Στη συνείδηση Ιαπώνων και ξένων είναι ό,τι δεν είναι το Τόκιο –το κέντρο της ιαπωνικής κουλτούρας, η καρδιά της παράδοσης, το θησαυροφυλάκιο που περιέχει ό,τι πιο πολύτιμο έχει δημιουργήσει ο ιαπωνικός πολιτισμός τους τελευταίους δώδεκα αιώνες, ο τόπος που ευγενείς, καλλιτέχνες και εστέτ έβαλαν τις βάσεις για τη δημιουργία όλων εκείνων που κάνουν την Ιαπωνία ξεχωριστή, η πραγματική πρωτεύουσα, βάση και έδρα του αυτοκράτορα και των μεγάλων θρησκευτικών ηγετών τόσο του σιντοϊσμού όσο και του βουδισμού. Το Κιότο, το ουσιαστικό κέντρο του Κανσάι είναι ο ήλιος, οι ακτίνες του οποίου φτάνουν από το Χοκάιντο ως την Οκινάουα και από τον Ειρηνικό ως το Νιχόν Κάι, τη θάλασσα που χωρίζει την Ιαπωνία από την Ασία, η μήτρα από την οποία ξεπήδησε η πολιτισμική συνείδηση των Ιαπώνων και το σημείο στο οποίο επιστρέφουν πάντα όταν θέλουν να αναφερθούν στην ουσία της χώρας τους.
Εξαιτίας των παραπάνω, το Κιότο είναι ίσως το μέρος που θα δώσει στον ξένο επισκέπτη το πιο ισχυρό χτύπημα απομυθοποίησης στην Ιαπωνία: όσοι περιμένουν μια παραδοσιακή πόλη-αντίστιξη στο πολύβουο, άναρχο χωνευτήρι που λέγεται «Τόκιο», δε θα τη βρουν καθώς όπως όλες οι πόλεις της Ιαπωνίας (με το 1,5 εκατομμύριο κατοίκους του να είναι μέρος της μητροπολιτικής περιοχής Κέιχανσιν που περιλαμβάνει την Οσάκα και το Κόμπε και έχει πληθυσμό 18,5 εκατομμύρια, είναι «πόλη» με κάθε έννοια της λέξης), το Κιότο έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θυμίζουν ότι ανήκει σε μια από τις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη. Μεγάλες λεωφόροι, σύγχρονη αρχιτεκτονική, αυτοκίνητα και αυτοματισμοί και υπερπολυτελή καταστήματα ανακατεύονται με τους 2000 ναούς του και τα ζαχαροπλαστεία με ιστορία τεσσάρων αιώνων είναι μεσοτοιχία με τις μπουτίκ του Armani, τις αντιπροσωπείες της BMW ή τα, πανταχού παρόντα φλίπερ/κουλοχέρηδες πατσίνκο. Ναι, ο ιδρυτής της τελετής του τσαγιού, Σεν νο Ρίκιου έζησε εδώ όμως όσοι τον αναζητήσουν πιθανότατα δε θα τον βρουν πια.
Είμαι βέβαιος ότι αδικώ το Κιότο –το έχω επισκεφθεί μόλις δύο φορές και μόλις έχω καταφέρει να δω μια χούφτα ακόμα και από τα εντυπωσιακά «βασικά» του: το Φουσίμι Ινάρι κέντρο της λατρείας του θεού του ρυζιού και της αλεπούς-αγγελιοφόρου της, το Κιγιομίζου-ντέρα με την κρεμαστή βεράντα πάνω από το δάσος, το χρυσό περίπτερο Κινκάκου-τζι μέσα στη λίμνη-καθρέφτη και τα στενάκια των «περιοχών ψυχαγωγίας» Γκιόν και Πόντο-τσο. Όμως από την αρχή μου δημιούργησε μια αρνητική διάθεση –αντίθετα από το Τόκιο που από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ το αισθάνθηκα σαν το σπίτι μου- και ακόμα δεν έχω προσδιορίσει γιατί. Ίσως να ήμουν προκατειλημμένος πριν ακόμα έρθω, λόγω μιας παιδιόθεν ιδεολογικής αλλεργίας απέναντι σε σχεδόν οτιδήποτε θεσμικό ή ίσως επειδή ανέκαθεν με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η κουλτούρα των αστών από αυτή των αριστοκρατών∙ ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψω πάντως είναι ότι μου δίνει την αίσθηση όχι μιας πόλης αλλά ενός θεματικού πάρκου με αντικείμενο την πόλη. Αλλά πιθανότατα κάνω λάθος…