Οκούμπο Τοσίμιτσι

Οκούμπο Τοσίμιτσι (1830-1878). Φωτ.: Japan National Diet Library’s website (https://www.ndl.go.jp/en/index.html)

Ο Οκούμπο Τοσίμιτσι υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της περιόδου Μέιτζι. Βασική φιγούρα στις εξελίξεις πριν την Παλινόρθωση, υπήρξε ένας πολύ σημαντικός πολιτικός τα πρώτα χρόνια της περιόδου Μέιτζι, όταν και προώθησε σειρά μεταρρυθμίσεων. Συχνά, οι μελετητές του αναφέρονται στην αποφασιστικότητα (ή ακόμα και αυταρχισμό) με την οποία ο Οκούμπο εργάστηκε για τον εκμοντερνισμό της χώρας και την απαλλαγή της από παραδόσεις που θεωρούνταν εμπόδιο στη νέα πραγματικότητα. Η πολυτάραχη ζωή του έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συγγραμμάτων, σεναρίων σειρών και ταινιών, άνιμε και μάνγκα.

Ο Οκούμπο Τοσίμιτσι (大久保 利通) γεννήθηκε (ως Σόκεσα -正袈裟)1 το 1830, στην Καγκοσίμα της επαρχίας Σατσούμα (σήμερα ως νομός Καγκοσίμα). Όταν ήταν ακόμη μικρός, μετακόμισαν με την οικογένειά του στην περιοχή Κατζίγια. Ο πατέρας του ήταν χαμηλόβαθμος σαμουράι στην υπηρεσία του ισχυρού και ιστορικού οίκου Σιμάζου (島津氏), ντάιμιο (τοπικός ηγεμόνας) της Σατσούμα. Ο Οκούμπο ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας.

Έλαβε την τυπική εκπαίδευση σαμουράι, υπό το σύστημα που η Σατσούμα εφάρμοζε. Στο πλαίσιο αυτό, παρακολούθησε το βασικό σχολείο σαμουράι της επαρχίας (藩校), το λεγόμενο Ζόσικαν (造士館), όπου μεταξύ άλλων, φοιτούσε και ο λίγο μεγαλύτερός του ηλικιακά (αλλά και σωματικά!) Σάιγκο Τακαμόρι (西郷隆盛, 1828-1877). Εκπαιδεύτηκε στην ξιφασκία, τις κλασικές κινεζικές σπουδές, αλλά και τον βουδισμό Ζεν. Έχοντας ευαίσθητο στομάχι, δεν μπορούσε να αναδειχθεί στις πολεμικές τέχνες ωστόσο, ήταν καλός στην ανάγνωση και τα θεωρητικά θέματα και έτσι, διέπρεψε στις σπουδές του.

Από το 1846 τοποθετήθηκε ως βοηθητικός υπάλληλος (書役助) στο τμήμα αρχείων της επαρχίας (藩の記録所) ωστόσο, το 1850 ενεπλάκη, μαζί με τον πατέρα του, σε μια εσωτερική διαμάχη του οίκου των Σιμάζου (γνωστή ως «Αναταραχή Ογιούρα -お由羅騒動»), εκδιώχθηκε από τη θέση αυτή και τέθηκε σε κατ’οίκον περιορισμό. Η οικογένεια βρέθηκε σε δύσκολη θέση και για κάποιο καιρό, δύσκολα τα έβγαζε πέρα2.

Τα πράγματα άλλαξαν όταν άλλαξε η κεφαλή του οίκου των Σιμάζου, οπότε και ο Οκούμπο επανήλθε στη θέση του (1853). Το 1857, μαζί με τον Σάιγκο ορίστηκαν επιθεωρητές (徒目付). Οι δυο τους είχαν καταφέρει να εδραιωθούν στις τάξεις των σαμουράι της Σατσούμα και είχαν μάλιστα φτιάξει μια ομάδα σαμουράι, υπό το όνομα Σεϊτσιουγκούμι (精忠組)3. Οι Οκούμπο και Σάιγκο είχαν την υποστήριξη του ντάιμιο, Σιμάζου Ναριάκιρα (島津 斉彬, 1809-1858). Το 1859, όταν ο Σάιγκο βρέθηκε στην εξορία, ο Οκούμπο ανέλαβε ηγετικό ρόλο στις τάξεις των σαμουράι αυτών, κερδίζοντας σταδιακά και την εκτίμηση4 του Χισαμίτσου (島津 久光, 1817-1887), πατέρα του νεαρού ντάιμιο, Τανταγιόσι (島津忠義, 1840-1897), που είχε διαδεχθεί τον Ναριάκιρα.

