Γιoσάνο Άκικο, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της Ιαπωνίας

Γιοσάνο Άκικο (1878-1942). Φωτ.: wikipedia

Η Γιοσάνο Άκικο (与謝野 晶子) γεννήθηκε (ως Χοο Σο – 鳳しょう)1 τον χειμώνα του 1878, στην παραθαλάσσια πόλη-λιμάνι Σακάι2 (σήμερα τμήμα του νομού Οσάκα). Ήταν η τρίτη κόρη της οικογένειας3, η οποία διατηρούσε ένα κατάστημα παραγωγής γλυκισμάτων, με την επωνυμία Σουρούγκα-για (駿河屋)4. Φαίνεται πως η οικογένειά της αγαπούσε τα βιβλία και την ανάγνωση και έτσι, η Άκικο* πέρασε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια βοηθώντας στο κατάστημα (το οποίο διαχειρίζονταν η γιαγιά -Σίζου- και η μητέρα της -Τσούνε-, με τη βοήθεια των κορών της οικογένειας) και μελετώντας κλασικά και μη κείμενα.

Ο πατέρας της, λάτρης της λογοτεχνίας, πέρα από βιβλία, διάβαζε εφημερίδες και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (αρκετά σταλμένα και από το Τόκιο όπου ο μεγάλος αδερφός της Άκικο σπούδαζε), ενώ κάποιες φορές έστελνε και ο ίδιος δικά του ποιήματα χάικου σε αντίστοιχα έντυπα. Έτσι, η Άκικο είχε από νωρίς την ευκαιρία να εξοικειωθεί τόσο με τα κλασικά κείμενα, όσο και με τις λογοτεχνικές τάσεις της περιόδου.

Πήγε σε ένα σχολείο κινεζικών σπουδών (漢学塾), ενώ έλαβε επίσης μαθήματα κότο (琴), σάμισεν (三味線)5 και κλασικού χορού. Το 1888 τελείωσε το τοπικό δημοτικό σχολείο (宿院尋常小学校) και ξεκίνησε να φοιτά στο νεοϊδρυθέν Σχολείο Θηλέων του Σακάι (堺市立堺女学校). Καθώς όμως οι αδερφές της παντρεύτηκαν με τον καιρό, η ίδια, από τα έντεκά της, αναγκαζόταν να εργάζεται αρκετά στο κατάστημα και δεν ήταν ικανοποιημένη από την «περιορισμένη» (όπως πίστευε) εκπαίδευση που λάμβανε6. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε αργότερα, «μεγάλωσα σε ένα ζαχαροπλαστείο τυλίγοντας γιόκαν (羊羹)7 σε φύλλα μπαμπού»**.

Τα επόμενα χρόνια συχνά, η Άκικο αναφέρεται στο γεγονός πως στους γονείς της (ιδίως στην μητέρα της) δεν άρεσε να διαβάζει πάρα πολύ. «Περίμενα το τέλος του βραδινού γεύματος και στη συνέχεια, υπό το ηλεκτρικό φως που έσβηνε στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, κρυμμένη από τους γονείς μου, χρησιμοποιούσα την […] ώρα, ή μισή ώρα, φωτός για να διαβάσω κρυφά τα έργα των Σέι Σόναγκον και Μουρασάκι Σικίμπου». Όπως έγραφε, η μητέρα της ήταν «εκνευριστικά, υπερβολικά ανήσυχη για την κόρη της που ήταν τώρα σε ηλικία γάμου».

Σε κάθε περίπτωση, οι αντιρρήσεις αυτές δεν την εμπόδισαν να διαβάσει μεγάλο αριθμό λογοτεχνικών, ιστορικών κ.α. κειμένων. «Αναλογιζόμενη τώρα, είναι περίεργο που, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών μου, μπόρεσα να διαβάσω τόσο πολύ όταν ήμουν νέα» έγραφε το 1922. Το 1892 ολοκλήρωσε και τις σπουδές της στο Σχολείο Θηλέων του Σακάι και στη συνέχεια, παρακολούθησε και το επιπρόσθετο πρόγραμμα (補習科) που το σχολείο παρείχε, για άλλα δύο χρόνια.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι από μικρή, η Άκικο έτρεφε έντονη απέχθεια για τη νοοτροπία της εμπορικής τάξης, στην οποία μεγάλωσε. Θεωρούσε την κοινωνία στην οποία ζούσε υποκριτική και ρηχή. Χαρακτηριστικά έγραφε, πως μικρή ήταν περικυκλωμένη «από συντηρητισμό, υποκρισία, διαφθορά, άγνοια, χυδαιότητα και τον καταθλιπτικό αέρα της οικογένειας και της γενέτειρας μου, ενώ μισούσα τα πάντα».

Η Άκικο είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει ποίηση, τόσο τάνκα (短歌)8 όσο και μοντέρνα, και ποιήματά της δημοσιεύονταν σε τοπικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της ποίημα (τάνκα) που σήμερα γνωρίζουμε, δημοσιεύτηκε το 1895, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Μπούνγκεϊ Κουραμπού (文藝倶楽部)». Η ίδια ωστόσο, έγραψε αργότερα ότι η επιθυμία της να γράψει και η ίδια ποίηση, ήρθε μόλις το 1897, όταν κατά τύχη έπεσε επάνω σε κάποια ποιήματα τάνκα του Γιοσάνο Τέκκαν (与謝野 鉄幹, 1873-1935)9, στην εφημερίδα Γιομιούρι (讀賣新聞). Μέχρι τότε, έβλεπε την ποίηση «με αδιαφορία» όπως έλεγε.

Το 1899, το ποίημα της «Ανοιξιάτικο Φεγγάρι (春月)», επιλέχθηκε από την Λογοτεχνική Εταιρεία Νέων του Κάνσαϊ (関西青年文学会) για δημοσίευση στο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας «Γιοσιάσι-γκούσα (よしあし草)». Ακολούθησαν και άλλα, ενώ σε μια εκδήλωση της Εταιρείας, γνώρισε τον ποιητή Κόνο Τέτσουναν (河野鉄南, 1874-1940), με τον οποίο ξεκίνησε να αλληλογραφεί.

