Ο Γιοσίντα Σόιν (吉田 松陰) ήταν ένας λόγιος σαμουράι της εποχής Έντο (1603-1867). Ήταν δάσκαλος, μελετητής του κομφουκιανισμού και για πολλούς ήρωας, αλλά και μάρτυρας της περιόδου Μπακουμάτσου (τελευταία χρόνια της εποχής Έντο, 1853-1869). Πολλοί από τους μαθητές του, έπαιξαν σημαντικούς ρόλους στη δημόσια ζωή της χώρας και ο ίδιος συχνά θεωρείται ο πνευματικός ηγέτης της Παλινόρθωσης Μέιτζι (1868).
Ο Σόιν (吉田 松陰)1 γεννήθηκε (ως Σούγκι Τορανόσουκε, 杉 寅之助) το 1830, στο χωριό Ματσουμότο, στο Χάγκι του νομού Τσόσιου (σήμερα τμήμα του νομού Γιαμαγκούτσι). Ο πατέρας του, Σούγκι Γιουρινόσουκε (1804-1865), ήταν χαμηλόβαθμος σαμουράι και καθώς ο Σόιν ήταν ο δεύτερος γιος της οικογένειας, υιοθετήθηκε από τον θείο του Γιοσίντα Νταϊσούκε (πέθανε το 1835), ο οποίος ήταν εισηγητής της στρατιωτικής σχολής του Γιαμάγκα Σόκο (1622-1685)2, στην οικογένεια Γιοσίντα, η οποία υπηρετούσε τον νταϊμιό (τοπικός άρχοντας) της περιοχής. Όταν λίγο αργότερα ο θείος του πέθανε, ο Σόιν, στα πέντε του, έγινε η κεφαλή του οίκου. Την εποχή αυτή ήταν γνωστός ως Γιοσίντα Τορατζίρο (寅次郎).
Έλαβε αυστηρή εκπαίδευση από τον θείο του Ταμάκι Μπούν’νοσιν (1810-1876)3 – οποίος θα ίδρυε το 1842 την ακαδημία που στο μέλλον θα αναλάμβανε ο Σόιν- και σε νεαρή ηλικία (δέκα ετών), κλήθηκε να αναλάβει το παραδοσιακό καθήκον του οίκου των Γιοσίντα και να γίνει λέκτορας των στρατιωτικών διδαγμάτων της σχολής του Γιαμάγκα. Λέγεται λοιπόν (κατά κάποιους με μια δόση υπερβολής), πως παιδί ακόμα εντυπωσίασε τον νταϊμιό με την ευχέρεια με την οποία προσέγγιζε τα σχετικά κείμενα και πως θεωρούταν τοπική ιδιοφυΐα.
Ο Σόιν συχνά περιγράφεται ως αδύνατος, με άσχημη και απεριποίητη εμφάνιση. Παρ’όλα αυτά, ο λόγος του περιγράφεται ως ευγενής και βαθύς και ο ίδιος ως πεισματάρης, ευθύς, αλλά ταυτόχρονα αθώος, με έντονο το ηθικό στοιχείο και ζήλο για μάθηση.
Το 1848 ξεκίνησε να διδάσκει στρατιωτική επιστήμη στο σχολείο της περιφέρειας, Μέιρινκαν (明倫館). Στα είκοσί του, του δόθηκε άδεια να ταξιδέψει στο Κιούσου, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του. Επισκέφτηκε διάφορες πόλεις, μεταξύ των οποίων και το Ναγκασάκι, όπου και ήρθε σε επαφή με ολλανδούς ναυτικούς, ενώ συνάντησε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μιγιάμπε Τέιζο (1820-1864), σαμουράι από την επαρχία Χίγκο (σήμερα Κουμαμότο) και υποστηρικτής του κινήματος Σόν’νο τζόι (尊皇攘夷 -τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων), ο οποίος θα γινόταν ένας από τους στενότερούς του φίλους. Στην επιστροφή του έγγραψε και το πρώτο του υπόμνημα στον ντάιμιο της Τσόσιου, σχετικά με τη σημασία της περαιτέρω ανάπτυξης της εκπαίδευσης που θα αφορούσε ζητήματα ειρήνης και πολέμου.