Το 1860 έγινε υποδιοικητής του λογιστικού τμήματος της επαρχίας. Το 1862 ενεπλάκη στις υποθέσεις της επαρχίας στο Κιότο, όπου ήταν η έδρα του αυτοκράτορα και συμμετείχε στους χειρισμούς της επαρχίας στα πολιτικά ζητήματα της περιόδου. Την ίδια χρονιά, φαίνεται πως ήταν και εκείνος που έπεισε τον Σάιγκο να επιστρέψει από την εξορία (για να εξοριστεί εκ νέου λίγο αργότερα).

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος πολιτικής αναταραχής, όπου οι διάφορες επαρχίες (με την Σατσούμα να είναι μία από τις κυριότερες «παίχτριες» εδώ) «πάλευαν» για να αυξήσουν την επιρροή τους και να προωθήσουν τους σκοπούς τους. Αρχικά, σαμουράι όπως ο Οκούμπο υποστήριζαν την περίοδο αυτή τη λεγόμενη πολιτική «κόμπου γκατάι (公武合体)», η οποία ήταν υπέρ της ένωσης της αυτοκρατορικής με την στρατιωτική ηγεσία. Ήδη το 1863 ο Οκούμπο είχε ανέλθει σε μία από τις πλέον κεντρικές θέσεις της επαρχίας και τον επόμενο χρόνο, όταν και ζητήθηκε ξανά η επιστροφή του Σάιγκο, οι δυο τους ανέλαβαν σημαντική ηγετική δράση, κινητοποιώντας τους σαμουράι της Σατσούμα, οι οποίοι βρίσκονταν στο κέντρο των εξελίξεων. Σημαντική ήταν και η συνεργασία, τα χρόνια αυτά, του Οκούμπο με τον ευγενή Ιουακούρα Τομόμι (岩倉 具視, 1825-1883).

Την περίοδο 1866-9 ο Οκούμπο εγκαταστάθηκε κυρίως στο Κιότο, και ήταν αρκετά δραστήριος στις πολιτικές διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώρα και στις συζητήσεις με άλλες επαρχίες. Πραγματοποίησε επίσης, αρκετά ταξίδια εκτός Κιότο σε αυτά τα χρόνια. Ταξίδεψε λ.χ. συχνά στην Όσακα (τουλάχιστον οκτώ φορές), για πολιτικά ζητήματα. Αργότερα μάλιστα, θα πρότεινε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από το Κιότο στην Όσακα.

Το 1866, οι επαρχίες Σατσούμα και Τσόσιου συμφώνησαν να ακολουθήσουν κοινή πορεία, σε μια κίνηση εξαιρετικής σημασίας για την πορεία της χώρας. Σε αυτή τη φάση, η κυβέρνηση αντιμετωπιζόταν πλέον ως εμπόδιο από την ηγεσία της Σατσούμα. Έτσι, οι Οκούμπο και Σάιγκο από την πλευρά της Σατσούμα και ο Κιντό Τακαγιόσι (木戸 孝允, 1833-1877) από την πλευρά της Τσόσιου, με τη μεσολάβηση του Σακαμότο Ριόμα (坂本 龍馬, 1836-1867), υπήρξαν οι βασικές φιγούρες μιας συμμαχίας με σκοπό την πτώση του σογκουνάτου (την λεγόμενη Σάτσιο Συμμαχία – 薩長同盟). Το 1867, ο Οκούμπο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άρνηση της Σατσούμα να συμμετάσχει στη λεγόμενη «2η εκστρατεία κατά της Τσόσιου», στην οποία οι κυβερνητικές δυνάμεις υπέστησαν βαριά ήττα και με το κλίμα να έχει αλλάξει, το σογκουνάτο γρήγορα κατέρρευσε. Η Παλινόρθωση Μέιτζι, όπου η εξουσία επέστρεψε πάλι στα χέρια του αυτοκράτορα –ή μάλλον στα χέρια των ισχυρών ανδρών επαρχιών όπως οι Σατσούμα και Τσόσιου- ήταν πλέον γεγονός.

