Έχω δύο αγάπες: τη χώρα μου και το Παρίσι τραγούδαγε η Εντίθ Πιάφ στους παλιούς 78άρηδες δίσκους της γιαγιάς μου. Και παρότι είναι πολύ δύσκολο να μην ερωτευτεί κανείς ακαριαία το Παρίσι, για μένα η δεύτερη αγάπη (μετά το Τόκιο) είναι η Καμακούρα. Ίσως γιατί η πρώτη μου ανάμνηση σχετικά με την Ιαπωνία ήταν μια αναφορά του πατέρα μου στο Μεγάλο Βούδα που παρακολουθεί τους αιώνες να περνούν από το κάθισμά του στο Κόουτοκου-ιν, 20 λεπτά με τα πόδια από το σταθμό της πρωτεύουσας των σογκούν.
Η Καμακούρα είναι περίπου το ακριβές αντίθετο από το Τόκιο· το ότι απέχει μόλις 50 λεπτά από την υπέρ-μητρόπολη είναι απλώς μια υπενθύμιση των αντιφάσεων που έχουν κάνει διάσημη (ή μήπως διαβόητη;) την Ιαπωνία. Γεμάτη κήπους και δέντρα και με περισσότερους από 200 βουδιστικούς ναούς και σιντοϊστικά τεμένη να διαγκωνίζονται στα 39,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα της έκτασής της, θυμίζει κατά μια έννοια τη Βενετία, τη Φλωρεντία και τις άλλες πόλεις-μουσεία της Ευρώπης. Και όπως κι εκείνες, είναι πάντα γεμάτη τουρίστες.
Ο αναγνώστης ωστόσο, θα κάνει λάθος αν σκεφτεί ότι πρόκειται για άλλο ένα «θεματικό πάρκο». Η Καμακούρα είναι μια ζωντανή πόλη σχεδόν 200.000 κατοίκων, πολλοί από τους οποίους είναι ιδιαίτερα εύποροι και ακόμα περισσότεροι διανοούμενοι και καλλιτέχνες· η αφθονία και των μεν και των δε οφείλεται, πιστεύω, στο παρελθόν της και στη σχέση της με την οικογένεια/πατριά Μιναμότο, μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της ιαπωνικής ιστορίας με επιρροή που είναι ορατή ακόμα και σήμερα.
Όλοι ξεκινούν την περιήγησή τους στην Καμακούρα από το Τσουρουγαόκα Χατσιμάνγκου, το σιντοϊστικό τέμενος που είναι στενά συνδεδεμένο με τους Μιναμότο και ειδικά με τον Μιναμότο Γιοριτόμο –από εκεί είναι και η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο που διαβάζετε. Και είναι πράγματι ένα καλό μέρος να ξεκινήσει κανείς, αρκεί στη συνέχεια να είναι διατεθειμένος να χαθεί μέσα στους κήπους των διαφόρων ναών και στην περίπλοκη ιστορία τους συνοδευόμενος από τα, ηλικίας 800 ετών, φαντάσματα πολεμιστών και αγίων.