Το 1900 έγινε μέλος στην Εταιρία Νέας Ποίησης (東京新詩社), την οποία είχε ιδρύσει ο Γιοσάνο Τέκκαν. Ο Κόνο την παρότρυνε να στείλει ποιήματά της στο περιοδικό της Εταιρείας, «Μιότζο (明星, Λαμπερό Αστέρι)». Η Άκικο μάλιστα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Τέκκαν, όταν εκείνος ήρθε για μια διάλεξη στην Όσακα και σύντομα, αποφάσισε να στείλει κάποια ποιήματά της στο Μιότζο, τα οποία και δημοσιεύθηκαν. «Καθώς ο χρόνος περνούσε, δεν μπορούσα άλλο πια να είμαι ικανοποιημένη από τον φανταστικό κόσμο των βιβλίων. Ήθελα πλέον να είμαι ένα εντελώς ελεύθερο άτομο» έγραψε αργότερα σχετικά.

Ο Τέκκαν έγινε κάτι σαν μέντοράς της και το 1901, η Άκικο το έσκασε από το σπίτι της στο Σακάι και ταξίδεψε μέχρι το Τόκιο για να είναι κοντά του. Ο Τέκκαν ήταν ήδη παντρεμένος ωστόσο, χώρισε την σύζυγό του για να ξεκινήσει μια νέα ζωή με την Άκικο την οποία την ίδια χρονιά παντρεύτηκε.
Μεταξύ 1901-1919, οι δυο τους απέκτησαν 13 παιδιά, εκ των οποίων έζησαν ως την ενηλικίωση τα 1110. Τα επόμενα χρόνια η Άκικο εργάστηκε σκληρά για να τα μεγαλώσει. Η ανατροφή τους ήταν δύσκολη, όπως και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Καθώς ο Τέκκαν δεν είχε σταθερή εργασία, ήταν συχνά το εισόδημα της ίδιας που την συντηρούσε. Μάλιστα, τρεις από τις (έξι) κόρες τους (γεννημένες το 1910, 1911 και 1915) δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες (里子).

Στα τέλη της ίδιας χρονιάς (1901) εκδόθηκε η πρώτη -και ίσως η πιο γνωστή- ποιητική συλλογή της Άκικο, υπό τον τίτλο «Μινταρεγκάμι (みだれ髪, Ατημέλητα μαλλιά)», η οποία την καθιέρωσε ως ρομαντική ποιήτρια και επηρέασε σημαντικά την ιαπωνική ποίηση των επόμενων ετών. Η συλλογή απέκτησε τέσσερις ξεχωριστές εκδόσεις μέσα σε πέντε χρόνια, ενώ βεβαίως την ακολούθησαν και πολλές άλλες.

Περιείχε 399 ποιήματα τάνκα, τα οποία χαρακτήριζαν έντονα το πάθος και ο αισθησιασμός. Η τολμηρή αυτή συλλογή, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο λογοτεχνικό κόσμο της εποχής και ταυτόχρονα, προσέλκυσε αρκετές αρνητικές κριτικές από τους συντηρητικούς κύκλους της. Στα ποιήματα αυτά, η Άκικο αναφέρεται σε μέρη του γυναικείου σώματος όπως το στήθος, τα χείλη, το δέρμα, οι ώμοι και τα μαλλιά, παρουσιάζοντας την γυναικεία θηλυκότητα και σεξουαλικότητα, με ένα τρόπο που διέφερε σημαντικά από τον καθιερωμένο. Μια ανώνυμη κριτική11 στο περιοδικό «Κόκορο νο Χάνα (心の花)» λ.χ., την κατηγόρησε για «εκφορά αισχροτήτων που αρμόζουν σε μια πόρνη» και «διαφθορά των δημοσίων ηθών». Παράλληλα όμως, πολλοί νεότεροι αναγνώστες και ποιητές βρήκαν έμπνευση σε αυτά τα ποιήματα της. Είναι γεγονός ότι η συλλογή ενθάρρυνε την πιο ελεύθερη έκφραση στην ποίηση τάνκα και έτσι, υποστηρίζεται συχνά ότι η συλλογή επηρέασε την πορεία της ιαπωνικής ποίησης μέχρι και σήμερα.

Το 1904, δημοσιεύτηκε στο Μιότζο το ποίημά της «Δεν Πρέπει να Πεθαίνεις (君死にたもうこと勿れ)», το οποίο ήταν αφιερωμένο στον μικρότερο της αδερφό, Τσουσάμπουρο, ο οποίος υπηρετούσε στον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου (1904-5), όπου έλαβε χώρα η λεγόμενη πολιορκία στο Πορτ-Άρθουρ12. Το ποίημα της αυτό, στο οποίο ουσιαστικά η Άκικο καλούσε τον στρατιώτη αδερφό της να θέσει την οικογένειά του πριν από το καθήκον του, σε ένα πόλεμο που ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής στην Ιαπωνία, έγινε σύντομα αντικείμενο συζητήσεων και κριτικής.

Αρχικά, το ποίημα κατηγορήθηκε ως προδοτικό, ενώ οδήγησε μέχρι και σε λιθοβολισμό της οικίας της. Ο ποιητής και κριτικός Όματσι Κέιγκετσου (大町 桂月, 1869-1925) της άσκησε έντονη κριτική (μέσω των κειμένων του στο περιοδικό «Τάιο -太陽») και υποστήριξε πως από την οπτική μιας κοινωνίας που έχει στο επίκεντρο της την αυτοκρατορική οικογένεια, η Άκικο θα έπρεπε να τιμωρηθεί ως «προδότρια, επαναστάτρια, εγκληματίας που αξίζει την τιμωρία του έθνους»13. Στο ποίημα της, η Άκικο αναφέρεται στον αυτοκράτορα Μέιτζι (明治天皇, 1852-1912), μέσα από την ακόλουθη στροφή:

Δεν πρέπει να πεθάνεις.
Η Μεγαλειότητα του ο Αυτοκράτορας
Δεν πηγαίνει ο ίδιος στη μάχη.
Θα μπορούσε εκείνος, με την τόσο βαθιά ευγενή καρδιά του,
Να θεωρεί τιμή για τους άνδρες
Να χύνουν ο ένας το αίμα του άλλου
Και να πεθαίνουν σαν τα θηρία;