Τον Ιανουάριο του 1868 επομένως, ανακοινώθηκε η αποκατάσταση της εξουσίας στα χέρια του Αυτοκράτορα (γνωστή ως «Παλινόρθωση Μέιτζι»). Όπως ήταν αναμενόμενο, ξέσπασαν μάχες μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες και συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες (πόλεμος Μποσίν -戊辰戦争). Αυτές ωστόσο, περιορίστηκαν και συνοδεύτηκαν από την λεγόμενη «μη αιματηρή παράδοση» του κάστρου στο Έντο, η οποία συμφωνήθηκε ύστερα από διαπραγμάτευση του Σάιγκο με τον εκπρόσωπο του Σογκουνάτου, Κάτσου Καϊσού (勝 海舟, 1823-1899).

Ο Οκούμπο παρέμεινε στο κέντρο των εξελίξεων και μετά την Παλινόρθωση. Έγινε σύμβουλος (1869) στη νέα κυβέρνηση και συνέβαλε σημαντικά στις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα επόμενα χρόνια. Από τις πλέον σημαντικές ήταν βεβαίως η «επιστροφή» των εδαφών και των πληθυσμών που ζούσαν σε αυτές στον αυτοκράτορα (η λεγόμενη μεταρρύθμιση «χάνσεκι χόκαν -版籍奉還»), καθώς και η κατάργηση των επαρχιών (χαν -藩) και η αντικατάστασή τους με νομούς (η λεγόμενη μεταρρύθμιση «χάιχαν τσίκεν -廃藩置県»). Έτσι, ο Όκουμπο ήταν ένας από εκείνους που συνέβαλαν καθοριστικά στην καθιέρωση ενός συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης κατά την περίοδο Μέιτζι (1868-1912). Το 1871 διορίστηκε στη θέση αντίστοιχη του υπουργού οικονομικών (大蔵卿).

O Οκούμπο (δεξιά) στην «Αποστολή Ιουακούρα». Wikipedia

Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην λεγόμενη «Αποστολή Ιουακούρα (岩倉使節団, 1871-73)», κατά την οποία ομάδα Ιαπώνων (μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως η Τσουντά Ούμεκο, ο Ιτό Χιρομπούμι, ο Κιντό κ.α.), ταξίδεψε σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για εκπαιδευτικούς και διπλωματικούς σκοπούς (όπως η διαπραγμάτευση των άνισων συνθηκών που υπεγράφησαν την δεκαετία του 1850 με χώρες της Δύσης). Η αποστολή σκοπό είχε να μελετήσει την κατάσταση σε κάθε τόπο: τα πολιτικά συστήματα, τις οικονομίες, τις σύγχρονες βιομηχανικές τεχνολογίες και γενικότερα, τον δυτικό πολιτισμό. Στη διάρκεια αυτής, ο Οκούμπο επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία5. Τότε ήταν που πείστηκε ακόμη περισσότερο για τη σημασία της εσωτερικής ισχυροποίησης της χώρας.

Το 1873, στην Ιαπωνία πλέον, ήρθε σε αντιπαράθεση με μέλη της κυβέρνησης όπως ο Σάιγκο και ο Ιταγκάκι Τάισουκε (板垣 退助, 1837-1919), οι οποίοι υποστήριζαν μια βίαιη εκστρατεία κατά της Κορέας. Ο Οκούμπο διαφωνούσε με μια τέτοια κίνηση. Ήταν πιο σημαντικό να επικεντρωθούν στην εσωτερική αναδιοργάνωση, ούτως ώστε να μπορούν στο μέλλον να αντιμετωπίσουν τις εξωτερικές προκλήσεις, πίστευε. Η στιγμή δεν ήταν σωστή και το ρίσκο μεγάλο. Μαζί του τάχθηκαν και οι Κιντό και Ιουακούρα. Η θέση τους υπερίσχυσε και μεταξύ άλλων, ο Σάιγκο εγκατέλειψε την κυβέρνηση.