Το 1851 ταξίδεψε στο Έντο, ως μέλος της αποστολής του νταϊμιό, στο πλαίσιο του συστήματος Σάνκιν Κόταϊ (参勤交代)4. Εκεί, γνώρισε και τον λόγιο σαμουράι Σάκουμα Σόζαν (1811-1864), του οποίου και αργότερα έγινε μαθητής. Ο Σόιν μαζί με τον Μιγιάμπε όμως, στην προσπάθειά τους να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, αποφάσισαν να ταξιδέψουν στη συνέχεια και στο Τοχόκου. Έτσι, ο Σόιν ζήτησε και πάλι άδεια από την επαρχία του ωστόσο, καθυστερώντας αυτή, αποφάσισε να αναχωρήσει χωρίς να την έχει. Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται να είχε πει αργότερα για το γεγονός, «μια υπόσχεση είναι βαρύτερη από ένα βουνό», προσθέτοντας πως «όταν εγώ, ως ένας πραγματικός άνδρας, έχω δώσει την υπόσχεσή μου να φύγω από την περιφέρειά μου, τιμώ τη χώρα μου με το να την τηρήσω και ατιμάζω τη χώρα μου με το να μη την τηρήσω».
Η πράξη του αυτή βεβαίως [γνωστή και ως ντάππαν (脱藩), εγκατάλειψη επαρχίας], αποτελούσε σημαντική παραβίαση των κανόνων της εποχής και ο ίδιος, αφού επισκέφτηκε διάφορα μέρη και συνάντησε προσωπικότητες όπως ο Αϊζάουα Σέσισαϊ (1782-1863)5, πήγε στο Έντο όπου και παραδόθηκε στις αρχές. Στάλθηκε πίσω στο Χάγκι, ενώ η τιμωρία του ήταν το να χάσει τον τίτλο και τη θέση του. Μπορούσε όμως πλέον να μετακινηθεί ελεύθερα.
Ενθαρρυμένος λοιπόν και από τον Σάκουμα, ο οποίος του είχε εμφυσήσει την ιδέα πως για να ελέγξεις τους βαρβάρους, θα πρέπει πρώτα να τους μάθεις και ο οποίος τόνιζε συχνά τη σπουδαιότητα της μελέτης του κόσμου, μέσω ενός ταξιδιού, το έβαλε σκοπό του να ταξιδέψει στο εξωτερικό6. Η έλευση των λεγόμενων «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουροφούνε)7 υπό τον αρχιπλοίαρχο Μάθιου Πέρρυ, το 1853, τον είχε πείσει πως η ανάγκη απόκτησης γνώσεων από τη Δύση ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ιαπωνία να αντισταθεί στις εξωτερικές προκλήσεις.
Ταξίδεψε στο Ναγκασάκι, με σκοπό να επιβιβαστεί λαθραία σε ένα πλοίο μιας «αντίστοιχης» ρωσικής αποστολής ωστόσο, όταν έφτασε εκεί τα πλοία είχαν ήδη αποχωρήσει. Είδε λοιπόν σαν ευκαιρία τα πλοία της αποστολής από την Αμερική, που το 1854 επέστρεψαν στην Ιαπωνία (στη Σιμόντα). Ήταν μαζί με τον (πρώτο;) μαθητή του Κανέκο Σιγκενόσουκε (1831-1855), όταν επιβιβάστηκαν τη νύχτα σε μια βάρκα και προσέγγισαν αρχικά το πλοίο Mississippi και στη συνέχεια το Powhatan8 (είχαν ήδη δώσει από πριν, σε ένα από τα μέλη του πληρώματος, ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσαν το σκοπό τους). Γρήγορα βεβαίως έγιναν αντιληπτοί.
