες αρμοδιότητες που επεκτήνονταν και στις λειτουργίες ολόκληρης της κυβέρνησης. Πέρα από δημόσια έργα, επικοινωνίες, λειτουργία ναών, σιδηρόδρομοι κ.α., το υπουργείο ήταν υπεύθυνο και για το δημοσιονομικό έλεγχο των άλλων «υπουργείων».

Τα επόμενα χρόνια ο Όκουμα συνέβαλε σε σειρά (κυρίως οικονομικών) μεταρρυθμίσεων και μέτρων, σημαντικών για την ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Κάποιες από αυτές ήταν η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, η εισαγωγή του γιεν (χρησιμοποιείται και σήμερα), η ενίσχυση της βιομηχανίας. Το φθινόπωρο του 1872 φαίνεται ότι ήταν εκείνος ο οποίος προώθησε την υιοθέτηση του ηλιακού ημερολογίου έναντι του σεληνιακού που η χώρα έως τότε χρησιμοποιούσε. Λέγεται ότι βασικός λόγος πίσω από αυτή τη πολιτική ήταν η μείωση των εξόδων του υπουργείου, καθώς με το νέο σύστημα οι ημέρες εργασίας ανά έτος θα μεταβάλλονταν σημαντικά. Ήταν επίσης, πρόεδρος της επιτροπής που οργάνωσε την συμμετοχή της ιαπωνικής κυβέρνησης στην Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης το 1873. Ο ίδιος ωστόσο δεν ταξίδεψε εκεί. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι πρότεινε την αναδιοργάνωση του Ελεγκτικού Συμβουλίου (会計検査院) το 1880 και πως το 1881, πρότεινε και ίδρυσε το Ινστιτούτο Στατιστικής (統計院), ενώ έγινε ο ίδιος ο πρώτος διευθυντής του.

Το 1881 ξέσπασε η λεγόμενη «Πολιτική κρίση του 14ου έτους Μέιτζι (明治十四年の政変)». Την περίοδο εκείνη ήταν έντονες οι συζητήσεις για την εισαγωγή ενός ιαπωνικού συντάγματος, με βασικές φιγούρες εδώ τους Όκουμα, Ιτό, Ιουακούρα Τομόμι (岩倉 具視, 1825-1883) και Ινόουε Καόρου. Ο Όκουμα παρέδωσε ένα «μυστικό» υπόμνημα στον αυτοκράτορα που ήταν αρκετά ριζοσπαστικό για τα δεδομένα της εποχής, υποστηρίζοντας την υιοθέτηση ενός συστήματος διακυβέρνησης παρόμοιου με εκείνου της Μεγάλης Βρετανίας και τη σύνταξη ενός συντάγματος στις αρχές του 1883. Ύστερα από διαφωνίες και παρεξηγήσεις, οι Ιτό και Ινόουε, οι οποίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν ένα πιο συντηρητικό σύστημα που θα βασιζόταν στον μονάρχη, ώθησαν την πλευρά του Όκουμα εκτός κυβέρνησης. Η στάση του Όκουμα μάλιστα, συνδέθηκε και με ένα οικονομικό σκάνδαλο της ίδιας περιόδου, οδηγώντας κάποιους να υποστηρίξουν ακόμη και ότι ο ίδιος συμμετείχε σε προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όλο αυτό έγινε σε μια εποχή που οι διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική είχαν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα εμφανείς.

Εκτός κυβέρνησης πλέον, το 1882, ο Όκουμα ίδρυσε το Κόμμα Συνταγματικής Μεταρρύθμισης (立憲改進党). Την ίδια χρονιά ίδρυσε και τη σχολή Τόκιο Σένμον Γκάκο (東京専門学校), στην περιοχή Ουασέντα του Τόκιο. Η σχολή έγινε αργότερα το Πανεπιστήμιο Ουασέντα, ένα από τα πλέον γνωστά πανεπιστήμια της χώρας σήμερα.

Το 1888 κλήθηκε (ύστερα από πρόταση του Ιτό, τότε πρωθυπουργού) να υπηρετήσει ως υπουργός εξωτερικών, αναλαμβάνοντας να διαπραγματευτεί με τις δυτικές δυνάμεις την αναθεώρηση των λεγόμενων «άνισων συνθηκών (不平等条約)», οι οποίες είχαν συναφθεί μετά το άνοιγμα των συνόρων κατά την περίοδο Έντο (1603-1868). Η πρόταση του Όκουμα φαίνεται πως δεν ικανοποίησε το κοινό και προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις. Το 1889, ο Όκουμα μάλιστα δέχτηκε επίθεση από ένα μέλος της εθνικιστικής οργάνωσης Γκενγιόσα (Εταιρεία του Σκοτεινού Ωκεανού -玄洋社), το οποίο έριξε μια βόμβα ακριβώς κάτω από την άμαξα του. Ως αποτέλεσμα, το δεξί του πόδι ακρωτηριάστηκε στο ισχίο και ξεκίνησε να χρησιμοποιεί προσθετικό πόδι11. Στη συνέχεια, αποσύρθηκε από την πολιτική.

