Η τσουγιού ή μπαϊγιού (梅雨 = «βροχή της εποχής που γίνονται τα δαμάσκηνα»), μ’ άλλα λόγια η εποχή των βροχών στην Ιαπωνία διαρκεί, όπως και σ’ άλλες, γειτονικές χώρες, απ’ την αρχή Ιουνίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Η αίσθηση του εγκλωβισμού, της αποκοπής και, γι’ αυτό το λόγο, και της ασφάλειας που έχει κανείς λόγω της βροχής, ενισχύει την έτσι κι αλλιώς υπάρχουσα συνείδηση που συνοδεύει εδώ τη ζωή, ότι είσαι σε μια συστάδα νησιών, πέρα απ’ την άκρη της Ασίας, και μπροστά σ’ ολόκληρο τον Ειρηνικό. Όμως ταυτόχρονα η τσουγιού είναι ένα από τα κλιματικά στοιχεία που ενοποιούν τη γενικότερη περιοχή. Σου δημιουργεί την αίσθηση της Ιαπωνίας ως μέρους μιας γενικότερης περιοχής, της ζώνης των μουσώνων. Ω, ναι, αυτή η αίσθηση δεν είναι λάθος, τα ρυζοχώραφα που πλημμυρίζουν νερό, το μαυρειδερό, υγρό χώμα με τις πυκνά παραταγμένες, βαθύχρωμες, πράσινες βελόνες, τη σκοτεινή βλάστηση, ανακαλούν μνήμες, εικόνες και οσμές στις αισθήσεις που έχει αφήσει μέσα σου η Ινδία ή η Νοτιοανατολική Ασία. Όχι, εδώ δεν είσαι πια κλεισμένος στην ηπειρωτική Κίνα, είσαι εκεί που η Ασία ελευθερώνεται από την ίδια την τεράστια έκταση που την αιχμαλωτίζει στην ακινησία της απέραντης ξηράς, εκεί που επιτέλους η ατέλειωτη, στερεή συνέχεια ανοίγει, και σμίγει με τον ωκεανό.
Η τσουγιού ενσκήπτει ξαφνικά, εκεί που έχουν αρχίσει οι ζέστες του καλοκαιριού. Το πρώτο σύμπτωμα είναι η βαθειά σκοτεινιά που απλώνεται παντού, καθώς τα σύννεφα τυλίγουν όλο το αρχιπέλαγος. Η κρυάδα των σταγόνων της βροχής στο δέρμα, οι ομπρέλλες που γεμίζουν τους δρόμους κι όλα όσα δίνουν την παράξενη αίσθηση ενός φθινοπωρινού σκηνικού μες στο καλοκαίρι είναι η ταυτότητα της τσουγιού. Ωστόσο, καθώς ανεβαίνει η ζέστη, ο συνδυασμός της με τη βαρειά υγρασία, ο οποίος κάνει τον ιδρώτα να κυλάει ποτάμι κάτω απ’ τα ρούχα, που πρέπει ν’ αλλαχτούν κάμποσες φορές την ημέρα, οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα, προκαλούν την εκνευριστική, εφόσον διαρκεί, αίσθηση ότι ζεις μέσα σ’ ένα ζεστό μπάνιο. Όμως η τσουγιού έχει τις απολαύσεις της. Ωραίο είναι να παρακολουθεί κανείς μέσα απ’ το λεωφορείο ή απ’ το τζάμι κάποιας καφετέριας τις χιλιάδες ομπρέλλες, με τα διαφορετικά χρώματα και σχήματα που παρελαύνουν μπροστά του, καθώς οι ιδιοκτήτες τους προχωρούν βιαστικά προς κάποιο σταθμό του τραίνου. Ωραίο είναι να βρεθείς να περπατάς σ’ ένα μονοπάτι, μέσα σε κάποιο δάσος μπαμπού, με τα χοντρά, γκριζοπράσινα καλάμια να γυαλίζουν, και τις κορυφές τους να χάνονται μέσα στη λευκότητα των υδρατμών. Ωραίο είναι ακόμα να καθηλώνεσαι κάτω απ’ το γείσο κάποιας πόρτας, σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Τζιν’μπότσο, μπροστά στον απίστευτο καταρράκτη που επί ώρα τώρα δε λέει να τελειώσει, μέχρι που ένα ευγενικό χέρι μέσα απ’ το κατάστημα σε λυπάται και σου δίνει μια ομπρέλλα. Όσοι έχουν δει το «Ρασόμον» του Κουροσάουα, θα θυμούνται την ατέλειωτη, δυνατή βροχή, που έχει καθηλώσει στην αρχή του έργου τους αφηγητές σ’ αυτή την πύλη του Κυότο. Η ομπρέλλα είναι το πιο πολύτιμο αγαθό αυτή την εποχή και πρέπει να μάθει κανείς να ζει μ’ αυτή. Αλλοίμονο αν την ξεχάσεις σπίτι το πρωί!
