Οι συμπατριώτες μου με εκπλήσσουν συχνά με την αφέλειά τους περίπου όσο και οι Ιάπωνες: όπως και οι τελευταίοι, οι πρώτοι θεωρούν (αν και ομολογουμένως, εν μέρει δικαίως, λόγω παλαιότητας και προτέρου ενδόξου βίου) ότι σχεδόν τα πάντα προέρχονται από αυτούς, γεννήθηκαν στον τόπο τους και αποτελούν δικό του προνόμιο, ακόμα και σε περιπτώσεις –και εδώ είναι που μπαίνει στη συζήτηση η αφέλεια- η «ιδέα» είναι τόσο στοιχειώδης που είναι αδύνατον να διεκδικήσει κανείς την αποκλειστική πατρότητά της. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι το κρέας που ψήνεται καρφωμένο σε ένα κομμάτι ξύλο –αυτό που στην Ελλάδα αποκαλούμε «σουβλάκι»: πώς μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι κάτι τόσο απίστευτα απλό μπορεί να είναι έμπνευση μόνο ενός λαού; Κι όμως, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ιάπωνες το πιστεύουν!
Δεν είμαι ιστορικός του φαγητού συνεπώς δε θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω την προέλευση της συγκεκριμένης παρασκευής κρέατος –φαντάζομαι πάντως ότι οι πρόγονοί μας την επινόησαν λίγο αφότου ανακάλυψαν τη φωτιά όταν ακόμα δεν υπήρχαν ούτε Ιάπωνες, ούτε Έλληνες. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι η φαντασία των Ιαπώνων (ή, πιθανότατα, η ανάγκη που την πυροδότησε) έχει δημιουργήσει αμέτρητες ποικιλίες κουσιγιάκι (串焼き) δηλαδή «αυτού που ψήνεται καρφωμένο σε σούβλα», ειδικά σε σχέση με το κοτόπουλο, το πανταχού παρόν –ιδιαίτερα κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και σε μικρά στενάκια- «γιακιτόρι» (焼鳥), τον πιο διαδεδομένο, φτηνό και νόστιμο μεζέ για μια μπίρα πριν την επιστροφή μετά από δώδεκα ώρες δουλειάς.
Δεν υπάρχει κομμάτι του κοτόπουλου –από το στήθος ως την πέτσα ή τις αρθρώσεις- που να μη διατίθεται στα μικροσκοπικά γιακιτόρι-για με το κόκκινο χάρτινο φανάρι στην είσοδο, τη σχάρα που παίρνει ταυτόχρονα το πολύ δέκα και το μάγειρα που στέκεται και τα ψήνει υπομονετικά περιστρέφοντάς τα κάθε φορά κατά μερικές μόνο μοίρες. Μόνο αλατισμένα ή καρυκευμένα με το μείγμα μπαχαρικών σιτσίμι τογκαράσι (七味唐辛子) ή τη γλυκιά σάλτσα «τάρε» (垂れ/たれ), ανάμεικτα με πράσο, μανιτάρια, πιπεριές, μπέικον, τόφου, σκόρδο, κρεμμύδι, ντομάτα ή σπαράγγι και συνοδευμένα από μπίρα ή ουίσκι χάιμπολ με μπόλικη σόδα και από την τσίκνα των επόμενων που ψήνονται μπερδεμένη με τον καπνό των τσιγάρων τον ήχο από τα αθλητικά στη μικρή τηλεόραση στο πίσω μέρος του μαγαζιού και από τις φωνές και τα γέλια των πελατών στα πέντε-δέκα σκαμπό του, τα γιακιτόρι λένε «ιαπωνικό σοκάκι» με την πιο νόστιμη προφορά.