Επέστρεψε ωστόσο, το 1896, οργανώνοντας το Προοδευτικό Κόμμα (進歩党) (συγχωνεύοντας το Κόμμα Συνταγματικής Μεταρρύθμισης με άλλα μικρά κόμματα). Το επόμενο έτος διετέλεσε ταυτόχρονα υπουργός εξωτερικών και υπουργός γεωργίας και εμπορίου. Παραιτήθηκε όμως σύντομα λόγω πολιτικών διαφωνιών με άλλα μέλη της κυβέρνησης.

Το 1898, το κόμμα του συγχωνεύτηκε με το Φιλελεύθερο Κόμμα (自由党) του Ιταγκάκι Τάισουκε (板垣 退助, 1837 -1919), σχηματίζοντας το Συνταγματικό Κόμμα (憲政党), ο Όκουμα ορίστηκε πρωθυπουργός και κλήθηκε να σχηματίσει το πρώτο κομματικό υπουργικό συμβούλιο στην ιαπωνική ιστορία. Το νέο υπουργικό συμβούλιο «επέζησε» μόνο για τέσσερις μήνες, προτού διαλυθεί λόγω εσωτερικών διαφωνιών. Ο Όκουμα παρέμεινε επικεφαλής του τμήματος του κόμματος (τώρα ως 憲政本党) μέχρι το 1907, οπότε και παραιτήθηκε.

Φαίνεται ότι τμήμα του κόμματος έβλεπε την αντιδραστική του πολιτική στάση ως εμπόδιο για την άνοδο του κόμματος στην εξουσία. Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο Όκουμα δήλωσε πως η παραίτηση από την προεδρία του κόμματος δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση την εγκατάλειψη του, ενώ και ο ίδιος δεν σκόπευε να εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική. «Είμαι γέρος, αλλά θα συνεχίσω να αγωνίζομαι. Από σεβασμό προς το έθνος μας και τον αυτοκράτορα, θα παραμείνω στην πολιτική μέχρι να πεθάνω. Η πολιτική είναι η ζωή μου. Μπορείτε να με διώξετε από το κόμμα, αλλά όχι από το λειτούργημά μου […] Είναι δικαίωμά μου σύμφωνα με το σύνταγμα […] Ενώ θα υπακούω στον αυτοκράτορα και στον νόμο, καμία δύναμη στη γη δεν μπορεί να περιορίσει την ελευθερία της δράσης μου ως άτομο […] Αν προκύψουν προβλήματα, θα αγωνιστώ ακόμα πιο σκληρά. Τα προβλήματα είναι φίλοι μου. Δεν με αναστατώνουν».

Ο Όκουμα κατέβαλε πάντα μεγάλες προσπάθειες να παραμείνει στο επίκεντρο της δημοσιότητας, ακόμα και μετά την αποχώρησή του από το κόμμα. Ήταν γνωστός για τις δυναμικές του δημόσιες πολιτικές ομιλίες. Κατά την ίδρυση του πρώτου του κόμματος απηύθυνε έκκληση στον λαό για υποστήριξη προκειμένου να αντιταχθεί στην κλίκα των Σάτσουμα και Τσόσιου. Κάποιοι μελετητές του υποστηρίζουν ότι, ιδίως τα χρόνια που βρισκόταν εκτός πολιτικής σκηνής, οι ομιλίες του προς το έθνος έγιναν ο μόνος τρόπος για τον Όκουμα να ικανοποιήσει τη σφοδρή επιθυμία του για εξουσία. Περιγράφεται ως ένας λαϊκιστής και χαρισματικός ρήτορας, στον οποίο τίποτα δεν έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη δυναμική υποδοχή και το βροντερό χειροκρότημα ενός μεγάλου πλήθους στις ομιλίες του ή τον θαυμασμό των καλεσμένων του που συνωστίζονταν στην αίθουσα υποδοχής της κατοικίας του στη Ουασέντα. Πολλές από τις δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν συχνά τολμηρές και μεγαλοπρεπείς, αλλά ταυτόχρονα πολλοί τις έβρισκαν ρηχές και ανεύθυνες. Ο Όκουμα λέγεται πως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο πώς οι ακροατές του θα ερμήνευαν τα λόγια του, με αποτέλεσμα, ιδίως στις πολιτικές του ομιλίες, να μιλά για δεσμεύσεις που δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει.