Η Άκικο απάντησε στις κατηγορίες μέσω ενός ανοιχτού γράμματος (ひらきぶみ) που δημοσιεύτηκε στο Μιότζο, υποστηρίζοντας πως ως γυναίκα, δεν αγαπούσε τον πόλεμο, πως ήθελε απλώς να εκφράσει την επιθυμία και αγωνία της για την ασφάλεια του αδελφού της και για την όσο πιο σύντομη νίκη για την αποκατάσταση της ειρήνης, μέσα από ένα ποίημα που εξέφραζε την αληθινή της καρδιά (まことの心). Δεν είναι όμως, πιο επικίνδυνο να διακηρύσσουμε ότι ο θάνατος είναι ο μόνος τρόπος για να υπηρετεί κανείς τη χώρα; διερωτήθηκε παράλληλα. Ο σύζυγός της και άλλες προσωπικότητες της εποχής πήραν επίσης θέση υπέρ της.

Το ποίημα ωστόσο, έγινε ωδή κατά του πολέμου και τα επόμενα χρόνια, καθιερώθηκε ως άλλο ένα αντιπροσωπευτικό ποίημα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, για να γίνει και πάλι στόχος αρνητικού σχολιασμού τα χρόνια που η λεγόμενη προλεταριακή λογοτεχνία βρισκόταν στα ύψη (τέλη δεκαετίας ’20 και αρχές ‘30). Η Άκικο κατηγορήθηκε αυτή τη φορά ότι εξέφραζε την οπτική της μπουρζουαζίας, χωρίς να εστιάζει στις αιτίες του πολέμου. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ποίημα συχνά αναφέρθηκε ως το πλέον γνωστό αντιπολεμικό ποίημα της μοντέρνας ιαπωνικής ποίησης, διδάχθηκε σε σχολεία και έγινε συχνά σύμβολο αντιπολεμικών καμπανιών. Ο χαρακτήρας του αυτός ωστόσο, κάποιες φορές υποβαθμίζεται από μελετητές, λόγω κυρίως της στάσης της Άκικο κατά τον Δεύτερο Σινοϊαπωνικό Πόλεμο και στη συνέχεια, τον Πόλεμο του Ειρηνικού, όταν η ίδια εμφανίζεται να υποστηρίζει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Ιαπωνίας.

Το 1907 της ζητήθηκε να διδάξει κλασική και ποιητική ιαπωνική σύνθεση στον «Σύνδεσμο Γυναικών Λογοτεχνών (閨秀文学会)» και εκείνη αποδέχθηκε τη θέση. Το 1908, η «Εταιρία Νέας Ποίησης» έχασε πολλά από τα βασικά και σημαντικά της μέλη, το Μιότζο σταμάτησε να κυκλοφορεί (μετά το εκατοστό του τεύχος)14 και ο Τέκκαν έχασε το βασικό του μέσο λογοτεχνικής έκφρασης και κάθε κίνητρο, πέφτοντας σε κατάθλιψη. Αντίθετα, η ποίηση της Άκικο βρισκόταν ακόμη σε ζήτηση και το εισόδημά της έγινε εκείνο το οποίο θα αποτελούσε την οικονομική βάση της οικογένειάς τους, που συνέχιζε να μεγαλώνει. Εκτός από ποίηση, άρχισε επίσης να γράφει δοκίμια, πεζά κείμενα, ακόμη και λίγα θεατρικά έργα, ενώ συχνά πληρωνόταν για αυτά εκ των προτέρων.

Η ίδια βεβαίως, δεν θα μπορούσε παρά να είναι υπέρμαχος της εργασίας των γυναικών. «Υποστηρίζω τις εργαζόμενες γυναίκες της κοινωνίας […] Εγώ η ίδια έχω τη δική μου δουλειά και δουλεύω σκληρά για να καλύψω τα έξοδα του νοικοκυριού μου». Όπως έλεγε, μελετώντας την ζωή ταλαντούχων γυναικών της εποχής Χέιαν (794-1185), είχε μάθει πως η ανεξαρτησία των γυναικών βασίζεται στο να κερδίσουν οι ίδιες την οικονομική τους ανεξαρτησία, μέσα από τις δικές τους πράξεις. Για αυτό και την χαροποιούσε ιδιαίτερα το γεγονός πως περισσότερες θέσεις εργασίας υπήρχαν πλέον για γυναίκες και πως νέες μορφωμένες γυναίκες έβγαιναν για να τις διεκδικήσουν. Παράλληλα όμως, η ίδια υποστήριζε πως έγραφε όχι «απλώς για να κερδίσω χρήματα, [καθώς] ακόμη και όταν κάτι μου έχει ανατεθεί, δεν έχω γράψει ποτέ κάτι που δεν ήθελα να γράψω».

Το 1911 εκδόθηκε η συλλογή της «Ανοιξιάτικη τήξη (春泥集)», με την οποία όπως αργότερα είπε, ένιωσε ότι «επέστρεψε στη γυναίκα». Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η κυκλοφορία του γυναικείου λογοτεχνικού περιοδικού, «Σέιτο (青鞜, Διανοούμενη)»15, του οποίου η Άκικο έγινε σύμβουλος, ενώ συνεισέφερε και δώδεκα ποιήματα για το πρώτο του τεύχος, μεταξύ των οποίων και το «Η Ημέρα που τα Βουνά Κινούνται Έφτασε (山の動く日きたる)».

Η ημέρα που τα βουνά κινούνται έφτασε.
Μιλάω, αλλά κανείς δεν με πιστεύει.
Για κάποιο διάστημα τα βουνά κοιμόντουσαν,
αλλά πριν από καιρό τα βουνά φλεγόμενα χόρευαν.
Ακόμη και αν δεν το πιστεύετε αυτό,
άνθρωποί μου, απλά πιστέψτε το.
Όλες οι γυναίκες που κοιμόνταν,
τώρα ξύπνησαν και κινούνται.

