Το χάικου, το είδος εκείνο ιαπωνικής ποίησης που συνίσταται από τρεις διαδοχικούς στίχους των 5, 7 και 5 συλλαβών, αποτελεί μέρος του συνόλου της ιαπωνικής ποίησης. Η πρόταση αυτή φαίνεται ότι λέει κάτι αυτονόητο, όμως αυτό που σημαίνει είναι ότι πολλά ποτάμια της προηγούμενης ιαπωνικής, αλλά και κινεζικής ποιητικής, καθώς και της γενικότερης λογοτεχνικής δημιουργίας, εκβάλλουν σ’ αυτό. Οι ιστορικοί πρωτεργάτες του, όπως ο Μπασό, ο Μπουσόν κ.λπ. ενώ σίγουρα δημιουργούν, ταυτόχρονα εμπνέονται από την ιαπωνική κλασική γραμματεία, από ποιητικά επιτεύγματα όπως η ποιητική συλλογή Kokinshū, από το λεξιλόγιο και άλλα στοιχεία της κινεζικής ποίησης, τα οποία, βέβαια, γνωρίζουν πολύ καλά. Συχνά μια λέξη, μια φράση, όπως συμβαίνει σε όλη την ιστορική ιαπωνική λογοτεχνία, υπαινίσσεται στους αναγνώστες της μια τέτοια, γνωστή και σ’ αυτούς πηγή και ανακαλεί τα αισθήματα, τις μνήμες κ.λπ. που αυτή ήθελε να υποβάλει. Πολύ καλά γνωρίζουν το προ του χάικου ιαπωνικό και κινεζικό λογοτεχνικό παρελθόν και οι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά με το χάικου στην ιστορική του περίοδο, δηλαδή οι ειδικοί σ’ αυτό το τμήμα της ιαπωνικής φιλολογίας, και μπορούν ν’ αναγνωρίσουν αυτές τις εμπνεύσεις, τα ερεθίσματα, τους υπαινιγμούς. Η αντίθετη στάση, της ενασχόλησης με το χάικου σαν νάταν κάτι απομονωμένο και αυτόνομο, συνοδευόμενης από άγνοια της ιστορίας της ιαπωνικής και κινεζικής λογοτεχνίας – βέβαια και των γλωσσών τους – προέρχεται από τη γνωστή και στη χώρα μας ερασιτεχνία, που συχνά οδηγεί σε ποικίλων ειδών παραπλανήσεις. Μ’ όλο που, όπως ξέρουν οι αναγνώστες μας, σ’ αυτό τον ιστότοπο έχομε ασχοληθεί εκτεταμένα (και) με την ιαπωνική λογοτεχνία, η ειδικότητά μας δεν είναι εκείνη της ιαπωνικής φιλολογίας. Γράφομε, παρά ταύτα, το παρόν, για να περάσομε στους αναγνώστες κάποιες πληροφορίες σχετικές με το χάικου, που θεωρούμε ότι μπορούν να σταθούν χρήσιμες σ’ όσους ενδιαφέρονται γι αυτό.
Το χάικου, ως γνωστόν, προήλθε από τη λεγόμενη “αλυσιδωτή ποίηση” . Πρόκειται για την ποίηση που συνίσταται από μια διαδοχή τάνκα, δηλαδή το είδος εκείνο ποιημάτων που αποτελείται από πέντε στίχους των 7, 5, 7, 7, 7 συλλαβών. Τα τάνκα (tanka短歌=«σύντομα ποιήματα») μαζί με τα τσόοκα (chōka 長歌=«μεγάλα (μακρά) ποιήματα», ακριβώς προς αντιδιαστολή με τα οποία ονομάστηκαν έτσι, αποτελούν τα δύο είδη της κλασσικής ιαπωνικής ποίησης, της γνωστής ως ουάκα (waka和歌). Τα ουάκα, με κύριο εκπρόσωπο τα τάνκα, κυριάρχησαν στην ιαπωνική ποίηση ως τον 13ο αιώνα, οπότε τη σκηνή, μέχρι και τον 19ο αιώνα, κατέλαβε η αλυσιδωτή ποίηση.