Το 1914, σε μια περίοδο πολιτικής αναταραχής (ιδίως λόγω ενός σκανδάλου δωροδοκιών με την εταιρεία Siemens) του ζητήθηκε να αναλάβει και πάλι πρωθυπουργός. Εκείνος φαίνεται ότι δέχθηκε τον διορισμό με μεγάλη ικανοποίηση. Το βράδυ πριν από την τελετή στο αυτοκρατορικό παλάτι για την επισημοποίηση του διορισμού του, εμφανίστηκε μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος δημοσιογράφων στην κατοικία του στη Ουασέντα, δηλώνοντας: «Κύριοι, εμπιστευθείτε με. Το υπουργικό μου συμβούλιο θα ικανοποιήσει πλήρως τις προσδοκίες σας. Δεν υπάρχουν αδύναμοι στρατιώτες κάτω από έναν γενναίο στρατηγό. Μην ξεχνάτε ότι το νέο υπουργικό συμβούλιο είναι υπουργικό συμβούλιο του Όκουμα». Έμεινε στη θέση έως τον Φθινόπωρο του 1916, οπότε και παραιτήθηκε.

Κατά την τελευταία του αυτή θητεία ήρθε αντιμέτωπος με διάφορα δύσκολα ζητήματα, σε εσωτερικό και εξωτερικό. Σύντομα μετά τον διορισμό του, η χώρα ενεπλάκη στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1915 η κυβέρνηση κατέθεσε τα «Είκοσι ένα αιτήματα προς την Κίνα (対華21ヶ条要求)»12. Το 1915 διεξήχθησαν εκλογές και ο Όκουμα διατήρησε τη θέση του ωστόσο, ένα νέο σκάνδαλο διαφθοράς (Σκάνδαλο Όουρα -大浦事件) προκάλεσε την οργή του λαού. Παρά τις «φωνές» που ζητούσαν την παραίτησή του, ο Όκουμα παρέμεινε στη θέση του έως τον Οκτώβρη του 1916. Αργότερα, θα δήλωνε πως «Κοιτάζοντας πίσω στην καριέρα μου, στο μεγαλύτερο της τμήμα ήταν μια ιστορία αποτυχίας και παραπατήματος».

Αποσύρθηκε πλέον οριστικά από την πολιτική και πέρασε τα επόμενα χρόνια στην οικία του στην Ουασέντα. Πέθανε το 1922, σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών. Η κηδεία του υπήρξε μεγαλοπρεπής και λέγεται ότι 300.000 άνθρωποι την παρακολούθησαν, στο πάρκο Χιμπίγια του Τόκιο. Του απονεμήθηκαν επίσης τίτλοι και τιμές μετά θάνατον.

Ο Όκουμα παντρεύτηκε δύο φορές. Με την πρώτη του σύζυγο απέκτησε το μοναδικό του βιολογικό παιδί, ενώ το διαζύγιο του εκδόθηκε το 1874. Το 1869 έλαβε χώρα ο δεύτερος του γάμος. Η καθημερινή του ζωή φαίνεται πως ήταν προσεκτικά ρυθμισμένη, ενώ ο ίδιος έδινε μεγάλη προσοχή στην υγεία του13. Λέγεται ότι ήταν γνωστός για το εύρος των γνώσεών του. Διάβαζε πολύ, ενώ είχε επίσης ασυνήθιστα καλή μνήμη. Ήταν λάτρης της μεγαλοπρέπειας και του άρεσε να την επιδεικνύει.

Όκουμα Σιγκενόμπου. Φωτ.: Japan National Diet Library’s website (https://www.ndl.go.jp/en/index.html)

Περιγράφεται ως δυναμικός, εξωστρεφής, αποφασιστικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αλλά ταυτόχρονα ως αναίσθητος και ρηχός, με έντονη επιθυμία για κυριαρχία και εξουσία. Κάποιοι μελετητές αποδίδουν την αποτυχία του να διατηρήσει στενή επαφή με άλλες ηγετικές φιγούρες της εποχής και να αποκτήσει πιστούς ακόλουθους στην προσωπικότητά του. Ένας σύγχρονός του είχε δηλώσει πως «οι λαμπρές ιδέες του ήταν συχνά ανεφάρμοστες» και πως ήταν «άνθρωπος των λόγων και όχι της δράσης», «ελπίζοντας σε γρήγορη φήμη» και αμελής στον «ενδελεχή και λεπτομερή σχεδιασμό». Κάποιος άλλος υποστήριζε ότι ο κόσμος τον επαινούσε ως σπουδαίο και δυνατό, αλλά κανείς δεν τον αγαπούσε.

