Όπως και τα μάνγκα για τα οποία έγραφα πέρσι, έτσι και ένα άλλο μεγάλο ποπ εξαγώγιμο προϊόν της Ιαπωνίας, το κόσπλεϊ (コスプレ) είναι μια από τις διαστάσεις του πολιτισμού αυτής της χώρας με την οποία δεν αισθάνομαι πολύ άνετα. Όχι προφανώς επειδή με ενοχλεί το αντικείμενο, αλλά επειδή κάθε φορά που συνειδητοποιώ πόσο εξαπλωμένο είναι στον πληθυσμό, συνειδητοποιώ παράλληλα και ότι η αντίληψη που έχω για την Ιαπωνία είναι περιορισμένη. Ακόμα και μια βιαστική επίσκεψη στις γνωστές πιάτσες των κοσπλέιερ –την Ακιχαμπάρα, το Χαρατζούκου ή κάποια από τις μεγάλες εκδηλώσεις των βιομηχανιών των μάνγκα, των άνιμε και των παιχνιδιών- αποκαλύπτει όχι μόνο πόσο πολυάριθμο είναι το πλήθος που ασχολείται ενεργά όσο, και αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, πόσο δεκτική είναι η ιαπωνική κοινωνία στο σύνολό της με την εικόνα ενός ανθρώπου όχι απλώς ντυμένου με τα ρούχα ενός χαρακτήρα από τους κόσμους αυτούς αλλά ολοκληρωτικά βυθισμένου ακόμα και στις πιο λεπτές αποχρώσεις της προσωπικότητάς του.
Αν και αναφορές στη μεταμφίεση ανθρώπων που δεν είναι επαγγελματίες του χώρου του θεάματος υπάρχουν ήδη από την εποχή του Έντο –οι εταίρες της Γιοσιουάρα έκαναν κάτι ανάλογο κάθε Αύγουστο υποδυόμενες χαρακτήρες από τη λογοτεχνία ή διάσημα πρόσωπα της εποχής όπως οι ηθοποιοί του Καμπούκι και όλοι μεταμφιέζονται στα ματσούρι- το κόσπλεϊ όπως το ξέρουμε σήμερα είναι εισαγωγή από τις ΗΠΑ. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι αμερικανοί φανατικοί φίλοι των σειρών και των ταινιών επιστημονικής φαντασίας άρχισαν να ντύνονται με τα ρούχα των ηρώων τους και να συγκεντρώνονται σε σχετικές εκδηλώσεις· οι Ιάπωνες ομόλογοί τους ακολούθησαν το παράδειγμά τους και κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Νομπουγιούκι Τακαχάσι από την νεότευκτη τότε εταιρεία παραγωγής άνιμε “Studio Hard” επινόησε τον όρο “κόσπλεϊ” για να περιγράψει την τάση που κέρδιζε έδαφος και οπαδούς στη χώρα του. Και ως γνωστόν, όταν σε κάτι δίνεις όνομα, το κάνεις πραγματικό.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιδέες που ήρθαν στην Ιαπωνία από το εξωτερικό, η συλλογική συνείδηση των Ιαπώνων μάσησε το κόσπλεϊ, το κατάπιε, το χώνεψε, το μηρύκασε και το έφερε ξανά στην επιφάνεια πιο έντονο από ό,τι ήταν –αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί πιστεύουν ότι το φαινόμενο εφευρέθηκε εδώ. Ακόμα και κάποιος όπως εγώ που δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τι απεικονίζει κάθε κοστούμι, είναι αδύνατον να μην εκτιμήσει τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς που οι, κατά κανόνα ερασιτέχνες, κοσπλέιερ έχουν αναλώσει για να είναι πιστοί ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια μιας εικόνας που έχει μόνο μερικές ώρες ζωής. Και ναι, βλέποντάς τους κανείς μετά, στο σταθμό, χωρίς τη μεταμφίεση, τόσο συνηθισμένους που χάνονται στο απρόσωπο πλήθος της μητρόπολης μπορεί να απεραντολογεί επί ώρες σχετικά με τη διάθεση φυγής από μια πεζή πραγματικότητα και την προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας μέσα από κάποιον φανταστικό χαρακτήρα. Όμως ακόμα κι αν είναι έτσι, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι υπάρχουν πολύ λιγότερο δημιουργικοί τρόποι για να πετύχει κανείς τον στόχο αυτόν.