Την ίδια χρονιά η Άκικο, βλέποντας τον σύζυγό της να βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, τον προέτρεψε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, κάτι που ο ίδιος για καιρό ήθελε. Έτσι, ύστερα κυρίως από προσπάθειές της και ένα συμβόλαιο συνεργασίας (για άρθρα από το ταξίδι) του Τέκκαν με την εφημερίδα Τόκιο Ασάχι Σίνμπουν (東京朝日新聞), ο τελευταίος αναχώρησε για την Ευρώπη, φτάνοντας στο Παρίσι κατά το τέλος της χρονιάς. Σύντομα όμως (Μάιος 1912), ακολούθησε και η Άκικο. Όπως έγραφε αργότερα, η ανάγκη της να βρεθεί κοντά στον σύζυγό της την οδήγησε σε αυτήν την απόφαση, ενώ ήταν ο Μόρι Ογκάι (1862-1922)16, εκείνος ο οποίος την βοήθησε να βρει τα απαραίτητα χρήματα (μέσω και των επαφών του).

Το ταξίδι για το Παρίσι με τον Υπερ-Σιβηρικό Σιδηρόδρομο διήρκησε δώδεκα ημέρες και φαίνεται πως την ταλαιπώρησε αρκετά. Μην έχοντας αντίστοιχη εμπειρία και μη γνωρίζοντας ξένες γλώσσες, το άγχος και ο φόβος συχνά την κατέκλυζαν. Έκτακτα έξοδα που προέκυπταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της προσέθεταν επιπλέον πίεση, ενώ η σκέψη της γυρνούσε συνεχώς στα παιδιά της που είχαν μείνει πίσω.

Έφτασε στο Παρίσι στις 19 Μαΐου. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών που έμεινε στην Ευρώπη -μέχρι την αναχώρησή της από την Μασσαλία (Γαλλία) τον Σεπτέμβρη- επισκέφθηκε την Αγγλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία, ενώ μαζί με τον σύζυγό της (επέστρεψε στην Ιαπωνία το 1919) συνάντησαν αρκετούς συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής, με τους οποίους μοιράστηκαν αισθητικές και κοινωνικές ανησυχίες. Εκεί, μεταξύ άλλων, η Άκικο συναντήθηκε και με τον γνωστό γάλλο γλύπτη Ογκίστ Ροντέν (1840-917). Λέγεται επίσης, ότι την «τράβηξε» η γαλλική μόδα, ιδίως τα καπέλα τα οποία από τότε φορούσε τακτικά.

Τα χρόνια αυτά, η Άκικο στράφηκε περισσότερο και στη συγγραφή κειμένων κοινωνικού σχολιασμού. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Γαλλία άλλωστε, ξεκίνησε να συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής της, και ιδιαίτερα εκείνα που αφορούσαν τις γυναίκες. Δύο χρόνια μετά την επιστροφή της στην Ιαπωνία λ.χ., στο βιβλίο με τίτλο «Από το Παρίσι (巴里より)» που έγραψε μαζί με τον Τέκκαν, εξέφραζε την ανάγκη για εκπαίδευση των γυναικών, δηλώνοντας ότι το πρώτο δικαίωμα που θα έπρεπε να απαιτείται είναι η ελευθερία της εκπαίδευσης.

Τα χρόνια 1916-19 ξέσπασε, αρχικά μεταξύ της Άκικο και της Χιρατσούκα Ράιτσο (平塚 らいてう, 1886-1971) –ιδρύτριας του Σέιτο- και στη συνέχεια και μεταξύ των Γιαμακάουα Κικούε (山川 菊栄, 1890-1980) και Γιαμάντα Ουάκα (山田 わか, 1879-1957), η λεγόμενη «αντιπαράθεση για την προστασία της μητρότητας (母性保護論争)», η οποία (παρ’όλο που έμεινε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο) άφησε το αποτύπωμά της στο ιαπωνικό γυναικείο κίνημα, ενώ εντάσσεται στο πλαίσιο αντίστοιχων συζητήσεων που βρίσκει κανείς, την περίοδο εκείνη, και στην Ευρώπη. Σε μια εποχή που ο αριθμός των εργαζόμενων γυναικών αυξανόταν, η ανατροφή παιδιών δημιουργούσε σημαντικές προκλήσεις, τις οποίες γυναίκες όπως η Άκικο και η Ράιτσο έφεραν στο προσκήνιο.

Η Ράιτσο υποστήριζε την ανάγκη κρατικής υποστήριξης της μητρότητας, με την παροχή οικονομικής στήριξης κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των πρώτων χρόνων ανατροφής των παιδιών, καθώς θεωρούσε πως τα παιδιά δεν άνηκαν απλώς στην μητέρα τους, αλλά και στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, το κράτος θα έπρεπε να επιδεικνύει ενδιαφέρον για τον αριθμό και την ποιότητα των παιδιών που γεννιούνται και να τα προστατεύει. Οι μητέρες έπρεπε να προστατεύονται, όχι μόνο για χάρη της δικής τους ευτυχίας, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της. Είναι απολύτως αδύνατο για τις γυναίκες με μικρά παιδιά να συνδυάσουν τη φροντίδα των παιδιών τους με την αμειβόμενη εργασία, υποστήριζε.

Η Άκικο από την άλλη πλευρά, υποστήριζε πως τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες (από κοινού) θα έπρεπε να είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών τους. Όπως οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να εξαρτώνται από τους συζύγους τους, έτσι δεν θα έπρεπε να εξαρτώνται και από το κράτος. Το να πιστεύει κανείς το αντίθετο, είναι σαν να υιοθετεί μια «ηθική σκλαβιάς (奴隷道徳)». Ωστόσο, όπως έλεγε, οι γυναίκες, για να μπορούν να το κάνουν αυτό θα έπρεπε να μπορούν να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία, αλλά και δικαίωμα ψήφου. Εκείνο το οποίο είχε λοιπόν σημασία ήταν η πνευματική και οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών.