Ο Όκουμα υπήρξε μία σημαντική προσωπικότητα της περιόδου Μέιτζι. Προερχόμενος από μια επαρχία η οποία δεν συνδεόταν με τη νέα διοίκηση του έθνους, κατάφερε να γίνει απαραίτητο κομμάτι της. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους πολιτικούς ηγέτες της περιόδου, ο ίδιος δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό. Αντιμετωπίστηκε ωστόσο, ως ένας από τους καταλληλότερους για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονταν με ξένα έθνη, ενώ το όνομά του συνδέθηκε με σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων της χώρας. Παράλληλα ήταν ηγετική φιγούρα του κινήματος για την Ελευθερία και τα Δικαιώματα (自由民権運動).

Πολλοί τον αντιλαμβάνονται σήμερα σαν ένα εξαιρετικά αγαπητό από τον λαό της εποχής πολιτικό. Άλλοι υποστηρίζουν πως η δημοφιλία του περιοριζόταν στους δημοσιογραφικούς κύκλους. Ένας επικριτής του υποστήριξε πως ο Όκουμα, ως αριστοκράτης, προσπαθούσε σκληρά να γίνει αρεστός στο λαό, κάτι το οποίο θα άρεσε μόνο σε όσους εξακολουθούσαν να αισθάνονται νοσταλγία και σεβασμό για την αριστοκρατία. Ο ίδιος ωστόσο, δεν μπορούσε να «καταλάβει πραγματικά την καρδιά των απλών ανθρώπων».

