Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε (ήδη και σε δεύτερη έκδοση) από τις εκδόσεις Άγρα, η μετάφραση από τον γράφοντα του έργου του Αμπέ Κόμπο «Το πρόσωπο του άλλου». Κάποια αναγκαία εισαγωγικά στοιχεία, όπως μια βιογραφία του συγγραφέα, η θέση του στην ιστορία της ιαπωνικής λογοτεχνίας, οι δυσκολίες της μετάφρασης κ.λπ., έχομε παραθέσει στην εισαγωγή αυτής της έκδοσης. Γι’ αυτό εδώ δεν θα επαναλάβομε πράγματα που μπορεί να τα βρεί κανείς εκεί. Εδώ θα εκφράσομε κάποιες σκέψεις γύρω από τον τρόπο συγγραφής και, κυρίως, γύρω από τις ιδέες που κινούνται στο βάθος του βιβλίου και, τέλος, γύρω από τη βασική του δομή, ώστε να διευκολύνομε την κατανόησή του.
Σε ένα πείραμα που κάνει με υγρό οξυγόνο χωρίς να λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις, ένας χημικός καίει το πρόσωπό του. Στη θέση του μένει μια πληγή. Σώζονται μόνο τα μάτια, προστατευμένα όπως ήταν από τα γυαλιά. Αυτή η απώλεια γεννά το θέμα του συναρπαστικού βιβλίου, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολου βιβλίου του Αμπέ Κόμπο, που έχει τον τίτλο «Το πρόσωπο του άλλου». Δύσκολου σε επίπεδο γραφής, εφόσον αυτή ζητά να μεταφέρει με τη θραυσματικότητά της, με τους συνεχείς λόγους και αντιλόγους, με την ελλειπτικότητά της, τη διαταραγμένη κατάσταση που ζη ο ήρωας μετά το ατύχημα· αλλά και σε επίπεδο περιεχομένου, εφόσον αυτό το θέμα, της απώλειας του προσώπου, οδηγεί τον συγγραφέα (και μαζί μ’ αυτόν και εμάς) όχι μόνο να μπεί μέσα στη θύελλα που δημιουργούν οι συνέπειες ενός τέτοιου ατυχήματος, και που είναι η καταστροφή όλων των όψεων της ζωής, της κοινωνικής, της επαγγελματικής, της ερωτικής, αλλά και όλα τα ερωτήματα που ανακύπτουν γύρω από την αξία και τον ρόλο του προσώπου. Το έργο αποτελείται σε μεγάλο μέρος από τέτοια ερωτήματα, που περιγράφονται σαν να ελλοχεύουν και να εμφανίζονται ξαφνικά, το ένα μετά το άλλο, μη αφήνοντας τον ήρωα – και τον άναγνώστη – να ανασάνει, και βέβαια κι από τις προσπάθειες του ήρωα να δώσει απαντήσεις σ’ αυτά. Απαντήσεις που, ωστόσο, επίσης δεν αφήνουν περιθώριο για ανάπαυση, αφού συνεχώς αναιρούνται, αφήνοντας τις ερωτήσεις για πάντα εκκρεμείς.
Με βάση αυτό τον λαβύρινθο των ερωτήσεων και των συνεχώς αναιρούμενων απαντήσεων το μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστεί φιλοσοφικό. Μ’ όλο που θα λέγαμε ότι είναι επίσης κοινωνικό όπως και ψυχολογικό, είναι αλήθεια ότι είναι κυρίως φιλοσοφικό. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αμπέ Κόμπο εισάγει στα έργα του αυτό που θα ονομάζαμε φιλοσοφία. Όμως εδώ το κάνει, τόσο από άποψη ποσότητας – ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνεται από αυτήν – όσο και πολυπλοκότητας, περισσότερο από αλλού. Το εύρημα να στεγάσει τα φιλοσοφικά σημεία κυρίως στα τμήματα του βιβλίου που ονομάζει με λέξεις όπως «προσθήκη», και να κατανείμει αυτές τις προσθήκες σε όλη την έκταση του βιβλίου, αφαιρεί κάτι από το βάρος τους ή ακόμα και από την ενόχληση που θα προκαλούσαν με τη διακοπή της αφήγησης (αν και κάποιες ο αναγνώστης θα τις βρεί σίγουρα περισσότερο επιμήκεις από όσο θα έπρεπε).