Παράλληλα, την ίδια χρονιά, ο Οκούμπο ανέλαβε την ηγεσία του νεοσύστατου Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων (内務省), μια θέση μπορούμε να πούμε, αντίστοιχη του σημερινού πρωθυπουργού, η οποία τον έφερε στην κορυφή της κυβέρνησης, της οποίας έτσι ανέλαβε τον έλεγχο. Από τη θέση αυτή, ο Οκούμπο συμμετείχε ενεργά στον εκσυγχρονισμό της χώρας, προχωρώντας σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίζοντας τη φορολογία της γης και προωθώντας τη βιομηχανική ανάπτυξη, υπό το σύνθημα «φούκοκου κιόχεϊ -富国強兵» (πλούσιο έθνος, ισχυρός στρατός).

Τον επόμενο χρόνο (1874), ήταν απασχολημένος με την καταστολή της εξέγερσης στη Σάγκα (佐賀の乱)6, ενώ μετά την εκστρατεία στην Ταϊβάν, ταξίδεψε στην Κίνα για τις διπλωματικές διαβουλεύσεις που ακολούθησαν.

Το 1877, ξέσπασε η λεγόμενη «εξέγερση της Σατσούμα» (ή όπως ο ιαπωνικός όρος «西南戦争» εκφράζει, ο «Νοτιοδυτικός Πόλεμος»). Της εξέγερσης ηγήθηκε ο Σάιγκο. Ο Οκούμπο, ως κορυφαίος της κυβέρνησης, ανέλαβε από το Κιότο τη διοίκηση των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο πόλεμος Σέιναν ήταν μια εξέγερση δυσαρεστημένων σαμουράι, οι οποία είχαν πέσει σε δυσμένεια ύστερα από την Παλινόρθωση Μέιτζι . Η Καγκοσίμα και το Κουμαμότο ήταν τα κύρια πεδία μάχης, αλλά ο Οκούμπο φαίνεται πως δεν βρέθηκε εκεί, διοικώντας τα κυβερνητικά στρατεύματα από το Κιότο και την Όσακα.

Η εξέγερση καταπνίγηκε και ο Σάιγκο πέθανε στη μάχη. Ο θάνατος του, φαίνεται πως στοίχισε αρκετά στον Οκούμπο. «Κανείς δεν γνωρίζει τον Σάιγκο Τακαμόρι τόσο καλά όσο εγώ (自分ほど西郷隆盛を知っている者はいない)» είχε δηλώσει αργότερα. Ο θάνατός του, σήμανε τη γέννηση μιας νέας, ισχυρής Ιαπωνίας, προσέθετε. Πολλοί είναι οι ερευνητές οι οποίοι θεωρούν πως η ζωή του Οκούμπο χαρακτηρίστηκε από τη σχέση του με τον Σάιγκο. Κάποιοι, θεωρούν πως ήταν ο Οκούμπο εκείνος ο οποίος ήξερε πώς να δώσει χώρο και ευκαιρίες στον Σάιγκο να αναδειχθεί. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως οι ζωές τους υπήρξαν αλληλένδετες.

Λίγους μήνες μετά, την ίδια χρονιά (1877), πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία του Οκούμπο, η 1η Εθνική Βιομηχανική Έκθεση (内国勧業博覧会), στο πάρκο Ουένο του Τόκιο. Σκοπός της έκθεσης ήταν η βιομηχανική ανάπτυξη. Παρουσιάζοντας νέες τεχνολογίες από τη Δύση, οι οποίες θα μπορούσαν να «βελτιώσουν» την υπάρχουσα τεχνολογία της Ιαπωνίας, η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας θα μπορούσε να επιταχυνθεί. Και παρ’όλο που όπως θα δήλωνε λίγο αργότερα ο Οκούμπο, η έκθεση ήταν αποτυχία από οικονομική άποψη, υπήρξε χρήσιμη για τον βιομηχανικό κόσμο και αποτέλεσε πρότυπο για τις επόμενες εκθέσεις7.

