Ο Ιτό Χιρομπούμι αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής Μέιτζι (1868-1912), αναλαμβάνοντας διάφορες κυβερνητικές θέσεις καθ’όλη τη διάρκεια της πορείας του, υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας και ενεργός μέχρι την δολοφονία του, το 1909. Υπήρξε επίσης, μέλος των Γκένρο (元老), μιας ομάδας παλαιών πολιτικών προσώπων με μεγάλη πολιτική επιρροή, αλλά και ο πρώτος πρόεδρος του «Σουμίτσου-ιν», του ανωτάτου συμβουλευτικού οργάνου του Αυτοκράτορα. Τέλος, η συμβολή του σε διπλωματικό επίπεδο ήταν ιδιαιτέρως σημαντική.
Ο Ιτό Χιρομπούμι (伊藤博文) γεννήθηκε1 το 1841, στο χωριό Τσούκαρι, στην επαρχία Σουό (σήμερα πόλη Χίκαρι, τμήμα του νομού Γιαμαγκούτσι). Ο πατέρας του ήταν φτωχός αγρότης, ο οποίος υιοθετήθηκε -λίγα χρόνια μετά από τη γέννηση του Ιτό- από τον χαμηλόβαθμο σαμουράι οίκο των Ιτό, υποτελών της Τσόσιου επαρχίας.
Έτσι, ο Ιτό πέρασε τα νεανικά του χρόνια (από το 1849) στο Χάγκι, όπου βρισκόταν η οικία των Ιτό. Το 1856 στάλθηκε από τη διοίκηση της Τσόσιου στην επαρχία Σαγκάμι (σήμερα τμήμα του νομού Καναγκάουα), για τη φύλαξη του λιμανιού της Ουράγκα, που αποτελούσε την είσοδο για το Έντο (σημερινό Τόκιο). Εκεί, επικεφαλής ήταν ο Κουρουχάρα Ριόζο (来原 良蔵, 1829-1862)2 ο οποίος φαίνεται πως συμπαθούσε τον Ιτό και τον φρόντιζε. Ύστερα από λίγους μήνες, ο Ιτό απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του και επέστρεψε στην Τσόσιου.
Το 1857 ξεκίνησε να φοιτά (ύστερα από «συστατική επιστολή» του Κουρουχάρα) στην ακαδημία του Γιοσίντα Σόιν (吉田 松陰, 1830-1859), Σόκα Σόντζουκου (松下村塾). Φαίνεται ωστόσο, ότι η φοίτησή του εκεί ήταν σύντομη. Ο Σόιν, σε γράμματά του, είχε αναφέρει ότι συμπαθούσε τον νεαρό Ιτό, ο οποίος παρ’όλο που δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο και γνώσεις, προόδευε, όντας ειλικρινής και ευθύς, χωρίς να καταφεύγει σε κολακείες. Μάλιστα, τον είχε χαρακτηρίσει καλό διαπραγματευτή (周旋家-政治家). Για τον Ιτό, ο Σόιν (όπως θα έγραφε αργότερα) ήταν πολύ απερίσκεπτος. Ο Ιτό, μαζί με τον Κιντό και λίγους ακόμη μαθητές του Σόιν, φρόντισαν μετά την εκτέλεσή του το 1859, το σώμα του να θαφτεί κατάλληλα.
Παράλληλα, το 1858, πήγε στο Ναγκασάκι με τον Κουρουχάρα για να εκπαιδευτεί στη ναυσιπλοΐα και τον επόμενο χρόνο, έγινε «ακόλουθος» του Κιντό Τακαγιόσι. Τοποθετήθηκε στη συνέχεια, στην οικία της επαρχίας στο Έντο, όπου γνώρισε και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον Ινόουε Καόρου (井上 馨, 1836-1915).
