
Πολλοί εκπλήσσονται από το ότι το Τόκιο έχει πιο πολλά εστιατόρια με τρία αστέρια στους οδηγούς της Μισελέν από ό,τι έχει το Παρίσι. Όμως δεν είναι περίεργο: παρότι δεν είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό κάποιου που δεν έχει σχέση μαζί της, η Ιαπωνία έχει μια πλατύτατη και βαθύτατη κουλτούρα φαγητού η οποία, αν συνδυαστεί με την μέχρι υστερίας εμμονή στην εξυπηρέτηση, μπορεί σίγουρα να έχει ως αποτέλεσμα εστιατόρια που θα τα ζήλευε οποιαδήποτε γαστρονομική πρωτεύουσα του πλανήτη.
Περνώντας όμως στην άλλη άκρη του φάσματος, θα βρει κανείς μαγαζιά που παρότι δεν υπάρχουν όχι στους οδηγούς της Μισελέν αλλά ούτε καν στις τελευταίες σελίδες των τοπικών ιαπωνικών εφημερίδων, είναι αυτά που προτιμά η πλειονότητα των Ιαπώνων, τόσο για το φαγητό τους, όσο και για την ατμόσφαιρά τους. Πολύβουα μέχρι αργά το βράδυ (ή, έστω, αυτό που θεωρείται αργά το βράδυ για τις ιαπωνικές πόλεις), σχεδόν πάντα οικογενειακές επιχειρήσεις κάποιου μεσήλικου ή ηλικιωμένου ζευγαριού και με μια ατμόσφαιρα που σε μεταφέρει στις ταινίες του Όζου και του Κουροσάβα (όχι αυτές, τις άλλες), τα ιζακάγια είναι κάτι ανάμεσα σε ελληνικά ουζερί, βρετανικές παμπ και αμερικανικά greasy spoon. Αλλά με βασικό πρωταγωνιστή το ποτό.
Το πρώτο πράγμα που σε ρωτάει ο σερβιτόρος στο ιζακάγια είναι τι θα πιείς· στη συνείδηση ιδιοκτήτη και πελατών (που συνήθως είναι θαμώνες και σχεδόν πάντα, άντρες) έχεις έρθει πρωτίστως για να πιείς, συνήθως με τους συναδέλφους από τη δουλειά. Εκεί, με τις μπύρες, τα ουίσκι χάιμπολ, τα σάκε ή τα σότσου να εναλλάσσονται ασταμάτητα με μικρές μερίδες γευστικών θησαυρών τα μυστικά των οποίων κρατάει ζηλότυπα ο ιδιοκτήτης, λύνονται γραβάτες, ζώνες και τα διάφορα προβλήματα που οι σαραρίμαν, οι υπάλληλοι των διαφόρων εταιρειών συμπιέζουν στις δέκα ώρες που κρατάει η ιαπωνική εργάσιμη. Και όταν οι αυτοί φύγουν τρικλίζοντας για να προλάβουν το τελευταίο τρένο, θα μείνει πάντα κάποιος γείτονας για να σχολιάσει με μεθυσμένη αξιοπρέπεια πόσο άλλαξε η περιοχή τα τελευταία χρόνια.