
Η επίσημη μετάφρασή του είναι σαφής: «σίσι» (獅子) σημαίνει «λιοντάρι» και το θέμα λήγει εκεί. Όμως δε λήγει εκεί καθώς αφενός το λιοντάρι που ξέρουμε όλοι λέγεται «ράιον» (ライオン) και αφετέρου η εμφάνισή του, έστω και αυτή που επιβιώνει συμβολικά στις μεγάλες κόκκινες ξύλινες μάσκες ελάχιστα μοιάζει με τον βασιλιά της αφρικανικής σαβάνας∙ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα αν αναλογιστεί κανείς ότι τα λιοντάρια δεν κατάφεραν να διασχίσουν ποτέ την Ινδία, το δε τοπικό υποείδος τους, το ασιατικό λιοντάρι Panthera leo persica σχεδόν εξαφανίστηκε από την ήπειρο πριν τον 20ό αιώνα. Αν το σίσι έφτασε σαν εικόνα στα ιαπωνικά νησιά και εδραιώθηκε στη συνείδηση των κατοίκων τους, η διαδρομή ήταν σίγουρα μέσω του κινεζικού και κορεατικού πολιτισμού και, πιθανότατα μαζί με τον βουδισμό: οι Κινέζοι και οι Κορεάτες χρησιμοποιούσαν αγάλματα λιονταριών στις εισόδους των ναών τους σαν προστασία απέναντι στο αρχέγονο κακό και ακόμα και σήμερα συχνά τα βλέπει κανείς να παίζουν τον ίδιο ρόλο και στην Ιαπωνία με την ονομασία «κόμα-ίνου» (狛犬) ή «κορεατικοί σκύλοι».
Όπως και να ‘χει, το σίσι έχει πλέον πολιτογραφηθεί Ιάπωνας και στο ξεκίνημα κάθε χρόνου κάνει την εμφάνισή του σε διάφορα δημόσια μέρη (συχνά σε σιντοϊστικούς ναούς ή γύρω από αυτούς) όπου χορεύει για να φέρει καλή τύχη για τους 12 μήνες που θα ακολουθήσουν –το συγκεκριμένο έθιμο θα φανεί επίσης πολύ γνώριμο σε όσους ξέρουν έστω και τα ελάχιστα από τον κινεζικό πολιτισμό όμως το ιαπωνικό σίσι είναι αρκετά διαφορετικό τόσο σε εμφάνιση όσο και σε χορογραφία ώστε κανείς να μην το μπερδεύει με το κινεζικό. Τα χρώματά του τουλάχιστον στην κυρίαρχη εκδοχή που βρίσκει κανείς στο Κάντο είναι σχεδόν αποκλειστικά το γυαλιστερό κόκκινο (για το κεφάλι-μάσκα) και το σκούρο πράσινο (για τον μανδύα) ενώ ο χειρισμός του γίνεται συνήθως από ένα άτομο έναντι των δύο που βλέπει κανείς στην Κίνα. Όσο για τον χορό του, περιλαμβάνει πολύ λιγότερα ακροβατικά και συνίσταται περισσότερο στα παιχνίδια με το κοινό και, κυρίως, στο «δάγκωμα» του κεφαλιού των θεατών, κάτι που υπόσχεται καλή τύχη για τη νέα χρονιά.
Παλιότερα, το σίσι-μάι (獅子舞) ο χορός του λιονταριού γινόταν από σπίτι σε σπίτι κατά παραγγελία του εκάστοτε νοικοκύρη∙ σήμερα, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, τα πράγματα έχουν αλλάξει και το πράγμα έχει πάρει χαρακτήρα δημόσιας εκδήλωσης όμως παραδόξως (;) η αίσθηση του προσωπικού δεσμού μεταξύ του θεατή και του εκτελεστή (και του καλού πνεύματος που αυτός μετουσιώνει όσο διαρκεί ο χορός) δε δείχνει να έχει χαθεί. Παρά το σουρεαλιστικό του θεάματος, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας πάντα στέκονται να δουν το λιοντάρι που χορεύει στο ρυθμό κάποιου τυμπάνου και στη μελωδία κάποιου φλάουτου και πάντα δέχονται ευχάριστα το παιχνίδι του. Δεν έχω καταλήξει ακόμα αν πρόκειται για πρόληψη ή για την αγάπη των Ιαπώνων για το θέατρο του δρόμου αλλά προφανώς αυτό δεν έχει καμιά σημασία: το σίσι-μάι είναι ένα ακόμα κομμάτι του ψηφιδωτού που λέγεται «Ιαπωνία» και μια ακόμα ένδειξη ότι όσο και αν η χώρα δημιουργεί καινούριους μύθους, οι παλιοί παραμένουν ισχυροί.