Ζώντας στην περιοχή που οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν τον κορυφαίο τουριστικό προορισμό του Τόκιο, πρόκειται για ένα θέαμα που το βλέπω σχεδόν καθημερινά: επισκέπτες που είτε λόγω πολιτισμικών καταβολών, είτε εξαιτίας ιδεολογικών ή ιατρικών λόγων αναζητούν κάποιο εστιατόριο που στο μενού του να μην περιλαμβάνει κρέας μένουν άφωνοι –και συχνά απογοητευμένοι- όταν συνειδητοποιούν ότι το κρέας είναι τόσο παρόν στην ιαπωνική κουζίνα που για να το αποφύγει κανείς θα πρέπει να στραφεί είτε σε μέρη που απευθύνονται ειδικά σε χορτοφάγους, είτε σε ορισμένα πολύ ακριβά εστιατόρια που σερβίρουν την κουζίνα των βουδιστικών ναών, αποφεύγοντας έτσι ένα πολύ μεγάλο μέρος των κλασικών ιαπωνικών πιάτων. Και πέρα από την πρακτική δυσκολία, έρχονται αντιμέτωποι και με τις προϊδεάσεις τους: αφού είναι γνωστό ότι οι Ιάπωνες δεν τρώνε κρέας, γιατί το κρέας υπάρχει παντού;
Η απάντηση είναι “επειδή το κρέας υπήρχε παντού πάντοτε” κάτι που επιβεβαιώνεται από δεκάδες αναφορές σε κείμενα γραμμένα πριν από 500 ή 1000 χρόνια. Απλώς, όπως και σε άλλα μέρη στον κόσμο, ένας συνδυασμός απαιτήσεων της άρχουσας τάξης που προτιμούσε να κρατάει τα καλά για τον εαυτό της και πολιτικών και οικονομικών απαιτήσεων (η Ιαπωνία ήταν κάτα βάση αγροτική χώρα και η κτηνοτροφία απαιτεί πολλούς πόρους που η χώρα δεν είχε να διαθέσει) πέρασε μέσα από τη μηχανή του κιμά, αν μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο, της θρησκείας (εν προκειμένω, του βουδισμού) και κατέληξε σε μια επίσημη απαγόρευση της κατανάλωσης κρέατος. Οι διαδοχικές ανανεώσεις της αρχικής εκείνης απαγόρευσης από το 675 και τον αυτοκράτορα Τένμου ως το 1872 όταν ο αυτοκράτορας Μέιτζι την αναίρεσε έμπρακτα περιλαμβάνοντας το κρέας στο εορταστικό πρωτοχρονιάτικο γεύμα του, δείχνουν ότι ο πληθυσμός κάθε άλλο παρά απεχθανόταν το κρέας· απλώς δεν είχε αρκετό ώστε να μπορεί να το εντάξει στην καθημερινότητά του.
Όλα αυτά άλλαξαν με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και, ακόμα περισσότερο, με την μεταπολεμική ανάπτυξη –κάπου εκεί, και παρά τους εθνικιστικούς υπαινιγμούς για το αντίθετο, ξεκίνησε και η κτηνοτροφία του λεγόμενου “ουάγκιου” (和牛), του εξαιρετικής ποιότητας βοδινού από το Κόμπε και τις γύρω περιοχές. Στην Ιαπωνία που γνώρισα εγώ, και μπορώ να πω με ασφάλεια, στην Ιαπωνία των τελευταίων 50 χρόνων, το κρέας είναι τόσο ευδιάκριτο όσο είναι το κάρι, το σούσι, τα ράμεν, το γιακιτόρι ή το τέμπουρα· ειδικά τα “γιακινίκου” (焼肉) τα κορεατικής προέλευσης μπάρμπεκιου στα οποία ο πελάτης ψήνει το κρέας ο ίδιος στο τραπέζι του, μερικές φορές και σε μερικές γειτονιές, είναι κατά πολύ πολυπληθέστερα των “καθαρά ιαπωνικών” επιλογών. Και για όσους αναρωτιούνται, αυτό που κάνει την ιαπωνική διατροφή υγιέστερη δεν είναι η απουσία κρέατος: είναι η πολύ πιο λογική σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Δύσης κατανάλωσή του και η εξισορρόπησή του με τις άλλες ομάδες τροφών.