Πριν προχωρήσουμε, θα ήταν χρήσιμο να δούμε λίγο τα ιστορικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την πολυτάραχη αυτή περίοδο. Η Ιαπωνία, λίγο μετά την έναρξη της περιόδου Έντο (1603-1867), υιοθέτησε ένα σύστημα απομονωτισμού θα έλεγε κανείς, κλείνοντας τα σύνορά της, πέρα λίγων εμπορικών διαδρόμων στο Ναγκασάκι, το Έζο (βόρειο τμήμα του σημερινού Χοκάιντο) και το Βασίλειο Ριούκιου (σημερινή Οκινάουα). Ο 19ος αιώνας ωστόσο, έφερε μαζί του αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις για το άνοιγμα των συνόρων και τη σύναψη εμπορικών-πολιτικών συνθηκών. Το αποκορύφωμα αυτών ήταν η έλευση, το 1853 (και ξανά το 1854), στα στενά της Ουράγκα (ουσιαστικά την είσοδο για το Έντο), του Αμερικανού αρχιπλοίαρχου Μάθιου Πέρρυ και των λεγόμενων «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουρομπούνε)3 που τον συνόδευαν, η οποία έκανε ξεκάθαρο στους ιάπωνες πως η πολιτική αυτή του απομονωτισμού δεν θα μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί, στο νέο διεθνές σκηνικό. Η αδυναμία μιας κεντρικής εξουσίας να απαντήσει ξεκάθαρα στην απειλή ήταν φανερή και έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από εσωτερικές διαφωνίες, διαμάχες και σύγχυση για το ποια πορεία θα έπρεπε η χώρα να ακολουθήσει. Ήταν μια εποχή που η δυσπιστία και η ανησυχία στο εσωτερικό ήταν έντονες, ενώ η πολιτική ζωή βρισκόταν σε αναβρασμό. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε, σε ένα ευρύ φάσμα των ιαπωνικών πληθυσμιακών στρωμάτων, η απαίτηση του εκδιωγμού των ξένων στο όνομα του αυτοκράτορα. Η πλέον γνωστή μορφή αυτής της ιδέας εκφράστηκε στο κίνημα Σον’νο Τζόι (尊王攘夷, τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων). Συχνά, οι υποστηριχτές τέτοιων ιδεών αποκαλούνταν και Σίσι (志士, άνδρες του σκοπού).
Ο Ιτό λοιπόν, ήταν άλλη μία από τις φιγούρες που ενεπλάκη με το κίνημα Σον’νο Τζόι. Στο σχολείο του Σόιν, είχε βρεθεί με σημαντικούς σαμουράι της Τσόσιου και του κινήματος, όπως ο Τακασούγκι Σίνσακου (高杉 晋作, 1839-1867) και ο Κουσάκα Γκένζουι (久坂 玄瑞, 1840-1864). Μάλιστα, το 1862, σχεδίαζε μαζί με τον Κουσάκα, να δολοφονήσουν τον αξιωματικό της Τσόσιου, Ναγκάι Ούτα (長井 雅楽, 1819-1863), ο οποίος υποστήριζε τη συνεργασία αυτοκράτορα και σογκούν (τη λεγόμενη θεωρία κόμπου-γκαττάιρον -公武合体論). Την επόμενη χρονιά, συμμετείχε στην ομάδα που, υπό τον Τακασούγκι, πυρπόλησε το υπό κατασκευή βρετανικό προξενείο στη Σιναγκάουα, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, μαζί με τον Γιαμάο Γιόζο (山尾 庸三, 1837-1917) δολοφόνησαν τον διανοούμενο Χανάουα Ταντατόμι (塙 忠宝, 1808-1863)4.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς (1863), ο Ιτό μαζί με μια ομάδα η οποία θα έμενε γνωστή ως «Οι Πέντε της Τσόσιου (長州五傑)»5, ταξίδεψαν κρυφά6, με ένα βρετανικό εμπορικό πλοίο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, με σκοπό να μελετήσουν από πρώτο χέρι την τεχνολογία και ισχύ της Δύσης. Εκεί, έμειναν στο Λονδίνο, στην οικία του χημικού Alexander William Williamson (1824-1904). Αρχικά, έμαθαν αγγλικά, επισκέφτηκαν αρκετές εγκαταστάσεις και μελέτησαν χημεία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου.
Ο Ιτό μαζί με τον Ινόουε όμως, σύντομα (μετά από λίγους μήνες) επέστρεψαν στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας για τον βομβαρδισμό στο Σιμονόσεκι και ελπίζοντας να προλάβουν μια πιθανή μάχη7. Στο ταξίδι τους αυτό είχαν συνειδητοποιήσει άλλωστε, πως δεν υπήρχε νόημα στην πολιτική του απομονωτισμού. Μετά από τα γεγονότα που εν τέλει ακολούθησαν, ο Ιτό συμμετείχε στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ως διερμηνέας.