Σύντομα λοιπόν, κυρίως μέσα από τα γραπτά της, η Άκικο καθιερώθηκε ως κοινωνική κριτικός, σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Σε ένα άρθρο της το 1918 κατήγγειλε την «κυρίαρχη τάξη και την στρατιωτική τάξη της Ιαπωνίας [οι οποίες] σκόπιμα μπλοκάρουν την υιοθέτηση ενός αληθινά ηθικού συστήματος, προσπαθώντας να προστατεύσουν τον πλούτο και την επιρροή των οικογενειών τους… Βιάζονται να επικαλεσθούν την εξουσία και τις αρχές παλιών ολοκληρωτικών ηθικών κωδίκων για να κατευθύνουν τις ζωές των ιαπώνων πολιτών». Παράλληλα, υποστήριζε μια «φιλοσοφία ειρήνης» και καταδίκαζε τον μιλιταρισμό ως «βάρβαρο τρόπο σκέψης [που] είναι ευθύνη εμάς των γυναικών να εξαλείψουμε… από μέσα μας».

Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως η κοινωνική της δράση περιοριζόταν στα γραπτά της. Όπως η ίδια είχε πει: «Συνειδητοποίησα την αδυναμία μου από νωρίς και έτσι, έχω σταθεί συχνά στο περιθώριο ως θεατής, χωρίς να προσπαθώ να συμμετέχω σε όσα συνέβαιναν στον κόσμο. Για παράδειγμα, παρόλο που έχω μιλήσει υπέρ της απελευθέρωσης των γυναικών και της ψήφου τους ήδη από την εποχή Μέιτζι, δεν έχω συμμετάσχει ενεργά σε αυτό που ονομάζεται «γυναικείο κίνημα». Αλλά δεν είμαι ούτε ένας απλός θεατής.[…] Έχω υπάρξει πραγματικά και βαθιά ανήσυχη για πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και θέματα που αφορούν την εκπαίδευση των γυναικών ωστόσο, δεν έχω υπάρξει ενεργή σε κινήματα γιατί ήξερα ότι ήμουν αδύναμη και ακατάλληλη για τέτοιες δραστηριότητες».

Η Άκικο έγραψε επίσης αρκετά κείμενα για την πανδημία της ισπανικής γρίπης, η οποία έπληξε και την Ιαπωνία κατά την περίοδο 1918-21. Σε αυτά, ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση για αδράνεια και μη επαρκή μέτρα, συζητούσε τη σημασία της προσωπικής υγιεινής και ευθύνης, μιλούσε για την ανάγκη φαρμακευτικής κάλυψης των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων. Οι αναφορές της δίνουν μια αρκετά λεπτομερή εικόνα των κανόνων υγιεινής που η ίδια εφάρμοζε και πρότεινε (συχνά ανά περίπτωση).

Επιπλέον, στα κείμενα αυτής της περιόδου, εξέφραζε τις σκέψεις της για τη σημασία της ζωής και την εγγύτητα του θανάτου. Η ίδια, ως μητέρα, δεν μπορούσε να πεθάνει όπως έλεγε, ενώ συχνά ένιωθε αγωνία για το ότι τα δικά της παιδιά μπορεί να κινδυνεύουν. Έγραφε επίσης, πως θαύμαζε τον ήρεμο τρόπο με τον οποίο ο Μόρι υποδέχθηκε (1922) το θάνατο. Οι άνθρωποι σαν αυτόν «δεν φοβούνται το θάνατο όπως ένα συνηθισμένο άτομο. Όταν αυτός έρχεται πεθαίνουν σαν να επιστρέφουν στο σπίτι τους» έλεγε. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό στην περίπτωσή της. Η ίδια, ήταν μία από τους «απλούς ανθρώπους (凡人)», από εκείνους που αισθάνονται έντονο άγχος για το θάνατο. Ως γονέας, «δεν μπορώ να πεθάνω […] Ως μητέρα που είμαι τώρα, θα πολεμούσα το θάνατο μέχρι την τελευταία μου ανάσα, χωρίς καθόλου ντροπή για το ότι είμαι μία δειλή πεισματάρα».

Το 1918 της προτάθηκε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο Γυναικών του Τόκιο (東京女子大学) το οποίο ιδρύθηκε την ίδια χρονιά, αλλά αρνήθηκε. Ήταν απασχολημένη με το γράψιμό της και με την οικογένειά της. Ίσως ακόμη, να πήρε αυτήν την απόφασή λόγω του ότι ο Τέκκαν εκείνη την εποχή αναζητούσε απεγνωσμένα μια αντίστοιχη θέση, η οποία ήρθε όμως τελικά το 1919, όταν με τη βοήθεια του Μόρι, ο Τέκκαν εξασφάλισε θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κεϊό (慶應義塾大学). Την ίδια χρονιά (1919) εκδόθηκε και η ποιητική της συλλογή «Πουλί της Φωτιάς (火の鳥)», η οποία περιλάμβανε τα ποιήματα αυτής της πολυάσχολης περιόδου. Ένα από αυτά, ήταν η έμπνευση για τον τίτλο:

Σαν πουν κάτι,
και τώρα και παλιά,
μόνοι λογίζονται,
οι άνθρωποι που,
ασπάζονται το πουλί της φωτιάς

Η Άκικο συχνά περιγραφόταν ως κάποια η οποία μιλούσε με εξαιρετικά σιγανή φωνή, «σαν να μιλάει στον εαυτό της», όπως έλεγε η Ράιτσο, και με το βλέμμα της πάντα χαμηλά. Το ποίημα της αυτό λοιπόν, λαμβάνεται από κάποιους μελετητές ως μια «δήλωση» της Άκικο, στην οποία εκφράζει την αυτοπεποίθησή της για τα γραπτά της και την πηγή της ενέργειάς της.

Το 1920, ο αρχιτέκτονας και εκπαιδευτικός Νισιμούρα Ίσακου (西村伊作, 1884-1963) κάλεσε τους Γιισάνο και άλλες προσωπικότητες της εποχής και τους πρότεινε την ίδρυση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος νέου τύπου. Έτσι, η «Πολιτιστική Ακαδημία (文化学院)», τα εγκαίνια της οποίας έγιναν τον Απρίλη του 1921, έγινε το πρώτο μικτό σχολείο (男女共学) στην Ιαπωνία. Η Άκικο έγινε η πρώτη διευθύντρια της ακαδημίας και εργάστηκε σε αυτή, ως καθηγήτρια, για τα επόμενα σχεδόν είκοσι χρόνια. Η ακαδημία βοήθησε πολλούς επίδοξους συγγραφείς να αποκτήσουν πρόσβαση στον λογοτεχνικό κόσμο.