Μ’ όλο που σ’ αυτή τη χώρα έχουν διακρίνει παραδοσιακά διάφορα είδη βροχής, με διάφορα ονόματα και λέξεις μιμητικές του ξεχωριστού ήχου που παράγουν, η τσουγιού είναι η πηγή του μεγαλύτερου μέρους αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσομε πολιτισμό της ιαπωνικής βροχής. Για να μη μπούμε στις, αναμφίβολα ενδιαφέρουσες και γοητευτικές λεπτομέρειες που συνοδεύουν την ομπρέλλα, εδώ ανήκουν οι χιλιάδες ξυλογραφίες που έχουν ως θέμα σκηνές της, όπως η γνωστή «ξαφνική μπόρα στο Σόνο», του Χιρόσιγκε. Εδώ λέξεις που περιγράφουν πράγματα από το μούσκεμα των παπουτσιών (bisho-bisho), μέχρι την καταστροφή του γυναικείου μακιγιάζ (kesho-kuzure), που έγινε με τόσο κόπο. Εδώ η τόσο συνηθισμένη στη χώρα μυρωδιά της μούχλας, συμπεριλαμβανόμενης βέβαια κι αυτής που έχουν πιάσει τα ρούχα στα ντουλάπια, και που έχει οδηγήσει σ’ ένα ολόκληρο σύνολο πρακτικών για την αντιμετώπισή της. Εδώ, τουλάχιστο κατά μεγάλο μέρος, και η ευωδία που αναδίδουν τα παλιά τατάμι αυτή την εποχή. Ακόμη, εφόσον κι αυτά απορροφούν την υγρασία, εκτός από τη μακροχρόνια χρήση η τσουγιού τα κάνει σιγά-σιγά ν’ αποκτούν το γλυκό, βαθύξανθο χρώμα τους. Εδώ η συνήθεια που λέγεται «τέρου-τέρου μπόοζου» (δηλ. [βουδιστή] μοναχέ, φέρε τη λιακάδα – υπάρχει και το σχετικό παιδικό τραγουδάκι) να κρεμούν στο γείσο της στέγης, στη σειρά «μπόοζου», δηλαδή χειροποίητα, χαρούμενα ομοιώματα βουδιστών μοναχών, που γίνονται με ένα ύφασμα παραγεμισμένο στο κέντρο και δεμένο μ’ένα σχοινί, ώστε να σχηματιστεί κεφάλι και ράσο.
Η ομορφιά των τοπίων αυτή την εποχή συνίσταται στον νεφώδη χαρακτήρα που αποκτούν, καθώς δέντρα, κορυφές βουνών, σπίτια κ.λπ. παίζουν ένα παιχνίδι κρυφτού με τους υδρατμούς. Αλλά και στο ότι η χρωματική γκάμα που κυριαρχεί είναι το λευκό και το γκρίζο. Ειδικά ταξείδια οργανώνονται αυτή την εποχή για μέρη όπου υπάρχουν βουδιστικοί, κυρίως, ναοί, μέσα σε δάση, όπως στο όρος Κόογια, για να θαυμάσουν αυτές τις σκηνές.
Όπως κάθε εποχή στην Ιαπωνία, η τσουγιού έχει κι αυτή το άνθος που κυριαρχεί σ’ αυτή και τη συμβολίζει. Αυτό είναι το ατζισάι, η ορτανσία. Οι ψυχρές, γαλανές αποχρώσεις του, ταιριάζουν με τη σκοτεινιά που απλώνεται παντού, όπως και με την κρύα αίσθηση της βροχής. Η ορτανσία χρειάζεται νερό και για ν’ αναπτυχθεί, αλλά και αυτό το ειδικό τοπίο που δημιουργεί η τσουγιού, για ν’ αναδείξει την ομορφιά της. Για το ατζισάι στον ιαπωνικό πολιτισμό (όπως και στον κινεζικό και τον κορεατικό) θα μπορούσαμε, όπως και για τα χρυσάνθεμα, τα άνθη της δασμασκηνιάς, τις αζαλέες, τα άνθη της κερασιάς και, βεβαίως, τα σούσουκε, να γράφαμε ολόκληρα βιβλία. Ας αρκέσει εδώ, για τον διατειθέμενο χώρο, να τελειώσομε υπενθυμίζοντας ότι βουδιστικοί ναοί που διατηρούν κήπους όπου καλλιεργούν ατζισάι είναι ονομαστοί γι αυτό το λόγο και πολυάριθμοι επισκέπτες πάνε στη διάρκεια της τσουγιού, για να θαυμάσουν εκεί τα άνθη της βροχής.