Η Τσόσιου βρισκόταν πλέον σε αναβρασμό (μετά και το «Περιστατικό της Απαγορευμένης Πύλης»8), με τους ηγέτες της να έρχονται σε αντιπαράθεση με τη «νεότερη» γενιά σαμουράι της. Ο Ιτό, ακολούθησε τον Τακασούγκι, ο οποίος οδήγησε (1865) ομάδα σαμουράι σε ένα «στρατιωτικό πραξικόπημα» (γνωστό ως功山寺挙兵) και έτσι, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Στη συνέχεια ωστόσο, δεν φαίνεται να ανέλαβε σημαντική δράση στις εξελίξεις που ακολούθησαν, πέρα βοηθητικών ρόλων, με τους Κιντό, Ομούρα Μασουτζίρο (大村 益次郎, 1824-1869) και Τακασούγκι να αναλαμβάνουν τη διαχείριση της επαρχίας και τη στρατιωτική της αναδιοργάνωση.
Το 1866, οι επαρχίες Τσόσιου και Σατσούμα συμφώνησαν να ακολουθήσουν κοινή πορεία, σε μια κίνηση εξαιρετικής σημασίας για την πορεία της χώρας. Ο Κιντό από την πλευρά της Τσόσιου και οι Σάιγκο Τακαμόρι (西郷 隆盛, 1828-1877) και Όκουμπο Τοσιμίτσι (大久保 利通, 1830-1878) από την πλευρά της Σατσούμα, με τη μεσολάβηση του Σακαμότο Ριόμα (坂本 龍馬, 1836-1867), υπήρξαν οι βασικές φιγούρες της συμφωνίας αυτής. Στη λεγόμενη «2η εκστρατεία κατά της Τσόσιου» (1867), στην οποία η Σατσούμα αρνήθηκε να συμμετάσχει, οι κυβερνητικές δυνάμεις υπέστησαν βαριά ήττα και με το κλίμα να έχει αλλάξει, το σογκουνάτο γρήγορα κατέρρευσε. Η Παλινόρθωση Μέιτζι, όπου η εξουσία επέστρεψε πάλι στα χέρια του αυτοκράτορα –ή μάλλον στα χέρια των ισχυρών ανδρών επαρχιών όπως οι Σατσούμα και Τσόσιου- ήταν πλέον γεγονός.
Η νέα εποχή Μέιτζι (1868-1912) έφερε μαζί της ραγδαίες αλλαγές, αλλά και προκλήσεις. Ο Ιτό δεν έχασε χρόνο ωστόσο και γρήγορα εξασφάλισε τη θέση του στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας. Η γνώση του των αγγλικών φαίνεται πως ήταν επίσης σημαντική στην πορεία ανέλιξής του. Υπό τον Χίγκασικούζε Μιτσιτόμι (東久世 通禧, 1834-1912)9, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση των «Περιστατικών στο Κόμπε και το Σακάι»10. Αμέσως μετά την Παλινόρθωση ανέλαβε επίσης, διάφορες θέσεις στη νέα κυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, στο γραφείο εξωτερικών υποθέσεων, στα υπουργεία οικονομικών και εσωτερικών υποθέσεων, το υπουργείο της Αυτοκρατορικής Οικίας, ενώ υπήρξε ο πρώτος κυβερνήτης της περιφέρειας Χιόγκο. Το 1870 ανέλαβε επίσης, το νεοσυσταθέν υπουργείο έργων (工部省).
Μεταξύ 1870-1, ο Ιτό βρέθηκε [μαζί και με τον Γοσικάουα Ακιμάσα (芳川顕正, 1842-1920)] στην Αμερική για να μελετήσει το νομισματικό της σύστημα και συνέβαλε σημαντικά στη νομισματική μεταρρύθμιση του 1871 (新貨条例). Παράλληλα, σε αναφορά που έστειλε κατά στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού, πρότεινε την αποστολή μιας ομάδας ιαπώνων, σε ΗΠΑ και Ευρώπη, για να ετοιμαστεί για τις διαπραγματεύσεις των συνθηκών την επόμενη χρονιά. Από την όλη ιδέα φαίνεται πως προέκυψε η λεγόμενη «Αποστολή Ιουακούρα (岩倉使節団, 1871-73)», κατά την οποία ομάδα Ιαπώνων (μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως η Τσουντά Ούμεκο, ο Όκουμπο, ο Κιντό κ.α.), ταξίδεψε σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για εκπαιδευτικούς και διπλωματικούς σκοπούς (όπως η διαπραγμάτευση των άνισων συνθηκών που υπεγράφησαν την δεκαετία του 1850 με χώρες της Δύσης).