Η Άκικο ήταν ισχυρή υποστηρίκτρια της εκπαίδευσης των γυναικών σε όλη της τη ζωή. Περιγράφοντας τους στόχους της ακαδημίας, υποστήριζε πως ο εκπαιδευτικός στόχος του σχολείου δεν ήταν να εφαρμοστούν ομοιόμορφα πρότυπα και μια ωφελιμιστική προσέγγιση στην εκπαίδευση των μαθητών, αλλά η διαδικασία να πάει ένα βήμα πιο πάνω. Να επιτρέψει σε κάθε μαθητή την ελεύθερη ατομική εκπλήρωση της προσωπικής δημιουργικής του ιδιοφυΐας με βάση τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα του ίδιου. Με τον τρόπο αυτό, να παράγει ανθρώπους που θα είναι «τέλειοι», με την έννοια πως θα μπορούν να αναπτύξουν μια ικανότητα ή τέχνη που τους ταιριάζει και έτσι, να ζουν μια ζωή που θα μπορούν να απολαύσουν, γνωρίζοντας πως συμβάλουν στην κοινωνία με αυτή. Τέλος, να είναι άνθρωπου που θα είναι άρχοντες του εαυτού τους και που δεν θα είναι σκλάβοι του χρήματος και της εργασίας.

Το 1928, η Άκικο με τον σύζυγό της ταξίδεψαν στην Ματζουρία (Κίνα) και τη Μογγολία, ύστερα από πρόσκληση της Σιδηροδρομικής Εταιρείας της Νότιας Μαντζουρίας, η οποία την εποχή εκείνη συχνά καλούσε διάφορες προσωπικότητες (όπως συγγραφείς, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκούς) από την Ιαπωνία για τουριστική επίσκεψη. Το ταξίδι τους διήρκησε περίπου τέσσερις μήνες και οι δυο τους είχαν κατά βάση επαφές μόνο με ιάπωνες. Ύστερα από το ταξίδι τους δημοσίευσαν το «Μαν-Μο Ημερολόγιο (満蒙遊記)», όπου η Άκικο αφηγείται την εμπειρία τους εκεί και παρουσιάζουν κάποια ποιήματά τους.

Το 1935 ο Τέκκαν πέθανε από οξεία πνευμονία. Η Άκικο συνέχισε να γράφει, ωστόσο, το 1940, υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και έμεινε παράλυτη στη δεξιά πλευρά του σώματός της. Εκτός από μερικές νεκρολογίες και λίγα ποιήματα, δεν έγραψε κάτι άλλο μέχρι το τέλος της ζωής της. Λίγο μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (1941), ως η μόνη γυναίκα μεταξύ των ποιητών που συμμετείχαν, παραχώρησε έξι ποιήματά της στο ειδικό τεύχος του περιοδικού «Τάνκα Κένκιου (短歌研究)» για την έναρξη του πολέμου. Μεταξύ αυτών ήταν και κάποια αφιερωμένα στον τέταρτο της γιο, ο οποίος υπηρετούσε στο αυτοκρατορικό ναυτικό. Το 1942 η κατάστασή της χειροτέρεψε και πέθανε στις 29 Μαΐου του ίδιου έτους. Καθώς ο θάνατός της συνέβη στα μέσα του πολέμου, πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητος από τον τύπο.

Η Άκικο είναι βεβαίως, επίσης γνωστή για την απόδοση σε σύγχρονη γλώσσα, του κλασικού κειμένου της ιαπωνικής λογοτεχνίας «Η Ιστορία του Γκέντζι (源氏物語)», της Μουρασάκι Σικίμπου (紫式部). Το έργο κυκλοφόρησε σε τέσσερεις τόμους, ως «Η Ιστορία του Γκέντζι σε Σύγχρονη Μετάφραση (新訳源氏物語)» και αποτελούσε την πρώτη τέτοια απόπειρα. Η Άκικο ξεκίνησε να εργάζεται στο έργο στις αρχές του 1911 και ο πρώτος τόμος δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1912. Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε λίγο μετά την αναχώρησή της για την Ευρώπη, ενώ άλλοι δύο εντός του 1913.

Ο Μόρι Ογκάι ήταν εκείνος ο οποίος έγραψε τον πρόλογο για τον πρώτο τόμο, στον οποίον μάλιστα ανέφερε πως δεν υπήρχε, στη σύγχρονη εποχή, καταλληλότερο άτομο από την Άκικο για να αναλάβει την σύγχρονη μετάφραση της «Ιστορίας του Γκέντζι». Ο Μόρι ήταν επίσης εκείνος ο οποίος ασχολήθηκε και με τη διόρθωση του κειμένου του δεύτερου τόμου. Ο συγγραφέας Ουέντα Μπιν (上田 敏, 1874-1916) συμμετείχε επίσης στη συγγραφή των προλόγων του έργου. Το γεγονός ότι δύο από τους πλέον αναγνωρισμένους συγγραφείς της χωράς, με την συμμετοχή τους στο έργο, ενέκριναν και επαινούσαν την προσπάθεια της Άκικο, προσέθεσε αμέσως κύρος σε αυτό. Επιπλέον, οι εικονογραφήσεις του Νακαζάουα Χιρομίτσου (中沢 弘光, 1874-1964) που το συνόδευαν, έλαβαν εξαιρετικές κρητικές.

Έτσι, το έργο στο σύνολό του, σχολιάστηκε με ενθουσιασμό από τις περισσότερες από τις μεγαλύτερες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της περιόδου και επανεκδόθηκε πολλές φορές, σε διάφορες μορφές και από διαφορετικούς εκδότες, παραμένοντας σε κυκλοφορία για είκοσι πέντε χρόνια, μέχρι την έκδοση της «Η Ιστορία του Γκέντζι σε Νεότερη Μετάφραση (新新訳源氏物語)» η οποία άρχισε να εκδίδεται τον Οκτώβριο του 193817.