Το κύριο ερώτημα – που παραμένει τελικά αναπάντητο – είναι αυτό που αφορά τον λόγο, την αιτία της αξίας του προσώπου. Γιατί τάχα η απώλεια του προσώπου και όχι π.χ. η απώλεια του χεριού ή κάποιου άλλου μέλους, μετατρέπει κάποιον σε τέρας που η κοινωνία αποστρέφεται; Η απάντηση που δίνεται με το στόμα του γιατρού Κ, τον οποίο ο ήρωας επισκέπτεται με την ελπίδα ότι τα τεχνητά μέλη που εκείνος κατασκευάζει θα μπορούσαν να δώσουν λύση στο πρόβλημά του, ότι το πρόσωπο αποτελεί το δρόμο ή τη δίοδο προς τους άλλους, υπονομεύεται από το αναπάντητο ερώτημα, γιατί το πρόσωπο να αποτελεί μια τέτοια δίοδο. Σε άλλους πολιτισμούς, που υπήρξαν στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, όπως γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες, άλλα μέλη έπαιζαν αυτό τον ρόλο, με το πρόσωπο να καλύπτεται. Ότι μέχρι το τέλος του βιβλίου το ερώτημα τίθεται και ξανατίθεται με διάφορους τρόπους, ότι οι απαντήσεις σ’ αυτό συνεχώς αναιρούνται, δείχνει πως ο συγγραφέας δεν βρίσκει την απάντηση που ζητά.
Όμως, αν η απάντηση στο γιατί δεν δίνεται, το αξίωμα της ύψιστης σημασίας του προσώπου παραμένει. Παραμένει ακόμα και με την κατασκευή της μάσκας, που τη φτιάχνει τόσο τέλεια, ώστε να μην είναι τελικά μάσκα, αλλά ακριβώς ένα άλλο πρόσωπο. Μέσω αυτής της αντίληψης και χρήσης της μάσκας, η αξία του προσώπου καταφάσκεται με τον πιο ισχυρό τρόπο. Καταφάσκεται μάλιστα η αξία του ενός, ατομικού φυσικού προσώπου, εφόσον, αν οι άνθρωποι αρχίσουν να φορούν όχι μόνο μία, αλλά διάφορες μάσκες, κατασκευασμένες τόσο τέλεια όσο η δική του, όλο το δίκτυο των θεωρούμενων ως δεδομένων κοινωνικών καταστάσεων θα καταρρεύσει.
Το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού (αλλιώς avant garde), όπως λέγεται το λογοτεχνικό είδος που υπηρέτησε ο Αμπέ Κόμπο, εκείνο δηλαδή που περιγράφει καταστάσεις φανταστικές που λαμβάνουν χώρα μέσα στη συνήθη ζωή, συνίσταται εδώ στο ότι η μάσκα γίνεται ένα άλλο, αυτόνομο ον, κάποιος άλλος. Εδώ υποφώσκει και η ιδέα ότι αντί να παραμείνει κάτι δευτερεύτον σε σύγκριση με το πραγματικό πρόσωπο, ή κάτι άσχετο με τη θεωρούμενη πραγματικότητα γενικά, η μάσκα, αντίθετα, γίνεται μια άλλη πραγματικότητα, εξίσου τέτοια με τη θεωρούμενη. Όμως ο ήρωας εκφράζει κάποια στιγμή την υποψία του, μήπως αυτός δεν είναι παρά ο κρυφός του εαυτός, αυτός που η προσωπικότητά του και οι επιθυμίες του είναι απωθημένες στο βάθος του φαινόμενου εαυτού.
Αυτή η υποψία ενισχύεται από το γεγονός ότι η μάσκα παίζει ένα ρόλο σκοτεινό. Ο συγγραφέας την εξοπλίζει με ο,τι κακό μπορεί να περιέχεται στο υποσυνείδητο, όπως με την επιθυμία να ξεγελάσει τη γυναίκα του, να την ανακτήσει ερωτικά ως κάποιος άλλος, αλλά, τελικά, σε ένα κρεσέντο της σκοτεινής στάσης της μάσκας απέναντί της, να την σκοτώσει, όπως στο τέλος μας αφήνει να εννοήσομε ότι το κάνει. Την εξοπλίζει επίσης με την επιθυμία μιάς απόλυτης ελευθερίας, που όμως στόχος της είναι το γκρέμισμα των ορίων της κοινωνίας στη σεξουαλική ζωή. Μ’ αυτή την, έστω υποψία για το τι μπορεί να είναι αυτός ο άλλος που ενσαρκώνει η μάσκα, δηλαδή ο κρυπτόμενος πίσω από τον καθημερινό, σκοτεινός εαυτός, ο Αμπέ Κόμπο υπονομεύει (πέρα από το ηθικό: η νίκη της μάσκας είναι νίκη του κακού) κι αυτό, το βασικό στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού που έχει αυτό το έργο.