Ο Ιτό συμμετείχε στην Αποστολή και έχοντας ήδη την εμπειρία του ταξιδιού στο εξωτερικό και ικανοποιητική γνώση της αγγλικής γλώσσας, είχε άνεση και σημαντική επιρροή. Λίγες ημέρες μετά την άφιξη της ομάδας στο Σαν Φρανσίσκο, σε μια εκδήλωση υποδοχής, ο Ιτό έδωσε μία από τις πλέον γνωστές του ομιλίες, τη λεγόμενη «Ομιλία Χινομάρου (日の丸演説)»11. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι μέλη της Αποστολής, όπως ο Κιντό και ο Σασάκι Τακαγιούκι (佐々木 高行, 1830-1910) ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στον Ιτό, ο οποίος, όπως έγραφαν, έκανε ό,τι ήθελε, ήταν απερίσκεπτος και σπαταλούσε χρήματα σε ανούσιες απολαύσεις και προϊόντα.
Επιστρέφοντας στην Ιαπωνία, ο Ιτό συνέχισε να εργάζεται για την κυβέρνηση και βρέθηκε συχνά να διαφωνεί με κάποιους από τους «πολιτικούς συνοδοιπόρους του», όπως οι Κιντό και Όκουμπο, σχετικά με θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η κρίσιμη χρονιά όμως, για την πολιτική του πορεία φαίνεται πως ήταν το 1878, από όταν συχνά αναφέρεται πως έγινε (σε αρκετά νεαρή ηλικία) η κεφαλή του κρατικού μηχανισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι λεγόμενοι «Τρεις Επιφανείς της Παλινόρθωσης (維新の三傑)» (Κιντό, Σάιγκο και Οκούμπο) είχαν μέχρι τότε φύγει από τη ζωή και άρα την πολιτική σκηνή της χώρας.
Το 1881, έγιναν πιο έντονες οι συζητήσεις για την εισαγωγή ενός ιαπωνικού συντάγματος, με βασικές φιγούρες εδώ τους Ιτό, Όκουμα Σιγκενόμπου (大隈 重信, 1838-1922), Ιουακούρα Τομόμι (岩倉 具視, 1825-1883) και Ινόουε Καόρου. Στο πλαίσιο αυτό, ξέσπασε η λεγόμενη «Πολιτική Κρίση του 14ου έτους Μέιτζι (明治十四年の政変)». Ύστερα από διαφωνίες και παρεξηγήσεις, οι Ιτό και Ινόουε, οι οποίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν ένα σύστημα που θα βασιζόταν στον μονάρχη, ώθησαν την πλευρά του Όκουμα, ο οποίος είχε προηγουμένως καταθέσει πρόταση για την υιοθέτηση ενός συστήματος διακυβέρνησης παρόμοιου με εκείνου της Μεγάλης Βρετανίας, εκτός κυβέρνησης. Η στάση του Όκουμα μάλιστα, συνδέθηκε και με ένα οικονομικό σκάνδαλο της ίδιας περιόδου, οδηγώντας κάποιους να υποστηρίξουν ότι ο ίδιος συμμετείχε σε προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης.
Ο Ιτό στη συνέχεια, ταξίδεψε με αυτοκρατορική εντολή, στην Ευρώπη (1882-3), για να μελετήσει τα συντάγματα των ισχυρών κρατών της. Η Γερμανία αποτέλεσε βασικό του προορισμό ωστόσο, στην Αυστρία και στο πρόσωπο του Lorenz von Stein (1815-1890) ήταν που βρήκε την ουσία της θέσης που σύντομα υιοθέτησε και που θα γινόταν η βάση του Συντάγματος Μέιτζι (大日本帝国憲法), το οποίο διακηρύχτηκε το 1889. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιτό ήταν υπέρμαχος της σταδιακής μετάβασης σε ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, σε μεγαλύτερο βαθμό θα μπορούσε να υποστηριχθεί, από κάποιους σύγχρονούς του, όπως λ.χ. ο Κιντό.