Τον επόμενο χρόνο (1878), έλαβε χώρα το «Περιστατικά Κιοϊζάκα (紀尾井坂の変)». Καθώς ο Οκούμπο κατευθυνόταν, με άμαξα, από την κατοικία του προς την αυτοκρατορική οικία, δολοφονήθηκε βίαια από ομάδα έξι δυσαρεστημένων σαμουράι (από τους νομούς Ισικάουα και Σίμανε), οι οποίοι του είχαν στήσει ενέδρα, με πιο γνωστό μεταξύ αυτών τον Σιμάντα Ιτσίρο ( 島田 一郎, 1848-1878). Ο Οκούμπο έφερε τραύματα σε συνολικά 16 σημεία, σε όλο του το σώμα (οκτώ στο κεφάλι)8. Στην επιστολή που παρέδωσαν οι δράστες (斬奸状)9 ανέφεραν πέντε σημεία κυβερνητικής κακοδιαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της καταστολής των πολιτικών δικαιωμάτων και της κατάχρησης κρατικών κονδυλίων. Οι έξι φυλακίστηκαν (αφού παραδόθηκαν) και αποκεφαλίστηκαν δύο μήνες αργότερα. Η κηδεία του Οκούμπο ήταν η πρώτη κηδεία με δημόσια δαπάνη στη σύγχρονη ιαπωνική ιστορία.

Ο Οκούμπο περιγράφεται ως μια ήρεμη και επιβλητική φιγούρα, στην οποία λίγοι ήταν σε θέση να αντιμιλήσουν. Ο Ιτό (αργότερα 4 φορές πρωθυπουργός) λέγεται πως είχε δηλώσει μάλιστα ότι τον φοβόταν λίγο. Ο Οκούμπο, περιγράφεται ακόμη ως μεθοδικός, οξυδερκής, ψυχρός αλλά και ιδιαίτερα αξιοπρεπής. Παρά την κατηγορία των δολοφόνων του για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, ο Όκουμπο φαίνεται πως δεν αποθησαύριζε υλικά αντικείμενα, ενώ ξόδεψε την προσωπική του περιουσία σε μη χρηματοδοτούμενα δημόσια έργα, τα οποία θεωρούσε ο ίδιος αναγκαία10. Πίστευε επίσης, βαθιά στην αξιοκρατία. Στο σπίτι, λέγεται πως ήταν ένας στοργικός και ευγενικός πατέρας για τα παιδιά του11. Τέλος, ήταν βαρύς καπνιστής και λέγεται πως ήταν πολύ προσεκτικός-επιλεκτικός στο τι έτρωγε.

Αδιαμφισβήτητα, ο Οκούμπο υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της περιόδου Μέιτζι. Βασική φιγούρα στις εξελίξεις πριν την Παλινόρθωση, υπήρξε ένας πολύ σημαντικός πολιτικός τα πρώτα χρόνια της περιόδου Μέιτζι, όταν και προώθησε σειρά μεταρρυθμίσεων. Συχνά, οι μελετητές του αναφέρονται στην αποφασιστικότητα (ή ακόμα και αυταρχισμό) με την οποία ο Οκούμπο εργάστηκε για τον εκμοντερνισμό της χώρας και την απαλλαγή της από παραδόσεις που θεωρούνταν εμπόδιο στη νέα πραγματικότητα. Η πολυτάραχη ζωή του έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συγγραμμάτων, σεναρίων σειρών και ταινιών, άνιμε και μάνγκα.

Ο Οκούμπο, μαζί με τους Σάιγκο και Κιντό, είναι γνωστοί ως οι «Τρεις Επιφανείς της Παλινόρθωσης (維新の三傑)». Το 1878, οι τρεις αυτές ηγετικές φυσιογνωμίες της Παλινόρθωσης Μέιτζι, είχαν πλέον φύγει από τη ζωή και άρα, την πολιτική σκηνή της χώρας. Ο Ιτό Χιρομπούμι ήταν αυτός που θα βρισκόταν τώρα στην κορυφή της κυβέρνησης. Η Ιαπωνία είχε εισέλθει σε μια νέα φάση της ιστορίας της.