Ο Σόιν είχε μαζί του ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα-ποίημα του Σάκουμα (ο οποίος επίσης συνελήφθη αργότερα και ανακρίθηκε για το γεγονός), ενώ προσπάθησε να εξηγήσει τους λόγους της κίνησής τους αυτής στον διερμηνέα της αμερικανικής αποστολής, μέσω γραπτής επικοινωνίας σε κανμπούν (漢文)9. Του εξήγησε πως απαγορευόταν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, πως η ζωή τους θα κινδύνευε εάν γινόντουσαν αντιληπτοί από τις αρχές της χώρας και του εξέφρασε την επιθυμία τους να γνωρίσουν τον κόσμο. Και παρ’όλο που, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά της αμερικανικής αποστολής, ο αρχιπλοίαρχος Πέρρυ ήταν πρόθυμος να τους δεχθεί και «να πάρει λίγους Ιάπωνες μαζί του στην Αμερική», η πρόσφατη συμφωνία την οποία οι δύο χώρες είχαν υπογράψει (Συνθήκη Φιλίας μεταξύ Ιαπωνίας και Αμερικής, 日米和親条約), δεν του το επέτρεπε. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Πέρρυ προσπάθησε στη συνέχεια να επηρεάσει τις αρχές, ώστε να μη τιμωρηθούν βαριά οι δύο άνδρες.
Συνελήφθησαν λοιπόν, τοποθετήθηκαν σε εξωτερικά κλουβία10 και στη συνέχεια φυλακίστηκαν σε μία από τις πλέον γνωστές φυλακές της περιόδου, την φυλακή της Ντένμα (伝馬町牢獄). Μετά από κάποιους μήνες, στάλθηκαν πίσω στο Χάγκι, στην Τσόσιου, όπου και φυλακίστηκαν (σε διαφορετικά μέρη) και πάλι, για αρκετούς μήνες (ο Κανέκο πέθανε όντας υπό κράτηση, το 1855). Όσο βρισκόταν στη φυλακή ο Σόιν, έγραψε ένα ημερολόγιο, με τον τίτλο «Καταγραφές από την φυλακή (幽囚録)», όπου μεταξύ άλλων, αναφερόταν και στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν την εποχή εκείνη, όπως μεταφορά της κυβέρνησης μπακούφου στο Κιότο και δημιουργία ακαδημίας για τη μελέτη δυτικών γνώσεων και επιστημών. Επιπλέον, όσο ήταν εκεί, έδινε διαλέξεις στους συγκρατούμενούς του (λέγεται πως συμμετείχαν ακόμη και φύλακες σε αυτές) για τη σκέψη του Μένγκ-τζι (孟子), ενώ γνώρισε και τον Τομινάγκα Γιούριν (1821-1900), ο οποίος αργότερα δίδαξε στο σχολείο του. Ο Σόιν πίστευε πως η εκπαίδευση θα μπορούσε να «μεταμορφώσει» ηθικά κάποιον, καθώς όλοι έχουν να προσφέρουν κάτι.
Το σχολείο του Σόιν επομένως, άνοιξε όταν αποφυλακίστηκε (τέθηκε σε κατ’οίκον περιορισμό) και αργότερα ανέλαβε το «Χωριανό σχολείο κάτω από τα πεύκα (松下村塾)», το σχολείο του θείου του Ταμάκι. Αρχικά, είχε ξεκινήσει να δίνει διαλέξεις στο πατρικό του, στο συγγενικό και γειτονικό του περιβάλλον. Η φήμη όμως των μαθημάτων του διαδόθηκε και έτσι ανέλαβε το σχολείο του θείου του. Το σχολείο γρήγορα μεγάλωσε και συγκέντρωσε κάποιους από τους άνδρες, οι οποίοι θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στα μελλοντικά τεκταινόμενα. Μεταξύ αυτών ήταν προσωπικότητες όπως οι Ίτο Χιρομπούμι (1841-1909), Γιαμαγκάτα Αριτόμο (1838-1922), Ινόουε Καόρου (1836-1915), Κίντο Τακαγιόσι (αλλιώς γνωστός και ως Κάτσουρα Κόγκορό, 1833-1877) και Τακασούγκι Σίνσακου (1839-1867). Το σχολείο δεχόταν μαθητές ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και ήταν ο ρόλος του Σόιν ως δασκάλου εκείνος που, σύμφωνα με πολλούς μελετητές του, αποτέλεσε τη σπουδαιότερη συμβολή του.