Παράλληλα, το 1885 είχε ταξιδέψει στην Κίνα, όπου υπέγραψε την «Σύμβαση του Τιένσιν (天津条約)»12. Την ίδια χρονιά, στο εσωτερικό, συνέβαλε στην εδραίωση ενός κυβερνητικού συστήματος υπουργείων και έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός (内閣総理大臣) της χώρας13. Συνολικά, ο Ιτό υπηρέτησε 4 φορές ως πρωθυπουργός, μεταξύ των ετών 1885-1901. Το 1888 έγινε επίσης, ο πρώτος πρόεδρος του νεοσύστατου ανωτάτου συμβουλίου του Αυτοκράτορα «Σουμίτσου-ιν (枢密院)»14.
Κατά τη 2η θητεία του ως πρωθυπουργού (1892), έλαβε χώρα ο λεγόμενος 1ος Σίνο-Ιαπωνικός Πόλεμος (1894-5)15, ο οποίος έληξε με τη νίκη της Ιαπωνίας. Έτσι, το 1895, ο Ιτό [μαζί με τον υπουργό εξωτερικών Μούτσου Μουνεμίτσου (陸奥 宗光, 1844-1897)] προχώρησε στην υπογραφή της Συνθήκης του Σιμονόσεκι (下関条約), η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων, την παραχώρηση της Ταιβάν (Φορμόσας) στην Ιαπωνία. Το 1896 παραιτήθηκε από τη θητεία.
Πάντα ενεργός στην εξωτερική πολιτική, κατά τα επόμενα χρόνια, συνέχισε τις διπλωματικές επαφές με τις Κίνα και Κορέα, επικεντρώθηκε όμως περισσότερο και στην εσωτερική πολιτική σκηνή και το 1900, ίδρυσε το πολιτικό κόμμα Ρίκκεν Σέιγιουκαϊ (立憲政友会, φίλο-συνταγματικό κόμμα). Παρά το γεγονός πως ο ίδιος το εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα, δηλώνοντας κουρασμένος από την κομματική πολιτική, το κόμμα αυτό έγινε τα επόμενα χρόνια ένα από τα δύο βασικά κέντρα πολιτικής έκφρασης.
Το 1901, ο Ιτό ταξίδεψε στη Ρωσία για συζητήσεις σχετικά με την Μαντσουρία και την Κορέα. Ο Ιτό υποστήριζε την λεγόμενη τακτική «Μαν-καν κόοκαν (満韓交換論)», σύμφωνα με την οποία οι δύο χώρες θα «αντάλλαζαν» την Μαντσουρία (για την Ρωσία) με την Κορέα (για την Ιαπωνία), και δεν ήταν υπέρ της εκδοχής μιας πολεμικής σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών, την οποία πολλοί έβλεπαν ως μονόδρομο. Το 1904 ωστόσο, οι όποιες προσπάθειες συνεννόησης είχαν αποτύχει και ο Ρώσο-Ιαπωνικός Πόλεμος (1904-05) ήταν γεγονός.
Ο Πόλεμος έληξε με την νίκη της Ιαπωνία και ο Ιτό βεβαίως, ενεπλάκη και πάλι με τις διπλωματικές διαδικασίες που ακολούθησαν. Στη συνέχεια, την περίοδο 1905-09, ενήργησε ως ο πρώτος υπεύθυνος της Ιαπωνίας στην Κορέα, με την οποία η χώρα είχε υπογράψει την Ιαπωνο-Κορεάτικη Συνθήκη του 1905 (ιαπ.: 第二次日韓協約) και η οποία μετέτρεπε την Κορέα σε προτεκτοράτο της16.
Το 1909, σε ένα ταξίδι του στη Μαντσουρία, δολοφονήθηκε από τον κορεάτη An Jun-Geun (1879-1910)17, στο σταθμό τρένου του Χάρμπιν. Ο An πυροβόλησε τόσο τον Ιτό, όσο και άλλους αξιωματούχους. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αργότερα, δικαιολόγησε την πράξη του αυτή με μια λίστα η οποία περιελάμβανε 15 λόγους για τους οποίους ο Ιτό θα έπρεπε να δολοφονηθεί. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη, ότι ο An, συχνά εκλαμβάνεται ως μια ηρωική φιγούρα, τόσο σε Κορέα, όσο και στην Κίνα.
