Γεννήθηκα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μεγάλωσα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, στην Ελλάδα της χούντας και της μεταπολιτευτικής «ανάπτυξης» και με πλειάδα νέο-αμερικανικών επιρροών κυρίως από την τηλεόραση, πράγμα που σημαίνει ότι η ανοχή μου απέναντι στο κιτς ήταν πολύ γερή. Όμως τίποτα ελληνικό ή αμερικανικό δεν ήταν αρκετό για να με προετοιμάσει για τον ωκεανό της κακογουστιάς που ξεχύθηκε πάνω μου σχεδόν από τη στιγμή που πέρασα από το τελωνείο της Ναρίτα για πρώτη φορά. Ο καταιγισμός των χρωμάτων, των ετερόκλητων εικόνων, των ασύνδετων πέρα από κάθε λογική στοιχείων από τα 2000 χρόνια ιαπωνικής ιστορίας και κινεζικών επιρροών και των 500 χρόνων επικοινωνίας της χώρας με τη Δύση ριγμένων όλων μαζί ταυτόχρονα πάνω σε κάθε τι που συναντάει το μάτι ήταν σαν ένα κρουστικό κύμα το οποίο ναι μεν εξασθένησε με τα χρόνια αλλά ποτέ (ή έστω, ως τώρα) δεν έπαψε να με σοκάρει.
Αυτό που εννοώ, και που είναι αδύνατον να αγνοήσει κανείς από τη στιγμή που θα πατήσει στο πόδι του στην Ιαπωνία πάει πέρα από τις στιλιστικές ακροβασίες του Ρολάν Μπαρτ στο «Empire of Signs» ή την πιο ελαφριά και εύληπτη εκδοχή τους, τις πάσης φύσεως εκφάνσεις του οριενταλισμού/ιαπωνισμού –από τους ιμπρεσιονιστές του 19ου αιώνα ως το «South Park» ή το «Χαμένοι στη Μετάφραση»- που απομονώνουν στοιχεία από το ιαπωνικό τοπίο προκειμένου να κατασκευάσουν μια χώρα μοδάτα «απόκοσμη», «τρελή» ή «κινηματογραφική». Είναι η ολοκληρωμένη πραγματικότητα της Ιαπωνίας, το σύνολο των αμέτρητων λεπτομερειών που κατακλύζουν το οπτικό πεδίο –και όχι μόνο αυτό- σχεδόν όπου κι αν σταθεί κανείς. Και την αδιαφορία των Ιαπώνων απέναντι στα, ελλείψει καλύτερης λέξης, αφύσικα παντρέματα μοτίβων και στοιχείων, σημείων και σημασιών πλεγμένων σύμφωνα με τις επιταγές ενός κόνσεπτ που κανείς ως τώρα δεν έχει εξηγήσει ικανοποιητικά –τουλάχιστον όχι σ’ εμένα ή σε κάποιον άλλον που να ξέρω.
Η δική μου εκδοχή; Κάτι παραπλήσιο στους νάνους-ληστές στο «Time Bandits» του Τέρι Γκίλιαμ: έχοντας μια λιγότερο γραμμική αντίληψη περί χρόνου από αυτή που έχουμε γενικά στη Δύση, οι Ιάπωνες δανείζονται από το εκάστοτε παρόν –αυτό που έχουν ζήσει οι ίδιοι ή αυτό που έζησαν οι πρόγονοί τους- τα στοιχεία που τους αρέσουν ή που θεωρούν ότι εμπεριέχουν μια ουσία αναγκαία για την τωρινή τους υπόσταση, την ατομική και τη συλλογική και τα αναπαράγουν στην εμφάνισή τους και στο περιβάλλον τους. Ο επισκέπτης μπορεί να ανατριχιάζει βλέποντας μια ομπρέλα Πόκεμον στα χέρια μιας κοπέλας που φοράει κιμονό ή τον Μίκι Μάους αγκαλιά με τον Άγιο Βασίλη ντυμένους σαμουράι στη διαφήμιση της Ντίσνεϊλαντ του Τόκιο για τα Χριστούγεννα –ή σχεδόν όλα τα προγράμματα της ιδιωτικής ιαπωνικής τηλεόρασης- όμως όπως όλα τα πράγματα στην Ιαπωνία, αυτό το όργιο κιτς δε φτιάχτηκε για τους επισκέπτες αλλά από και για τους ίδιους τους Ιάπωνες σαν ένα ζωντανό φωτογραφικό άλμπουμ της συλλογικής τους οικογένειας και σαν τέτοιο δεν υποχρεούται να συμφωνεί με κανέναν έξωθεν προσδιορισμό περί «καλού γούστου».