Ο Σόιν δίδασκε στους μαθητές του τη σημασία της μάθησης ως ηθικού οδηγού για τη δράση. Τους τόνιζε πως δεν θα έπρεπε να φοβούνται το θάνατο, καθώς αυτός ήταν ασήμαντος και πως οι πράξεις του καθενός ήταν εκείνες που μετρούσαν. Μιλούσε για την σημασία της αποφασιστικότητας στην πράξη και για τη σημασία της απόκτησης (κλασικής και μη) γνώσης. Παράλληλα, το πρόγραμμα του επέτρεπε την συμμετοχή άλλων δασκάλων, καθώς και των μαθητών στις συζητήσεις των θεμάτων και δεν περιοριζόταν στην τάξη, αλλά περιλάμβανε και αγροτικές εργασίες. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι μαθητές του έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση για τον ίδιο.
Παράλληλα, τα χρόνια εκείνα έγραψε σειρά υπομνημάτων και επιστολών στους μαθητές του (δεν του επιτρεπόταν πλέον να ταξιδέψει), στα οποία εξέφραζε τις απόψεις του για την επικαιρότητα της εποχής. Το άνοιγμα της χώρας έπρεπε να γίνει με αποφασιστικότητα και πυγμή. Άνδρες ικανοί, ανεξαρτήτως βαθμού, έπρεπε να αξιοποιηθούν. Σπουδαστές να σταλούν στο εξωτερικό και ναυτικό και εμπόριο να αναπτυχθούν. Η Ιαπωνία έπρεπε να σταθεί ισχυρή στη παγκόσμια σκηνή και όχι ως θύμα, κάτι που η Συνθήκης Φιλίας και Εμπορίου (日米修好通商条約), που υπεγράφη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας το 1858, δεν υποδείκνυε. Φαίνεται πως ο Σόιν ήταν οργισμένος με την κυβέρνηση μπακούφου και τους χειρισμούς της στο ζήτημα αυτό και ήταν αποφασισμένος πλέον να αναλάβει δράση.
Στο πλαίσιο αυτό, οργάνωσε ένα σχέδιο δολοφονίας στο Κιότο, του υψηλόβαθμου αξιωματικού της κυβέρνησης, Μανάμπε Ακικάτσου (1804-1884), ο οποίος είχε ασκήσει έντονες πιέσεις στον αυτοκράτορα, σχετικά με την υπογραφή της προαναφερθείσας συνθήκης. Το σχέδιο του όμως αποκαλύφθηκε και ο Σόιν συνελήφθη και πάλι, ενώ το σχολείο του έκλεισε. Αφού φυλακίστηκε στο Χάγκι, ζητήθηκε η μεταφορά του στο Έντο, με το πρόσχημα μιας επαφής που είχε πρόσφατα με τον Ουμέντα Ούνπιν (1815-1859), ο οποίος ήταν υποστηρικτής του κινήματος Σόν’νο τζόι και είχε επίσης φυλακιστεί.
Στο Έντο ο Σόιν, ήρεμος όπως λέγεται και πιστός στις αρχές του, αφού άρπαξε την ευκαιρία να εκφράσει τις ιδέες του, καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Πιστεύεται συχνά πως βλέποντας πολλούς από τους μαθητές και σύγχρονούς του να κρατούν στάση αναμονής ως προς τα γεγονότα της εποχής και να εκφράζουν τη σκέψη πως η κατάσταση δεν ευνοούσε την άμεση δράση, ο Σόιν θέλησε ο ίδιος να θυσιαστεί για τον σκοπό και με αυτή του την πράξη να τους κινητοποιήσει. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως την περίοδο αυτή έλαβε χώρα και η λεγόμενη «Άνσεϊ Εκκαθάριση (安政の大獄)»11, υπό τον κυβερνητικό αξιωματούχο Ίι Ναόσουκε (1815-1860).