Λίγο μετά τη δολοφονία του Ιτό, το 1910, η Κορέα προσαρτήθηκε στην Ιαπωνία. Συχνά αναφέρεται από μελετητές πως αρχικά, ο Ιτό δεν υποστήριζε την προσάρτηση της Κορέας. Αργότερα (1909) ωστόσο, συμφώνησε δημόσια σε αυτή.
Ο Ιτό περιγράφεται συνήθως ως ευθύς και ειλικρινής, που διαχώριζε την προσωπική από την εργασιακή του ζωή. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον χαρακτήρισαν ως καλό διαπραγματευτή, ενώ σύμφωνα με την Τσουντά Ούμεκο, η οποία εργάστηκε στην οικία του, ως καθηγήτρια αγγλικών, ο Ιτό εκτιμούσε όσους ήταν «ελκυστικοί» (訴える力), ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, ενώ ήταν δημοφιλής στις γυναίκες. Ο Ιτό παντρεύτηκε δύο φορές: με την πρώτη του σύζυγο, Σούμικο, το 1863 (χώρισαν το 1866) και την δεύτερη, Ούμεκο (伊藤 梅子, 1848-1924), το 1866.
Ο Ιτό Χιρομπούμι αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής Μέιτζι (1868-1912), αναλαμβάνοντας διάφορες κυβερνητικές θέσεις καθ’όλη τη διάρκεια της πορείας του, υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας και ενεργός μέχρι την δολοφονία του, το 1909. Υπήρξε επίσης, μέλος των Γκένρο (元老), μιας ομάδας παλαιών πολιτικών προσώπων με μεγάλη πολιτική επιρροή, αλλά και ο πρώτος πρόεδρος του «Σουμίτσου-ιν», του ανωτάτου συμβουλευτικού οργάνου του Αυτοκράτορα. Τέλος, η συμβολή του σε διπλωματικό επίπεδο ήταν ιδιαιτέρως σημαντική.
Υποσημειώσεις
1 Όπως ήταν σύνηθες, χρησιμοποίησε διάφορα ονόματα καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του: γεννήθηκε ως Χαγιάσι Ρίσουκε (林利助), αργότερα (περίπου το 1858) χρησιμοποίησε για λίγο το Ιτό Σούνσουκε (伊藤春輔) και από το 1869 το Χιρομπούμι (博文).
2 Αξιωματούχος της Τσόσιου και μεταξύ άλλων, γαμπρός του Κιντό Τακαγιόσι.
3 Τέσσερα πολεμικά πλοία, εκ των οποίων δύο ατμόπλοια το 1853, εννέα πλοία το 1854 (τα τρία ατμόπλοια).
4 Ο Ιτό είναι ο μόνος πρωθυπουργός της χώρας που είναι γνωστό ότι έχει δολοφονήσει κάποιον, εκτός μάχης.
5 Ο Ιτό ταξίδεψε με τους Ινόουε Καόρου, Ινόουε Μασάρου (井上 勝, 1843-1910), Εντό Κίνσουκε (遠藤 謹助, 1836-1893) και Γιαμάο Γιόζο (山尾 庸三, 1837-1917). Αργότερα, οι πέντε θα αναλάμβαναν σημαντικές θέσεις στην πολιτική και οικονομική σκηνή της χώρας. Στόχος του ταξιδιού τους αυτού, ήταν να μελετήσουν τη δυτική τεχνολογία και έτσι, όπως αργότερα είχε πει ο Ινόουε Καόρου, να γίνουν «ζωντανά εργαλεία (生た器械)» για να προωθήσουν αποτελεσματικά τους σκοπούς του κινήματος Σον’νο Τζόι και να προετοιμαστούν για τη διεθνή διπλωματία.
6 Πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση μπάκουφου είχε απαγορεύσει την αυθαίρετη έξοδο από τη χώρα και μια τέτοια αποστολή δεν θα μπορούσε παρά να είναι κρυφή και ριψοκίνδυνη.
7 Οι μάχες του Σιμονόσεκι (下関戦争) αποτελούν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων τις χρονιές 1863 και 1864, για τον έλεγχο των στενών του Σιμονόσεκι, μεταξύ των βρετανικών, ολλανδικών, γαλλικών και αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων από τη μία πλευρά και της επαρχίας Τσόσιου από την άλλη. Η τελευταία, με το πρόσχημα του αυτοκρατορικού διατάγματος του 1863, το οποίο αναφερόταν στην απομάκρυνση των ξένων «βαρβάρων», πραγματοποίησε επανειλημμένες επιθέσεις εναντίον ξένων πλοίων που διέρχονταν από το την περιοχή. Οι επιθέσεις έληξαν με τον βομβαρδισμό του Σιμονόσεκι, τον Σεπτέμβρη του 1864, την αποβίβαση ξένων στρατευμάτων και την παράδοση της Τσόσιου.