Υποσημειώσεις

1 Η Σάγκα ήταν μία από τις δύο επαρχίες/φατρίες που ήταν υπεύθυνες για τον έλεγχο των ξένων πλοίων στο λιμάνι του Ναγκασάκι. Η Ιαπωνία, λίγο μετά την έναρξη της περιόδου Έντο (1603-1867), υιοθέτησε ένα σύστημα απομονωτισμού θα έλεγε κανείς, κλείνοντας τα σύνορά της, πέρα λίγων εμπορικών διαδρόμων στο Ναγκασάκι, το Έζο (βόρειο τμήμα του σημερινού Χοκάιντο) και το Βασίλειο Ριούκιου (σημερινή Οκινάουα).
2 Τα χρόνια εκείνα τα ολλανδικά αποτελούσαν τη «διεθνή γλώσσα» στην Ιαπωνία.
3 Σχολή σκέψης που αναπτύχθηκε στη Μίτο, την εποχή του σόγκουν Τοκουγκάουα Μιτσουκούνι (徳川 光圀, 1628-1700) και αναπτύχθηκε με τα χρόνια. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη του Σίν’το και της ιστορίας. Αποτέλεσμα των μελετών αυτών ήταν η σύνταξη του έργου Ντάι Νιχόν-σι (大日本史, Σπουδαία Ιστορία της Ιαπωνίας). Η Μιτογκάκου αποτέλεσε τη θεωρητική βάση του κινήματος Σον’νο Τζόι (尊王攘夷, τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων). Κατηγορούνταν συχνά πως προωθούσαν την ανατροπή του σογκουνάτου και την επιστροφή στην άμεση αυτοκρατορική κυριαρχία.
4 Λέγεται ότι το Νταϊχίμ’πό ιδρύθηκε για να παρέχει χρηματοδότηση για τις αγορές πολεμικών πλοίων, όπλων και άλλων αγαθών της επαρχίας από το εξωτερικό.
5 Θα ήταν χρήσιμο να δούμε λίγο τα ιστορικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την πολυτάραχη αυτή περίοδο. Η Ιαπωνία, λίγο μετά την έναρξη της περιόδου Έντο (1603-1867), υιοθέτησε ένα σύστημα απομονωτισμού θα έλεγε κανείς, κλείνοντας τα σύνορά της, πέρα λίγων εμπορικών διαδρόμων. Ο 19ος αιώνας ωστόσο, έφερε μαζί του αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις για το άνοιγμα των συνόρων και τη σύναψη εμπορικών-πολιτικών συνθηκών. Το αποκορύφωμα αυτών ήταν η έλευση, το 1853 (και ξανά το 1854), στα στενά της Ουράγκα (ουσιαστικά την είσοδο για το Έντο), του Αμερικανού αρχιπλοίαρχου Μάθιου Πέρρυ και των λεγόμενων «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουρομπούνε) που τον συνόδευαν, η οποία έκανε ξεκάθαρο στους ιάπωνες πως η πολιτική αυτή του απομονωτισμού δεν θα μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί, στο νέο διεθνές σκηνικό. Η αδυναμία μιας κεντρικής εξουσίας να απαντήσει ξεκάθαρα στην απειλή ήταν φανερή και έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από εσωτερικές διαφωνίες, διαμάχες και σύγχυση για το ποια πορεία θα έπρεπε η χώρα να ακολουθήσει. Ήταν μια εποχή που η δυσπιστία και η ανησυχία στο εσωτερικό ήταν έντονες, ενώ η πολιτική ζωή βρισκόταν σε αναβρασμό. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε, σε ένα ευρύ φάσμα των ιαπωνικών πληθυσμιακών στρωμάτων, η απαίτηση του εκδιωγμού των ξένων στο όνομα του αυτοκράτορα. Η πλέον γνωστή μορφή αυτής της ιδέας εκφράστηκε στο κίνημα Σον’νο Τζόι (尊王攘夷, τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων).
6 Για μικρό χρονικό διάστημα είχε τοποθετηθεί σε διοικητική θέση στο Ναγκασάκι.
7 Μαζί του στις διαπραγματεύσεις ήταν και ο λόγιος Τανιγκούτσι Ράν’ντεν (谷口 藍田, 1822-1902).
8 Αργότερα (1873) η απαγόρευση του Χριστιανισμού ήρθη.
9 Συχνά αναφέρεται ότι δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις επί του θέματος ωστόσο, θεωρήθηκε ο μόνος δυνατός υποψήφιος, ιδίως σε διπλωματικό επίπεδο.
10 Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι την περίοδο αυτή ο Όκουμα άρχισε να γίνεται στόχος άλλων υψηλόβαθμων πολιτικών προσώπων (προερχόμενων από τις Σάτσουμα-Τσόσιου) της εποχής, οι οποίοι έβλεπαν την άνοδό του ως απειλή. Στο πλαίσιο αυτό προώθησαν λ.χ. τον διαχωρισμό των «υπουργείων» οικονομικών και εσωτερικών υποθέσεων το 1870, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής του.
11 Μια ιστορία θέλει τον Όκουμα να δηλώνει: «Χαίρομαι που τραυματίστηκα από μια προοδευτική δυτική εφεύρεση και όχι από ένα σπαθί ή κάποιό άλλο παλιομοδίτικο εργαλείο». Μια άλλη τον θέλει μετά το χειρουργείο και ανακτώντας τις αισθήσεις του από την αναισθησία, να λέει στον γιατρό ότι η απώλεια του ποδιού του θα βελτίωνε την υγεία του, αφού όλο το αίμα που προηγουμένως πήγαινε εκεί θα πήγαινε τώρα σε άλλα μέρη του σώματός του.
12 Ένα σύνολο απαιτήσεων που υποβλήθηκαν από την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας προς την κυβέρνηση της Κίνας, κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου (1915), οι οποίες θα επέκτειναν σε μεγάλο βαθμό την ιαπωνική επιρροή στην Κίνα. Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανάγκασαν την Ιαπωνία να εγκαταλείψει κάποιες από αυτές.
13 Είχε μια περίφημη θεωρία για τη διάρκεια ζωής των 125 ετών, την οποία του άρεσε να εξηγεί. Σύμφωνα με τους φυσιολόγους, υποστήριζε, το προσδόκιμο ζωής ενός ζώου είναι πενταπλάσιο από το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να φτάσει στην ωριμότητα. Εάν συνεπώς θεωρούταν ότι οι άνθρωποι έφταναν στην ωριμότητα στα είκοσι πέντε τους χρόνια, τότε θα έπρεπε να ζουν πέντε φορές την ηλικία αυτή. «Η διάρκεια ζωής μπορεί να συναχθεί μαθηματικά. Το να πεθάνει κανείς πριν τα 100 ή ακόμα και τα 110, δεν είναι σαν αφύσικη καταστροφή μιας ζωής πριν από τον κατάλληλο χρόνο λήξης της;» έλεγε, σχετικά.
Μαρία Γκουνγκόρ
Μαρία Γκουνγκόρ
Η Μαρία Γκουνγκόρ γεννήθηκε το 1990. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτoρας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έρευνά της αφορά στην ιστορία της οικονομικής σκέψης της Ιαπωνίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Η αναδημοσίευση περιεχομένου του GreeceJapan.com (φωτογραφιών, κειμένου, γραφικών) δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων έγγραφη άδεια του GreeceJapan.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