Το κατηγορητήριο ανέφερε ότι ο Σόιν είχε δείξει ασέβεια στην ανώτερη αρχή της χώρας. Ήταν ένοχος για απόπειρα ταξιδιού στο εξωτερικό, για την αυθαίρετη υπόθεση πως προσέφερε συμβουλές στην κυβέρνηση, για θέματα άμυνας, ενώ ήταν ακόμα στη φυλακή και αργότερα, συμβουλές σχετικά με την εξωτερική πολιτική, παρ’όλο που βρισκόταν υπό κατ ‘οίκον περιορισμό, καθώς και για την αντίθεσή του στην κληρονομική διαδοχή στο αξίωμα.
Σήμερα, ο Σόιν μας θυμίζει το πνεύμα μιας άλλης εποχής, που όμως συνεχίζει να εμπνέει. Παρά το γεγονός πως δίδαξε στο σχολείο του για λιγότερο από τρία χρόνια, αποτελεί έναν από τους πλέον φημισμένους δασκάλους της περιόδου. Στην πόλη Χάγκι, μπορεί κανείς να επισκεφτεί τον «Ναό Σόιν (松陰神社)» (άνοιξε το 1907), ο οποίος λειτουργεί και ως μουσείο. Εκεί βρίσκεται και το κτίριο με τις αίθουσες που αποτέλεσαν το σχολείο του. Επιπλέον, ο Σόιν είναι άλλη μία από τις ιστορικές φιγούρες που αποτέλεσαν (και ακόμα αποτελούν) βάση σύγχρονων έργων (γραπτών και μη), με το άνιμε Gintama, όπου βλέπουμε τον Σόιν και κάποιους από τους μαθητές του, να αποτελεί ίσως το γνωστότερο παράδειγμα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως φαίνεται ότι ενώ το πρώτο βιογραφικό έργο στην Ιαπωνία για τον Σόιν, εμφανίστηκε το 1890, μία αγγλική «βιογραφία» του γράφτηκε ήδη το 1880, όταν ο Robert Louis Stevenson (1850-1894), συγγραφέας έργων όπως «Το νησί των θησαυρών» (1883) και «Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ» (1886) έγραψε για τη ζωή του12, βασισμένος στα λεγόμενα του μαθητή του, Μασάκι Τάιζο (1846-1896), τον οποίο είχε συναντήσει στο Εδιμβούργο και του οποίου οι ιστορίες για τον Σόιν τον είχαν συγκινήσει βαθιά όπως έλεγε. Το σχετικό κεφάλαιο είχε τον τίτλο «Yoshida Torajiro» και ο Stevenson χαρακτηριστικά είχε γράψει για αυτό, σε μία του επιστολή προς έναν φίλο, πως αφορούσε «έναν Ιάπωνα ήρωα που θα ζεστάνει το αίμα σου».
Υποσημειώσεις
1 Σε όλο το κείμενα χρησιμοποιείται το Σόιν, όπως έχει επικρατήσει σε μεγάλο τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας.
2 Ο Γιαμάγκα Σόκο ήταν μελετητής του Κομφουκιανισμού και η σκέψη του έγινε ο κεντρικός πυρήνας αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως Μπουσίντο (武士道, ο δρόμος των σαμουράι). Ήταν από τους πρώτους που συστηματοποίησε τον ρόλο και τις υποχρεώσεις των σαμουράι και οι ιδέες του συνέβαλαν σημαντικά στην ιαπωνική στρατιωτική επιστήμη.
3 Ο οίκος των Σούγκι ήλεγχε και την γενεαλογία των οίκων Ταμάκι και Γιοσίντα. Έτσι, ο πρώτος γιος γινόταν η κεφαλή του οίκου Σούγκι, ενώ οι νεότεροι υιοθετούνταν από τους δύο άλλους οίκους.