Το 1937 η Άκικο ξεκίνησε να δουλεύει εντατικά για την ολοκλήρωση της νέας αυτής μετάφρασης18, η οποία κυκλοφόρησε σε έξι τόμους, την περίοδο μεταξύ του Οκτωβρίου του 1938 και του Σεπτεμβρίου του 1939. Η έκδοση αυτή ωστόσο, δεν προκάλεσε την ενθουσιώδη αντίδραση που είχε προκαλέσει η προηγούμενη. Οι καιροί είχαν πια αλλάξει, η προώθηση του έργου ήταν αυτή τη φορά πιο λιτή, ενώ συχνά θεωρήθηκε πως η νέα έκδοση αποτελούσε απλώς μια επανέκδοση του προηγούμενου της έργου. Παράλληλα, τον Γενάρη του 1939, κυκλοφόρησε και η πρώτη αντίστοιχη μετάφραση της «Ιστορίας του Γκέντζι» από τον γνωστό συγγραφέα Τανιζάκι Τζουνιτσίρο (谷崎 潤一郎, 1886-1965), η οποία βεβαίως είχε σημαντική υποστήριξη.

Η Άκικο όμως δεν αποθαρρύνθηκε από το γεγονός. Όπως έλεγε, ήταν σίγουρη πως, σύντομα ή αργά, το έργο της θα αποκτήσει τη αναγνώριση που του αρμόζει. Η ίδια άλλωστε, είχε δουλέψει πολύ σκληρά για την ολοκλήρωσή του. Χαρακτηριστηκά, η κόρη της Φούμικο, η οποία είχε βοηθήσει την μητέρα της στα πρακτικά ζητήματα που σχετίζονταν με τη συγγραφή, είχε αναφέρει πως όταν μια ημέρα, κάποιος είπε στην μητέρα της πως εκείνη θα έπρεπε να νιώθει ιδιαίτερη ανακούφιση τώρα που όλα της τα παιδιά είχαν παντρευτεί και δημιουργήσει δικές τους οικογένειες, η ίδια είχε απαντήσει: «Καθόλου. Τα παιδιά μεγαλώνουν από μόνα τους. Το είδος της χαράς που αισθάνεται κανείς όταν τα παιδιά του παντρεύονται δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη χαρά που ένιωσα όταν τελείωσα την μετάφραση του Γκέντζι».

Το αποτέλεσμα της ενασχόλησής της με την «Ιστορία του Γκέντζι», το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από τις μεταφράσεις, πολυάριθμα άρθρα σχετικά με τη ζωή της Μουρασάκι Σικίμπου, διαλέξεις και αναλύσεις, ήταν το έργο μιας ζωής (私一生の事業) όπως έλεγε. Σχετικά, η Άκικο είχε γράψει το 1926: «Από την ηλικία των έντεκα ή δώδεκα, η Μουρασάκι Σικίμπου ήταν η δασκάλα μου. Δεν ξέρω καν πόσες φορές διάβασα την «Ιστορία του Γκέντζι» πριν γίνω είκοσι. Η γραφή της με γοήτευε τόσο πολύ. Ήμουν εντελώς αυτοδίδακτη. Η Μουρασάκι Σικίμπου και εγώ αντικρίζαμε η μία την άλλη χωρίς μεσάζοντες, μόνο οι δύο μας και έτσι, νιώθω ότι πήρα την «Ιστορία του Γκέντζι» από το ίδιο το στόμα αυτής της σπουδαίας γυναίκας των γραμμάτων».

Η Γιoσάνο Άκικο, αποτελεί άλλη μία σημαντική φιγούρα της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας. Αναφέρεται συχνά ως η «ποιήτρια του πάθους (情熱の歌人)», αλλά αυτός ο τίτλος εστιάζει μόνο σε ένα τμήμα του συνολικού της έργου. Αναφέρεται συχνά επίσης, ως μια ποιήτρια η οποία «σπάει τα ταμπού» της εποχής της και εισάγει στα έργα της μοντέρνα στοιχεία ωστόσο, πολλά ποιήματα της αντλούν μοτίβα και έμπνευση από το παρελθόν και συχνά μπορεί κανείς να βρει σε αυτά ομοιότητες με ποιήματα παλαιότερων ετών. Εν τέλει, μπορεί να ειπωθεί ότι η ίδια ήταν μια γυναίκα της εποχής της, η οποία κοίταζε στο παρελθόν, αλλά εκεί έβρισκε το μέλλον.
Συνολικά, το έργο της συμπληρώνει σήμερα είκοσι τόμους και περιλαμβάνει ελεύθερη ποίηση (新体詩), παιδικές ιστορίες, έργα πεζογραφίας, θεατρικά έργα και δοκίμια, καθώς και επτά τόμους ποιημάτων τάνκα που ανέρχονται σε περίπου 25.000 ποιήματα. Το ενδιαφέρον για την Άκικο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια (και λόγω της γνωστής άνιμε και μάνγκα σειράς «Bungo Stray Dogs») και εάν βρεθεί κανείς στο Σακάι, μπορεί να επισκεφτεί το Sakai Plaza of Rikyu and Akiko, όπου υπάρχει το Yosano Akiko Museum.

