
Πρωταγωνιστεί σε όλα σχεδόν τα κλασικά ιαπωνικά γλυκά, αυτά που λέγονται συλλήβδην «ουαγκάσι» (和菓子) και στα περισσότερα κλασικά ιαπωνικά σνακ, αυτά που λέγονται συλλήβδην «σενμπέι» (せんべい) –οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν καν ότι πρόκειται για ρύζι αφού για να φτάσει στην κατάσταση που λέγεται «μότσι» (餅) έχει περάσει από μια διαδικασία που το έχει μετατρέψει σε ένα ελαστικό ζυμάρι το οποίο μπορεί να πλαστεί και στη συνέχεια να βραστεί, να ψηθεί ή να τηγανιστεί, να καρυκευθεί με οτιδήποτε –από ζάχαρη μέχρι σόγια, σιρόπι από φρούτα, αποξηραμένες γαρίδες ή φύκια- και να σερβιριστεί με αμέτρητους τρόπους. Είναι ταυτόχρονα αριστοκρατικό –τα νερικίρι (煉り切り) που σερβίρονται στην τελετή του τσαγιού είναι μικρά εικαστικά (και συχνά πανάκριβα) αριστουργήματα- λαϊκό –τα κάκι νο τάνε (柿の種) ανάμικτα με αράπικα φιστίκια είναι η ιαπωνική εκδοχή των τσιπς και, όπως και το τόφου καταφέρνει να χαρακτηρίζει ό,τι το περιβάλλει χωρίς να επιβάλλεται.
Το μότσι κάνει πιο αισθητή την παρουσία του γύρω στο τέλος του χρόνου, όταν στα καταστήματα τροφίμων εμφανίζονται τα «καγάμι-μότσι» (鏡餅) ένα ζευγάρι παχιοί δίσκοι φτιαγμένοι από αυτό που τοποθετούνται στον οικογενειακό βωμό σαν διακόσμηση-ανάθημα και που καταναλώνονται ψημένες στη σχάρα το δεύτερο σαββατοκύριακο του Ιανουαρίου –κανονικά αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο μιας τελετής που λέγεται «καγάμι-μπιράκι» (鏡開き) και που σημαίνει «σπάσιμο του μότσι» ή «άνοιγμα του καθρέφτη» («καγάμι» σημαίνει «καθρέφτης») και που υποτίθεται ότι έλκει την καταγωγή της από το Σίντο, όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε ο σογκούν Τοκουγκάουα Ιετσούνα (1641-1680) την περίοδο Έντο. Και που, όπως και πολλές γιορτές (και όχι μόνο στην Ιαπωνία) δεν είναι παρά μια αφορμή για διασκέδαση και ποτό –εκτός από το καγάμι-μότσι, στο καγάμι-μπιράκι ο οικοδεσπότης σπάει ένα βαρέλι με σάκε και οι παρευρισκόμενοι πίνουν όσο αντέχουν.
Μια παράδοση που σχετίζεται με τα μότσι, και που ευτυχώς εξακολουθεί να τηρείται σαν κοινό δρώμενο, συχνά με επίκεντρο κάποιον ναό, είναι το μότσι-τσούκι (餅つき/餅搗き), το «χτύπημα του μότσι»: το ρύζι βράζεται και στη συνέχεια μεταφέρεται σε μεγάλα ξύλινα ή πέτρινα γουδιά που λέγονται «ούσου» (臼) όπου τα μέλη της κοινότητας το χτυπούν εκ περιτροπής με εξίσου μεγάλα ξύλινα σφυριά που λέγονται «κίνε» (杵), μέχρι να γίνει πραγματικά μότσι και στη συνέχεια να προετοιμαστεί, αλμυρό ή γλυκό και να φαγωθεί από τους συμμετέχοντες και από όποιον τύχει να περνάει από εκεί. Για τους Ιάπωνες, η εκδήλωση έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς σύμφωνα με τους λαϊκούς μύθους, στα σημάδια της πανσελήνου βλέπουν ένα κουνέλι να χτυπάει μότσι μέσα σε ένα ούσου∙ ακόμα δεν έχω καταλάβει αν όντως το βλέπουν, όμως τελικά αυτό είναι δευτερεύον. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι ότι το μότσι-τσούκι φέρνει τους ανθρώπους ακόμα πιο κοντά και τους βοηθάει να θυμηθούν ότι η συνεργασία είναι ο καλύτερος τρόπος να αισθανθείς πλήρης –στην κοιλιά και στην καρδιά σου.