Η αλυσιδωτή ποίηση είχε διάφορες μορφές, με κυριότερη τη λεγόμενη “ρένγκα” (renga 連歌), που κατά κανόνα αποτελείται από 100 στροφές, και την “χαϊκάι ρένκου” (haikai renku 俳諧連句), που κατά κανόνα αποτελείται από 36 στροφές. Χαϊκάι ονόμαζαν τη χαϊκάι ρένκου για συντομία. Γι αυτό το δεύτερο είδος ποίησης σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο η λέξη ρένκου. Η αλυσιδωτή ποίηση ήταν ομαδικό δημιούργημα: τη συνέθεταν τουλάχιστον δύο (συνήθως τρεις και περισσότεροι) ποιητές, που συγκεντρώνονταν με το σκοπό να δημιουργήσουν μια σειρά από διαδοχικά τάνκα. Ο τρόπος με τον οποίο το έκαναν ήταν ο εξής: ένας από αυτούς έδινε μια στροφή αποτελούμενη από τους τρεις πρώτους στίχους (5,7 και 5 συλλαβών) ενός τάνκα. Αυτή η στροφή λεγόταν “χόκκου” (発句) δηλαδή “εναρκτήρια στροφή”. Ένας άλλος επαναλάμβανε το χόκκου, συμπληρώνοντας τους υπόλοιπους δύο στίχους και φτιάχνοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο τάνκα. Ο τρίτος επαναλάμβανε αυτούς τους δύο στίχους, συμπληρώνοντας τους υπόλοιπους τρεις. Ο πρώτος επαναλάμβανε αυτούς τους τρεις, συμπληρώνοντας πάλι με δύο, κ.ο.κ., ώσπου ν’ αποτελεσθούν 100 τάνκα.
Βαθμηδόν διάφοροι κανόνες δημιουργήθηκαν γύρω από αυτή την ποιητική. Μετά από συναντήσεις που είχαν ως σκοπό τη δημιουργία της, συχνά δημοσιεύονταν συλλογές. Κάποιοι ποιητές γίνονταν διάσημοι και σε πολλές περιπτώσεις βιοπόριζαν μετερχόμενοι το επάγγελμα του δασκάλου της, όπως και του κριτή σε παρόμοιες συναντήσεις, αλλά και σε διαγωνισμούς με έπαθλα. Τέτοιοι διαγωνισμοί έφτασαν να οργανώνονται από εταιρείες, που έλεγχαν ή διαμόρφωναν τ’ αποτελέσματα με οικονομικά ωφέλη.
Δημοσιευμένες συλλογές χαϊκάι (ρένκου) εμφανίζονται από τον 14ο αιώνα, υπάρχουν όμως μεμονωμένα δείγματα και παλιότερα. Οι εκτιμήσεις γι αυτή την ποιητική φόρμα ποικίλουν, εφόσον συχνά αποτελούσε απλή στιχοπλοκή με αστείο περιεχόμενο, άλλοτε όμως επίσης σύνθεση αστείου και σοβαρού, συνεπώς κάτι ιδιαίτερο και δύσκολο να επιτευχθεί. Από τον 17o αιώνα εμφανίζεται η πρακτική της απομόνωσης του χόκκου και της χρήσης του ως ανεξάρτητου ποιήματος. Αυτή η πρακτική υιοθετήθηκε από αρκετούς συνθέτες χαϊκάι, οι οποίοι την οδήγησαν σε μια νέα μορφή ποίησης. Επί αιώνες και αυτή η μορφή λεγόταν επίσης χαϊκάι. Με τη λέξη που μας είναι γνωστή σήμερα, δηλαδή χάικου, ονομάστηκε μόλις τον 19ο αιώνα, από τον μεγάλο δημιουργό τέτοιων ποιημάτων, Μασαόκα Σίκι. Ο άνθρωπος που πρώτος την καλλιέργησε εκτεταμένα, δηλαδή ο Μπασό (Bashō 芭蕉 1644-1694), δεν γνώριζε αυτή τη λέξη. Τα απομονωμένα χόκκου, που παρενέθετε στις ταξειδιωτικές του περιγραφές, δηλαδή αυτά που εμείς λέμε χάικου, ο ίδιος τα ονόμαζε χαϊκάι. Έτσι η λέξη χαϊκάι (χωρίς το ρένκου) υπήρξε η πρώτη ονομασία του χάικου.
Ο Μπασό υπήρξε δάσκαλος του χαϊκάι ρένκου και του χάικου. Στο χαϊκάι ρένκου ξαναέδωσε σοβαρό περιεχόμενο. Στο χάικου έδωσε ένα ιδιαίτερο, προσωπικό περιεχόμενο, που χαρακτηρίζεται από λυρισμό συνδυασμένον συχνά με την ιδέα του σάμπι, δηλαδή αυτού που θα ονομάζαμε μοναξιά των πραγμάτων ή «κοσμική μοναξιά» μέσα στην οποία υπάρχουν και την οποία εκφράζουν τα πράγματα. Κάποτε, επίσης, εκφράζει μια φιλοσοφική διάθεση. Βέβαια, έγραψε και χάικου κωμικά, όπως επίσης και ερωτικά.