Υποσημειώσεις

1 Άκικο ήταν το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο και φαίνεται πως προέρχεται από το ιδεόγραμμα «晶 (κρύσταλλο, φωτεινό)» με το οποίο γραφόταν το Σο [αρχικά το όνομά της στο οικογενειακό μητρώο εμφανίζεται με χαρακτήρες κάνα (χιραγκάνα-κατακάνα) και ο κάντζι χαρακτήρας εμφανίζεται σε κείμενα της πρώτη φορά κάπου στα τέλη του αιώνα].
2 Το Σακάι ήταν παλαιότερα μια ιδιαιτέρως ζωντανή εμπορική πόλη, η οποία όμως «έμεινε πίσω» κατά την εποχή Έντο, όταν η διπλανή Όσακα αναπτύχθηκε ως μια σημαντική μεγαλούπολη. Το Σακάι συνέχισε να διατηρεί τον χαρακτήρα του, αλλά και να μην επηρεάζεται από τις νέες τάσεις. Ως η πόλη που γέννησε τον Σεν νο Ρίκιου (千利休, 1522- 1591), έναν από τους σημαντικότερους διδασκάλους της τελετής του τσαγιού, ήταν μια πόλη που εκτιμούσε τις παραδοσιακές τέχνες.
3 Ο πατέρας της είχε αποκτήσει δύο κόρες από την πρώτη του σύζυγο, οι οποίες έμεναν μαζί τους. Η γέννηση της Άκικο φαίνεται πως δυσαρέστησε την οικογένεια, η οποία ήθελε άλλον έναν γιο, και η μικρή Άκικο πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής της στο σπίτι της θείας της.
4 Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και το μεταπολεμικό κτίριο κατεδαφίστηκε όταν κατασκευάστηκε ο σιδηροδρομικός σύνδεσμος Όσακα-Σακάι. Στο σημείο σήμερα, υπάρχει ένα μικρό πέτρινο μνημείο, με ένα από τα ποιήματα της Άκικο.
5 Τα κότο και σάμισεν είναι παραδοσιακά ιαπωνικά μουσικά όργανα.
6 Η οικιακή οικονομία και το ράψιμο ήταν τα δύο βασικά μαθήματα του σχολείου θηλέων. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως για τα δεδομένα της εποχής, η εκπαίδευση που συνολικά έλαβε η Άκικο δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ περιορισμένη.
7 Παραδοσιακό ιαπωνικό γλύκισμα, σε μορφή ζελέ. Φτιάχνεται από πάστα κόκκινων φασολιών, άγαρ άγαρ και ζάχαρη.
8 Ποιητική μορφή που αποτελείται από συνολικά τριάντα ένα συλλαβές: 5 στίχους των 5-7-5-7-7 συλλαβών.
9  Πραγματικό όνομα: Γιόσανο Χιρόσι (与謝野 寛)
10 Ένα γεννήθηκε νεκρό, ενώ ένα πέθανε λίγο μετά τη γέννα.
11 Συχνά αποδίδεται στον ίδιο τον ιδρυτή του περιοδικού, ποιητή Σάσακι Νομπουτσούνα (佐佐木信綱, 1872-1963).
12 Η Μάχη-Πολιορκία του Πορτ Άρθουρ αποτέλεσε την μεγαλύτερη (σε χρονική διάρκεια) και ίσως πιο βίαιη μάχη του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου. Την περίοδο που η Άκικο έγραψε το ποίημα, υπήρχε η φήμη ότι Ιάπωνες στρατιώτες που συμμετείχαν στη μάχη, έπαιρναν μέρος εθελοντικά σε αποστολές αυτοκτονίας. Έτσι, η ίδια φοβόταν ότι ο αδερφός της, λόγω της εξαιρετικά παρορμητικής του φύσης, θα οδηγούταν στο θάνατο, ξεχνώντας την οικογένεια του που τον περίμενε πίσω στο σπίτι. Ήταν μετά τη δημοσίευση του ποιήματος που η Άκικο έμαθε ότι η μονάδα του δεν συμμετείχε στην πολιορκία.
13 Μια επίσημη κυβερνητική αντίδραση δεν ήρθε ποτέ και πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι αναρωτήθηκαν γιατί έγινε αυτό, όταν αναφορές στον αυτοκράτορα με εμφανώς ελαφρύτερες προεκτάσεις οδηγούσαν συχνά συγγραφείς σε συλλήψεις. Κάποιοι αποδίδουν αυτήν την επίσημη σιωπή και αδράνεια, στο ότι η κυβέρνηση ποτέ δεν θα περίμενε ότι μια γυναικεία φωνή θα μπορούσε να έχει σημαντική επίδραση στη κοινή γνώμη.
14 Επανακυκλοφόρησε ξανά το 1921 (μέχρι το 1927).
15 Κυκλοφόρησε από το 1911 μέχρι το 1916. Αναγκάστηκε να σταματήσει την κυκλοφορία του ωστόσο, λόγω έντονων (άμεσων και έμμεσων) κυβερνητικών πιέσεων, αλλά όχι πριν καθιερωθεί ως σημαντικό «εργαλείο» του ιαπωνικού γυναικείου κινήματος.
16 Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της μοντέρνας ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ο Μόρι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια των Γιόσανο. Ήταν μάλιστα νονός (名付け親) των δίδυμων κοριτσιών που η Άκικο γέννησε το 1907, Γιάτσουο και Νάνασε.
17 Κάποιες φορές, αναφέρεται ότι αυτή ήταν η 3η μετάφραση που η Άκικο είχε κάνει, καθώς ένα χειρόγραφό της που αφορούσε το έργο είχε καταστραφεί στις πυρκαγιές που ακολούθησαν τον Μεγάλο Σεισμό του Κάντο (関東地震, 1923). Από μία σελίδα ωστόσο που σώθηκε, διότι η Άκικο είχε ξεχάσει να την βάλει μαζί με το υπόλοιπο κείμενο, φαίνεται ότι επρόκειτο για εκτενή σχολιασμό του κειμένου της Ιστορίας και όχι για μια νεότερη μετάφραση.
18 Φαίνεται ότι είχε ξεκινήσει το δεύτερο αυτό της εγχείρημα ήδη από το 1932 ωστόσο, μετά τον θάνατο του συζύγου της, αυτό καθυστέρησε και σχεδόν εγκαταλείφτηκε.
* Συχνά, στη σχετική βιβλιογραφία, χρησιμοποιείται το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο των ιαπώνων συγγραφέων και για αυτό και εδώ υιοθετείται αυτή η πρακτική.
** Οι μεταφράσεις του κειμένου έχουν γίνει κυρίως από αντίστοιχες μεταφράσεις στην αγγλική γλώσσα και λιγότερο, από τα Ιαπωνικά. Οι μεταφράσεις των ποιημάτων (ή τμημάτων τους) σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ακριβείς ή αντάξιες των πρωτότυπων κειμένων.

 

Μαρία Γκουνγκόρ
Μαρία Γκουνγκόρ
Η Μαρία Γκουνγκόρ γεννήθηκε το 1990. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτoρας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έρευνά της αφορά στην ιστορία της οικονομικής σκέψης της Ιαπωνίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Η αναδημοσίευση περιεχομένου του GreeceJapan.com (φωτογραφιών, κειμένου, γραφικών) δεν επιτρέπεται χωρίς την εκ των προτέρων έγγραφη άδεια του GreeceJapan.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