4 Κατά την περίοδο Έντο (1603-1867), εφαρμόστηκε το λεγόμενο σύστημα Σάνκιν Κόταϊ (参覲交代, εναλλασσόμενη παρουσία), σύμφωνα με το οποίο οι ντάιμιο όφειλαν να διατηρούν οικίες στην πρωτεύουσα Έντο, και να διαμένουν εκεί, σε εναλλάσσοντας χρονιές μεταξύ της περιφέρειάς τους και της πρωτεύουσας. Μάλιστα, οι οικογένειές τους έπρεπε να παραμένουν στην οικία του Έντο. Το σύστημα αυτό επέτρεπε στον Σόγκουν να ασκεί καλύτερο έλεγχο στους ντάιμιο.
5 Λόγιος, εκπρόσωπος της λεγόμενης Σχολής Μίτο, ο οποίος έγραψε για ζητήματα εθνικής πολιτικής και ανέπτυξε πτυχές του όρου «Κόκουταϊ (国体, εθνικό πολίτευμα)»
6 Εκείνα τα χρόνια η κυβέρνηση μπακούφου είχε απαγορεύσει την αυθαίρετη έξοδο από τη χώρα.
7 Η Ιαπωνία, λίγο μετά την έναρξη της περιόδου Έντο (1603-1867), υιοθέτησε ένα σύστημα απομονωτισμού θα έλεγε κανείς, κλείνοντας τα σύνορά της, πέρα λίγων εμπορικών διαδρόμων στο Ναγκασάκι, το Έζο (βόρειο τμήμα του σημερινού Χοκάιντο) και το Βασίλειο Ριούκιου (σημερινή Οκινάουα). Ο 19ος αιώνας ωστόσο, έφερε μαζί του αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις για το άνοιγμα των συνόρων και τη σύναψη εμπορικών-πολιτικών συνθηκών. Το αποκορύφωμα αυτών ήταν η έλευση, το 1853 (και ξανά το 1854), στο λιμάνι της Ουράγκα, του Αμερικανού αρχιπλοίαρχου Μάθιου Πέρρυ και των «Μαύρων Πλοίων» (黒船 – κουροφούνε) που τον συνόδευαν, η οποία έκανε ξεκάθαρο στους ιάπωνες πως η πολιτική αυτή του απομονωτισμού δεν θα μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί, στο νέο διεθνές σκηνικό. Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν έτσι από εσωτερικές διαφωνίες, διαμάχες και σύγχυση για το ποια πορεία θα έπρεπε η χώρα να ακολουθήσει. Να ανοίξει προς το νέο αυτό κόσμο ή να συνεχίσει την «απομόνωσή» της; Την περίοδο αυτή ακούμε και το γνωστό σύνθημα «Σόν’νο τζόι (τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων)» από τους υποστηρικτές της δεύτερη θέσης.
8 Κάποιοι μελετητές έχουν εκφράσει τη σκέψη πως ίσως ο σκοπός του Σόιν να μην ήταν να φύγει στο εξωτερικό, αλλά να δολοφονήσει τον Πέρρυ.
9 Μορφή γραφής σε κλασικά Κινεζικά, η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Ιαπωνία, από την περίοδο Νάρα (710-794) μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.
10 Μια πρακτική που συνηθιζόταν κατά το παρελθόν.
11 Ένα μέτρο ευρείας καταστολής όσων προσώπων και ομάδων αντιτίθονταν στην κυβέρνηση μπακούφου και τις πολιτικές της, το οποίο έλαβε χώρα την λεγόμενη περίοδο Άνσεϊ (1854-1860), μεταξύ 1858-1860, υπό τον κυβερνητικό αξιωματούχο Ίι Ναόσουκε. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών, σημαντικός αριθμός προσώπων περιορίστηκε, φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε. Μετά την έλευση των Μαύρων Πλοίων, πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωναν την πίστη τους στον αυτοκράτορα (Σόν’νο τζόι -τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων) και προσπάθησαν να αντισταθούν στην πίεση από τις ξένες δυνάμεις και να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Συχνά αποκαλούνταν Σίσι (志士, άνδρες του σκοπού) και ο Σόιν θεωρείται συχνά ένας από αυτούς.
12 Stevenson, R. L., Familiar studies of men and books (New York: Charles Scribner’s Sons, 1923)