8 Το περιστατικό αναφέρεται στις μάχες που ακολούθησαν την αποτυχημένη προσπάθεια μεγάλης ομάδας σαμουράι που υποστήριζαν το κίνημα Σον’νο Τζοι (προερχόμενων κυρίως από την Τσόσιου) να πάρουν τον έλεγχο του παλατιού (για να επαναφέρουν την εξουσία στην αυτοκρατορική αυλή), έξω από την πύλη Χαμαγκούρι. Οι δυνάμεις των Σατσούμα (υπό τον Σάιγκο Τακαμόρι) και Άιζου συγκρούστηκαν με τους «επαναστάτες», ωστόσο οι τελευταίοι, κατά τη διαφυγή τους έβαλαν φωτιά σε σημεία της πόλης, με αποτέλεσμα να καούν αρκετές κατοικίες και να χαθούν αρκετές ζωές (μεταξύ των οποίων πολλές της Τσόσιου). Το περιστατικό ακολούθησε η «1η εκστρατεία κατά της Τσόσιου» (09/1864), η οποία ωστόσο, έληξε χωρίς μάχη.
9 Ευγενής και κατά την εποχή Μέιτζι, πολιτικός.
10 Αφορούν δύο περιστατικά κατά τα οποία υπήρξαν τραυματισμοί και δολοφονίες ξένων από σαμουράι, στις περιοχές Κόμπε και Σακάι, τους πρώτους μήνες του 1868. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα έληξε με την εκτέλεση (με σεπούκου) σαμουράι που κλήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη και παραχωρήσεις από την πλευρά της κυβέρνησης.
11 Σε αυτήν, ολοκληρώνοντας, ανέφερε: «Ο κόκκινος δίσκος στο κέντρο της εθνικής μας σημαίας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται πλέον σαν κερί σφραγίσματος μιας κλειστής αυτοκρατορίας, αλλά ως αυτό το οποίο πραγματικά πρεσβεύει, το ευγενές έμβλημα του ανατέλλοντος ηλίου, που αναδεικνύεται και ανυψώνεται ανάμεσα στα φωτισμένα έθνη του κόσμου» (ελεύθερη μετάφραση).
12 Αναφέρεται σε μια συμφωνία στην οποία προχώρησαν οι δύο χώρες, σχετικά με την επιρροή τους στις εσωτερικές υποθέσεις της Κορέας. Η συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Ιτό με τον Li Hongzhang (李鴻章, 1823-1901) και ακολούθησε το λεγόμενο Γκάσπιν Πραξικόπημα που έλαβε χώρα στην Κορέα το 1884.
13 Σύμφωνα με μια ιστορία, στις συζητήσεις για το ποιος θα έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός, ο Ινόουε ανέφερε τη σημασία του να είναι κάποιος που να μπορεί να διαβάζει τηλεγραφήματα από το εξωτερικό (τα λεγόμενα «κόκκινα τηλεγραφήματα – 赤電報») και Ιτό πληρούσε αυτό το κριτήριο.
14 Συμβουλευτικό όργανο-συμβούλιο, στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, ενεργό από το 1888 έως το 1947. Χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να περιοριστεί η εξουσία της βουλής.
15 Αφορμή για τον Πόλεμο ήταν η Ντόνγκακ Αγροτική Επανάσταση (동학 농민 혁명), η οποία έλαβε χώρα στην Κορέα, το 1894, όταν οι δύο χώρες έσπευσαν να ενισχύσουν τη θέση/επιρροή τους στην περιοχή.
16 Πολύς λόγος έχει γίνει για τις συνθήκες υπό τις οποίες η κορεάτικη πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της.
17 Υπάρχουν κάποιες θεωρίες οι οποίες υποστηρίζουν πως δεν ήταν στην πραγματικότητα οι σφαίρες του An που σκότωσαν τον Ιτό και πως υπήρχαν στο σημείο και άλλοι δολοφόνοι που υπηρετούσαν άλλους σκοπούς.