Ορισμένοι (υπεραισιόδοξοι;) αποκαλούν το φαινόμενο «τη μεγαλύτερη ανακάλυψη που έχει προέλθει από την Ιαπωνία» ενώ κάποιοι άλλοι (υπέρ-απαισιόδοξοι;) το αποκαλούν «κατάντια»: πρόκειται για τη μερίδα της νεολαίας που ο δημοσιογράφος Τάκου Γιαμαόκα αποκάλεσε «Χοσιγαρανάι Ουακεμονοτάτσι» («νέοι που δε θέλουν τίποτα») και στους οποίους οι χρήστες του Ίντερνετ απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «σατόρι σεντάι» ή «φωτισμένη γενιά» δανειζόμενοι τον όρο «σατόρι» από το βουδισμό Ζεν.
Ηλικιακά τοποθετούνται στα 20-κάτι, έχουν δηλαδή γεννηθεί στα τέλη της οικονομικής φούσκας και μεγαλώνοντας την εποχή της πτώσης του κομμουνισμού, των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Νέα Υόρκη και, αργότερα, της τριπλής καταστροφής της 11/3, αποφάσισαν να κρατήσουν μια απόσταση από το μοντέλο της κατανάλωσης και δη των ακριβών αντικειμένων και να διαμορφώσουν τη ζωή τους γύρω από αυτό που είναι εφικτό: μικροί απλοί στόχοι, μετρημένη διασκέδαση και αγορά μόνο όσων είναι αναγκαία.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος; Οι ίδιοι άνθρωποι δείχνουν ελάχιστη διάθεση για ερωτικές σχέσεις, για ταξίδια ή ακόμα και για την ελάχιστη περιπέτεια χαρακτηρίζοντας όλα τα παραπάνω «κουραστικά», «πολυέξοδα» και «περίπλοκα» και προτιμούν να ζουν με τους γονείς τους όσο περισσότερο μπορούν και να αποφεύγουν κάθε τι που μπορεί να απαιτεί τόλμη ή, τελικά, αλλαγή.Αν δε, η αποφυγή των παγίδων του καπιταλισμού που έστειλαν τους γονείς τους στα όρια της οικονομικής καταστροφής είναι δείγμα ωριμότητας, η διάθεση για σταθερότητα μπορεί να αποβεί με το δικό της τρόπο προβληματική καθώς εύκολα οδηγεί σε έναν εξίσου επικίνδυνο συντηρητισμό. Η ιστορία θα δείξει για τι από τα δύο πρόκειται –το μόνο σίγουρο είναι ότι μια τέτοια νοοτροπία σίγουρα προβληματίζει τους πολιτικούς, ειδικά όσους (όπως ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε) στηρίζουν το όραμά τους για ανόρθωση της Ιαπωνίας στην επιστροφή στην κατανάλωση.