
Κατακόκκινα πρόσωπα με άγρια μάτια, αφύσικα μακριές μύτες, μακριά και ανακατεμένα λευκά μαλλιά, μουστάκια και γένια, ρούχα των μοναχών-ασκητών-σαμάνων γιαμαμπούσι (山伏) της σχολής Σούγκεντο (修験道), ψηλά τσόκαρα γκέτα με ένα μόνο κάθετο «δόντι» που κάνει το περπάτημα (και την ισορροπία) σχεδόν ακροβατικό, φτερά πουλιού (και μερικές φορές κεφάλι κορακιού), απρόβλεπτη διάθεση και συμπεριφορά και βαθιά γνώση ξιφομαχίας και άλλων πολεμικών τεχνών: από όλα τα πλάσματα που κατοικούν στον κόσμο της ιαπωνικής λαϊκής φαντασίας, δεν υπάρχει ίσως πιο χαρακτηριστικό από το τένγκου (天狗), το δασόβιο δαιμόνιο που ζει, κατά κάποιους ακόμα και σήμερα, σε όλα σχεδόν τα βουνά της Ιαπωνίας, μηδέ αυτού του Φούτζι εξαιρουμένου. Και ταυτόχρονα, δεν υπάρχει άλλο πιο αμφιλεγόμενο τόσο ως προς την καταγωγή, όσο και ως προς τις προθέσεις: δάσκαλοι για τους ανθρώπους κάποιων σχολών πολεμικών τεχνών, προσωποποίηση του κακού για κάποιους ιερείς, στρατιώτες του βουδισμού και πολέμιοι των διεφθαρμένων κληρικών για άλλους.
Η προέλευση των τένγκου είναι μια ακόμα σπουδή στην συγκριτική διαδικασία η οποία έχει διαμορφώσει όλη την ιαπωνική λαϊκή παράδοση: κινεζικοί μύθοι (από τους οποίους προέρχεται και η ίδια η ονομασία «τένγκου») που συνδέονται με ιαπωνικούς θρύλους και με αστρονομικά/κοσμολογικά φαινόμενα, αναφορές στο «Νιχόν Σόκι» σε χαρακτήρες από το μύθο της θεάς του ήλιου Αματερασού Ομικάμι (η Άμε νο Ουζούμε νο Μικότο και ο σύζυγός της Σαρουταχίκο Οκάμι με εμφάνιση που αναμφίβολα μοιάζει με τένγκου), ανιμιστικές δοξασίες με κέντρο το πανταχού παρόν στην Ιαπωνία και εντυπωσιακό από κάθε άποψη κοράκι, κάποιες δόσεις από ξενοφοβία (η εμφάνιση και η συμπεριφορά τους θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε μη-Ιάπωνες), προλήψεις και δεισιδαιμονίες –όλα αυτά, και πολλά ακόμα, έχουν δημιουργήσει αυτό που οι σημερινοί Ιάπωνες αντιλαμβάνονται σαν «τένγκου».
Στην ιστορία της σχολής πολεμικών τεχνών που μελετάω δεν υπάρχουν τένγκου και ομολογώ ότι αισθάνομαι κάπως άσχημα γι αυτό. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και τώρα, κάθε φορά που βρίσκομαι σε κάποιο από τα βουνά που θεωρούνται κατοικίες τους, έχω την παράλογη ελπίδα ότι κάποια στιγμή κάποιο από αυτά θα πεταχτεί πίσω από κάποιο δέντρο και θα μου μεταφέρει τη γνώση του γύρω από την τέχνη του ξίφους όπως έκανε ο Σότζομπο με τον Μιναμότο νο Γιοσιτσούνε στο βουνό Κουράμα του Κιότο πριν από 900 χρόνια, ξεκινώντας τη θρυλική σχέση μεταξύ τένγκου και ξιφομαχίας. Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί οπότε συνήθως συμβιβάζομαι να παρατηρώ τον τρόπο που αντιδρούν σ’ αυτά οι Ιάπωνες, σχετικοί και άσχετοι με τις πολεμικές τέχνες, έναν τρόπο που φανερώνει μια οικειότητα αποτελούμενη από ίσες δόσεις δέους, φόβου και συμπάθειας και μια αποδοχή του υπερφυσικού μάλλον απροσδόκητη σε μια αναπτυγμένη χώρα. Από την άλλη, όπως το τένγκου δεν είναι οποιοδήποτε υπερφυσικό πλάσμα, έτσι και η Ιαπωνία δεν είναι οποιαδήποτε αναπτυγμένη χώρα…