Υποσημειώσεις

  1.  Όπως ήταν σύνηθες, χρησιμοποίησε πολλά ονόματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κατά την «ενηλικίωση» του (δηλαδή ύστερα από την τελετή γκενπουκου -元服), το 1844, υιοθέτησε το Σόοσουκε (正助), μετά το Ριζάι (利済), το 1862 του δόθηκε από τον Χισαμίτσου, το όνομα Ίτσιζο (一蔵) και το 1865 το υιοθέτησε το Τοσίμιτσι (利通).
  2. Λέγεται ότι ο Σάιγκο προσέφερε σημαντική υποστήριξη στον Οκούμπο, τα δύσκολα αυτά χρόνια.
  3. Δεν είναι γνωστό εάν οι ίδιοι χρησιμοποίησαν ποτέ την ονομασία αυτή ή εάν απλώς αυτή τους δόθηκε αργότερα.
  4.  Λέγεται πως ήταν στην προσπάθειά του να προσεγγίσει με κάποιο τρόπο τον Χισαμίτσου, που ο Οκούμπο ξεκίνησε να παίζει το παιχνίδι του Γκο, το οποίο ο Χισαμίτσου είχε ως χόμπι. Η μεγάλη αγάπη του Οκούμπο για το Γκο είναι γνωστή. Όταν έχανε στο Γκο, λέγεται πως είχε πολύ κακή διάθεση.
  5. Οι Οκούμπο και Κιντό επέστρεψαν λίγο νωρίτερα από την αποστολή, λόγω έκτακτων ζητημάτων στη χωρά.
  6.  Ήταν μια εξέγερση σαμουράι κατά της κυβέρνησης Μέιτζι, που έλαβε χώρα στη Σάγκα τον Φεβρουάριο του 1874, με επικεφαλής τους Έτο Σίνπεϊ ((江藤 新平, 1834-1874) και Σίμα Γιοσιτάκε (島 義勇, 1822-1874). Ήταν η πρώτη σαμουράι εξέγερση μεγάλης κλίμακας, αλλά καταπνίγηκε ύστερα από τη γρήγορη αντίδραση της κυβέρνησης. Οι υπεύθυνοι καταδικάστηκαν με σύντομες διαδικασίες. 16 εξ αυτών εκτελέστηκαν, ενώ πολλοί φυλακίστηκαν.
  7. Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν πέντε τέτοιες εκθέσεις (1877, 1881, 1890, 1895 και 1905).
  8. Λέγεται ότι το σπαθί που καρφώθηκε στο λαιμό του Οκούμπο έφτασε μέχρι το έδαφος, ενώ ο αξιωματικός της κυβέρνησης Μαετζίμα Χίσοκα (前島 密, 1835-1919), ο οποίος έσπευσε αμέσως μετά το περιστατικό στο σημείο, περιέγραψε τη σορό του με τα εξής λόγια: «Σάρκα σκορπισμένη και οστά συνθλιμμένα. Επιπλέον, το κρανίο ραγισμένο, οπότε μπορούσε κανείς να δει τον εγκέφαλο να κουνιέται ακόμα ελαφρώς» (肉飛び骨砕け、又頭蓋裂けて脳の猶微動するを見る).
  9. Ζάνκαντζιο: σημείωμα που αφήνεται σε ένα θύμα δολοφονίας και εξηγεί γιατί δολοφονήθηκε.
  10. Άφησε χρέη, τα οποία ωστόσο δεν ζητήθηκε ποτέ να επιστραφούν από την οικογένεια του.
  11. Είχε αποκτήσει πέντε παιδιά (τέσσερεις γιους και μια κόρη) με τη σύζυγό του, και τέσσερεις γιους με την ερωμένη του.
Μαρία Γκουνγκόρ
Μαρία Γκουνγκόρ
Η Μαρία Γκουνγκόρ γεννήθηκε το 1990. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτoρας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έρευνά της αφορά στην ιστορία της οικονομικής σκέψης της Ιαπωνίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Η αναδημοσίευση περιεχομένου του GreeceJapan.com (φωτογραφιών, κειμένου, γραφικών) δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων έγγραφη άδεια του GreeceJapan.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