
Έχοντας μεγαλώσει στο «downtown» της Αθήνας (στην Κυψέλη για όποιον ενδιαφέρεται), ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα με έλκυε το «σιταμάτσι» (下町) του Τόκιο, αν μη τι άλλο λόγω ονομασίας καθώς τα δύο ιδεογράμματα μεταφράζονται ακριβώς «κάτω» και «πόλη». Με το πέρασμα του χρόνου ωστόσο, η έλξη έγινε βαθύτερη γιατί, παρότι η ονομασία στην περίπτωση των ιαπωνικών είναι περισσότερο κυριολεκτική (αναφερόταν στις ανατολικές περιοχές του Έντο –και κατ’ επέκταση του Τόκιο- που ήταν πιο χαμηλά από ό,τι οι δυτικές οι οποίες βρίσκονταν επάνω σε λόφους), η μικρό-κουλτούρα που αναπτύχθηκε στις περιοχές αυτές ταιριάζει απόλυτα με αυτό που εννοούν οι περισσότεροι όταν σκέφτονται το «downtown» μιας πόλης και είναι σχεδόν εντελώς αντίθετη με αυτό που εννοούν όταν σκέφτονται τόσο το Τόκιο όσο και τους Ιάπωνες –λέγοντας «μικρό-κουλτούρα» εννοώ ό,τι σχετίζεται με την καθημερινή ζωή και αφήνω εκτός, στο μέτρο που μπορεί κανείς να κάνει κάτι τέτοιο, τα μεγάλα πράγματα όπως το Καμπούκι, το σούμο ή το σούσι που έχουν προσδιορίσει τον ιαπωνικό πολιτισμό στο σύνολό του και που επίσης αναπτύχθηκαν στην περιοχή αυτή.
Το σιταμάτσι είναι στενά δρομάκια με χαμηλά σπίτια, μικροσκοπικά μπαλκόνια με μπουγάδες που στεγνώνουν και φουτόν που αερίζονται και λιάζονται για να αφρατέψουν, γλάστρες σε πρεβάζια παραθύρων και πεζοδρόμια, γειτόνισσες που κουτσομπολεύουν ενώ γίνεται το φαγητό, ταβέρνες με τις καμινάδες τους να γεμίζουν τον αέρα με τσίκνα και στενές πόρτες με κουρτινάκια νόρεν που μόλις καλύπτουν το θόρυβο από ποτήρια που τσουγκρίζουν και από μεθυσμένα γέλια, μαμάδες με ποδήλατα φορτωμένα παιδιά και ψώνια, σχεδόν αόρατους ναούς στριμωγμένους ανάμεσα σε πάρκινγκ και σε γραφεία μικρών εταιρειών, μπαράκια με πέντε σκαμπό και δύο τραπεζάκια, μπακάλικα και μανάβικα με 70χρονους ιδιοκτήτες, εργαστήρια τεχνιτών που όταν καλοκαιριάζει κάνουν πάγκο τους τον δρόμο, ποδηλάτες ταχυδρόμους και αστυνομικούς, οικοδόμους που κάνουν διάλειμμα πίνοντας φτηνό σάκε «Ozeki» και τρώγοντας ράμεν στιγμής καθισμένοι στις καρότσες μικρών φορτηγών, δίχτυα από καλώδια ρεύματος και ψιλοκουβέντες με δυνατές και εγκάρδιες φωνές και με προφορά και λεξιλόγιο που ελάχιστη σχέση έχουν με τα αντίστοιχα των «σωστών» ιαπωνικών.
Όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες πόλεις, λέγεται για το Τόκιο ότι «όλοι είναι από αλλού» –και όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες πόλεις, αυτό ισχύει μόνο εν μέρει: ανατολικά από τα αυτοκρατορικά ανάκτορα που αντικατέστησαν το κάστρο του Έντο των σογκούν Τοκουγκάουα, στο Νιχομπάσι, την Κάντα, το Ουένο, την Ίρια, την Ασακούσα, το Ριογκόκου, την Γκίνζα, το Ασακούσα-μπάσι, το Αρακάουα αλλά και πέρα από το ποτάμι –στη Φουκαγκάουα, τη Μουκοτζίμα, το Οσιάγκε, το Τογιόσου, την Κίμπα ή την Κατσουσίκα- οι άνθρωποι ήρθαν μεν «από αλλού» αλλά ήρθαν τρεις, τέσσερις ή πέντε γενιές πριν με αποτέλεσμα να είναι πια «από εδώ». Και μπορεί στα μάτια των τουριστών (και όχι μόνο των αλλοδαπών) οι γειτονιές και η ζωή που έχτισαν όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από καταστροφές φυσικές και ανθρώπινες να δείχνουν πεζά και στερημένα από τα στοιχεία που (υποτίθεται ότι) χαρακτηρίζουν την Ιαπωνία όμως τα στενάκια του σιταμάτσι είναι τόσο Ιαπωνία όσο και το Φούτζι, το Κινκάκου-τζι στο Κιότο ή το κάστρο του Χιμέτζι –αν όχι περισσότερο.