
Όταν το 1968 το Νόμπελ λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Γιασουνάρι Καουαμπάτα (1899-1972) οι Ιάπωνες είχαν απορήσει πως, ένας τόσο «Ιάπωνας» συγγραφέας τράβηξε την προσοχή της επιτροπής. Ο ίδιος ο Καουαμπάτα είχε απορήσει, διότι τότε μόνο η «Χώρα του χιονιού» και λίγα άλλα έργα του είχαν μεταφρασθεί σε δυτικές γλώσσες. Βέβαια, όπως αποδείχτηκε από το γεγονός ότι αυτό το μυθιστόρημα έγινε ένα από τα πιο αγαπητά στον κόσμο κι από τα πιο ανθεκτικά στο χρόνο, ίσως και μόνο η «Χώρα του χιονιού» να αρκούσε. Η μαγική εισαγωγική πρόταση, που από μόνη της σε περνάει από έναν κόσμο σ’ έναν άλλο, είχε επί χρόνια αντιπροσωπεύσει το σύνολο της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας: «Βγαίνοντας απ’ το μακρύ τούνελ, το τραίνο μπήκε στη χώρα του χιονιού».
Αλλά με ποια έννοια ο Καουαμπάτα είναι «Ιάπωνας» συγγραφέας; Το ερώτημα γεννιέται από το ότι κι άλλοι συγγραφείς αυτής της χώρας, μπορούν να θεωρηθούν εξίσου «Ιάπωνες»: ο Τανιζάκι, ο Μισίμα. Νομίζω ότι η απάντηση που έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι η ορθή πρέπει να βασίζεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλές Ιαπωνίες, ισάριθμες με τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν σ’ αυτή τη χώρα. Άλλος ο αισθηματικός πολιτισμός της εποχής Χεϊάν, άλλος ο πολιτισμός των σαμουράι. Εξίσου ιαπωνικοί μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο, καθώς και άλλοι.
Νομίζω ότι μπορεί να δεί κανείς τον Μισίμα ν’αντιπροσωπεύει τον δεύτερο απ’ αυτούς. Ο Τανιζάκι θα μπορούσε να ιδωθεί σαν η συνέχεια του πολιτισμού της Όσακα, ενός κόσμου πλούσιων, ασχολούμενων κατά κανόνα με το εμπόριο και, βέβαια, με τον ηδονισμό. Ο Καουαμπάτα, είναι η σύγχρονη συνέχεια της εποχής Χεϊάν: τα ψυχολογικά αισθήματα, με τις μύριες λεπτές, ανεπαίσθητες αποχρώσεις τους, η ομορφιά των καθημερινών πραγμάτων και καταστάσεων, η θλίψη που γεννά η ομορφιά, ολ’ αυτά είναι και θέματα εκείνης της εποχής. Ο Καουαμπάτα κάποτε εξύμνησε την κορυφή της λογοτεχνίας της εποχής Χεϊάν, το «Γκεν’τζι μονογκατάρι» ως το αξεπέραστο λογοτεχνικό μνημείο της χώρας. Με την ανάγνωση αυτής της λογοτεχνίας, είπε κάπου αλλού, προσπάθησε να απαλύνει τον πόλεμο και το τραύμα που αυτός δημιούργησε. Εκεί είναι οι ρίζες της λογοτεχνίας του.
Ο Καουαμπάτα υπήρξε από εκείνους τους λογοτέχνες που, ενώ στην αρχή ασχολήθηκαν με τη δυτική λογοτεχνία και τα σύγχρονα ρεύματα, κάποια στιγμή στράφηκε και πάλι στο ιαπωνικό παρελθόν, για να πάρει από εκεί στοιχεία με βάση τα οποία να δημιουργήσει το έργο του. Αυτός στράφηκε σ’ αυτή την παράδοση. Είναι φανερή η θεματολογική ομοιότητα: ενσταντανέ της ζωής, όπου πρωταγωνιστούν τα αισθήματα. Τα ανθρώπινα αισθήματα κατά κανόνα μεταφέρονται μέσα από καταστάσεις των πραγμάτων. Μ’ όλο που έχει εκφραστεί η άποψη ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό, αλλά και η “masculine mystique”, η γυναίκα, η νεαρή γυναίκα, μ’ άλλα λόγια το κορίτσι (ο Γιούκιο Μισίμα είχε πει κάποτε ότι οι νεαρές κόρες αποτελούν το αντικείμενο λατρείας του Καουαμπάτα) αποτελεί τον συχνότερο πρωταγωνιστή και το συχνότερο αντικείμενο των περιγραφών του. Ο έρωτας, η σχέση των δύο φύλων, με όλους τους λαβυρίνθους του, κυρίως ως το ακατόρθωτο ζητούμενο, αποτελεί, όπως και στο «Γκεν’τζι» κεντρικό θέμα. Η μοναξιά του σύγχρονου ατόμου, επίσης βασικό θέμα του, υπάρχει ως βασικό θέμα και εκείνης της εποχής. Το πέρασμα του χρόνου, η φθορά που φέρνει, επίσης. Η θλίψη που προκαλεί η ομορφιά από το γεγονός ότι ποτέ δεν μπορεί να συλληφθεί ούτε νοητικά ούτε με άλλο τρόπο ή από το ότι είναι περαστική, επίσης. Τέλος ο κόσμος ως όνειρο, ως ψευδαίσθηση, όπως η αντανάκλαση του κήπου μέσα στον καθρέφτη του χεριού, που στην νουβέλα «Σουϊγκέτσου» (水月, Το φεγγάρι στο νερό) κρατάει η Κυόκο στον κατάκοιτο άντρα της, για να μπορεί να βλέπει τον κήπο, και που στο τέλος αντικαθιστά την πραγματικότητα.
Πιστεύω ότι εκείνο που οδήγησε τον συγγραφέα, μια νύχτα του 1972 να βάλει στο στόμα του το σωλήνα του γκαζιού, αφού κατανάλωσε ένα μπουκάλι ουίσκυ, ήταν ο πόνος που προκαλούσε η ζωή του, έτσι όπως την έζησε μέσα από καταστάσεις όμοιες μ’ αυτά ακριβώς τα θέματα.