Ολ’ αυτά, βέβαια, δεν φαίνονται και δεν διαπιστώνονται με μια πρώτη ματιά. Το έργο δημιουργεί στον αναγνώστη μάλλον μια συνεχή αίσθηση απορίας. Ήδη από την αρχή αυτού του εκτεταμένου σημειώματος που απευθύνεται στη γυναίκα του και που είναι το βιβλίο, δεν ξέρομε ποιος είναι εκείνος στον οποίο απευθύνεται, γιατί λέει αυτά που λέει. Το μαθαίνομε στο τέλος. Πραγματικά, ξεκινάει από το τέλος. Είναι ένα συγγραφικό εύρημα, που δημιουργεί από τις πρώτες σελίδες την αίσθηση της απορίας. Από την άλλη, η λαβυρινθώδης δομή του έργου (συνιστάμενη κυρίως, όπως παρατηρήσαμε, στις φιλοσοφικές εκτροπές) κρύβει τις κύριες ιδέες, τους κύριους άξονες που το αποτελούν. Αυτούς θα μπορούσε να τους διακρίνει κανείς, αν χωρίσει το βιβλίο σε δύο μέρη, που δημιουργούνται από τα δύο κύρια θέματα και που είναι: 1) Η αξία του προσώπου, και 2) Τι προκαλεί η αντικατάσταση του φυσικού προσώπου με ένα τεχνητό, δηλαδή με μια μάσκα, όμως τόσο τέλεια, που είναι ένα άλλο πρόσωπο και άρα ένας άλλος.
Την αξία του προσώπου την κάνει θέμα, όπως είπαμε, μέσα από την απώλειά του. Όπως σημειώσαμε, η απώλεια είναι εκείνη που γεννά το θέμα κι αυτό το εκμεταλλεύεται ο συγγραφέας. Δημιουργεί μια απώλεια, ώστε να φανεί ποια είναι η αξία του απωλεσθέντος. Δείχνει λοιπόν ότι μ’ αυτή την απώλεια καταστρέφεται κάτι βασικό, δηλαδή όλο το δίκτυο των σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους, στη δουλειά, γενικά στην κοινωνία, στο σπίτι με τη γυναίκα του. Έπεται ότι η αξία του προσώπου συνίσταται στο ότι αυτό εξασφαλίζει αυτή τη σχέση. Αυτό το μέρος μπορεί να διαιρεθεί σε δύο υπομέρη: 1) Δείγματα της καταστροφής της εν λόγω σχέσης. Δίνει αρκετά τέτοια, όπως η αρνητική αντίδραση της γυναίκας του, όταν την πλησιάζει ερωτικά, η αντίδραση του κοριτσιού στο εργαστήριο, εκείνη του παιδιού στο τραμ, των ανθρώπων που δεν κάθονται δίπλα του στο παγκάκι κ.α. Εδώ ανακύπτει και η σκέψη ότι η κατάστασή του δημιουργείται από την κοινωνία, που δεν δέχεται σαν άνθρωπο αυτό που βλέπει σαν τέρας. 2) Η αντίδραση του ήρωα απέναντι στην καταστροφή. Αυτή συνίσταται στις προσπάθειες που κάνει για να υπερβεί, να ξεπεράσει, να διορθώσει την απώλεια. Αυτές περιλαμβάνουν τις γάζες -με τις οποίες όμως δεν κατορθώνει πολλά, μάλλον το αντίθετο, εφόσον αυτές προκαλούν αποστροφή και φόβο. Την προσποίηση, μέσω της οποίας προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι δεν έγινε και τίποτε. Την υποτίμηση της αξίας του προσώπου μέσα από τη θεώρηση άλλων πραγμάτων ως συνιστώντων την αξία τη δική του και των άλλων γενικά, όπως από την υποκατάσταση του προσώπου σ’ αυτό το ρόλο με την ατομική προσωπικότητα, την ψυχή, τη δουλειά, τις βασικές δομές της πραγματικότητας που δεν μεταβάλλονται (όσο κι αν έχει χαθεί το πρόσωπο, ένα κι ένα κάνει πάντα δύο, λέει) κ.α.
Το ότι όλα αυτά δεν πιάνουν, δείχνει το αναντικατάστατο του προσώπου. Όπως είπαμε, η κατασκευή μιάς μάσκας που δεν είναι μάσκα, αλλά πάλι ένα άλλο πρόσωπο, δείχνει επίσης το ίδιο. Ίσως ο συγγραφέας να μην ήθελε να φανεί αυτό έντονα. Ωστόσο η ανάκριση του υλικού που αποτελεί το «Πρόσωπο του άλλου» εκεί οδηγεί.
Τις ιδέες του δεύτερου μέρους, από την κατασκευή της μάσκας και μετά, ήδη τις εκθέσαμε σε όσα σχετικά σημειώσαμε παραπάνω. Ελπίζομε ότι η μάλλον ψυχρή αυτή ανάλυση δεν θα καταστρέψει τη μαγεία που αποπνέει το έργο. Θεωρούμε ότι ο αναγνώστης θα μπορούσε, μετά από αυτήν, να διαβάσει το έργο απαλλαγμένο από την αίσθηση της σύγχυσης που δημιουργεί, για όλες τις άλλες αρετές που το έχει προικίσει η μαγική γραφίδα του Αμπέ Κόμπο.
Νοέμβριος 2024