Όπως όλοι όσοι έχουν επισκεφθεί τη Σιμπούγια, ξέρω την έξοδο του σταθμού της που οδηγεί στο άγαλμα του διασημότερου σκύλου της Ιαπωνίας και στο δημοφιλέστερο ίσως σημείο συνάντησης στο Τόκιο σαν «Έξοδο Χατσίκο»∙ γράφοντας αυτό το γράμμα συνειδητοποίησα όχι μόνο τη δική μου άγνοια ως προς το αν η έξοδος αυτή είναι η ανατολική ή η βόρεια αλλά και την ευρύτερη σύγχυση ως προς την κατεύθυνσή της. Και αυτό με έκανε να σκεφτώ για μια ακόμα φορά πόσο αυτή η αδυναμία προσανατολισμού είναι ενδεικτική της περιοχής: με δεκάδες μικρούς λόφους και κοιλάδες οι οποίες δικαιολογούν –θεωρητικά- την ονομασία της (το «για»/谷 στο «Σιμπούγια»/渋谷σημαίνει «κοιλάδα») αυτή η πιο διάσημη από όλες τις διάσημες περιοχές του Τόκιο είναι και μια από τις πιο δύσβατες. Και στη συνέχεια, πόσο η κυριολεκτική δαιδαλώδης δομή της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για τη συνολικότερη εικόνα της: αν υπάρχει μια λέξη που έρχεται στο νου σε όποιον πατήσει το πόδι του για πρώτη φορά στη Σιμπούγια αυτό αναπόφευκτα θα είναι η λέξη «χάος».
Η Σιμπούγια είναι από εκείνα τα μέρη που φέρουν την κύρια ευθύνη για την αντίληψη που έχει ο περισσότερος κόσμος για το Τόκιο: τεράστια κτήρια με γιγάντιες οθόνες, εκατοντάδες μαγαζιά ρούχων, κλαμπ που μένουν ανοιχτά όλη νύχτα, ξενοδοχεία στα οποία η παραμονή χρεώνεται με την ώρα και όχι με τη διανυκτέρευση, χιλιάδες νέων ντυμένων όπως επιτάσσουν οι ιδιοτροπίες της τελευταίας μόδας και ένας σταθμός-κόμβος για οκτώ γραμμές από τέσσερις διαφορετικές εταιρείες –με τη σειρά του ένας λαβύρινθος από περάσματα, εξόδους, ασανσέρ και κυλιόμενες σκάλες που άλλοτε οδηγούν στο δρόμο και άλλοτε σε καταστήματα, πεζογέφυρες και, ενίοτε σε κάποιο ορόσημο όπως ο Χατσίκο, το «Μογιάι» (ένα άγαλμα που μοιάζει να έχει δραπετεύσει από το Νησί του Πάσχα και που λειτουργεί επίσης σαν σημείο ραντεβού για όσους θέλουν λίγη περισσότερη διακριτικότητα και ησυχία) ή η διάσημη τετραπλή διάβαση πεζών με τη μεγαλύτερη κίνηση στον κόσμο.
Χαμένη πίσω από την 24ωρη βουή είναι η ιστορία της Σιμπούγια, μια ιστορία σχεδόν χιλίων χρόνων που ξεκινάει από το κάστρο της οικογένειας φεουδαρχών με το ίδιο όνομα, περνάει από τον διαβόητο ληστή της εποχής των εμφύλιων πολέμων, Οουάντα Ντόγκεν ακόμα ζωντανό στην ονομασία του λόφου Ντόγκεν-ζάκα ή «Love Hotel Hill» και από τον δρόμο Σαγάμι Κάιντο που ένωνε την πύλη Ακασάκα του κάστρου του Έντο με την Καναγκάουα για να φτάσει στην ανάπτυξη του Τόκιο την περίοδο Μέιτζι, την καταστροφή της από τους βομβαρδισμούς του 1945 και την επανεμφάνισή της σαν πρωτεύουσα του ιαπωνικού «χιπ» αλλά σαν σύμβολο της τοπικής βιομηχανίας τεχνολογίας στη δεκαετία του 1990, όταν οι ιάπωνες κομπιουτεράδες θεώρησαν ότι η δική τους κοιλάδα θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στη διάσημη αντίστοιχη της Καλιφόρνια. Το πανδαιμόνιο δε που προκύπτει από αυτό το ανακάτεμα εικόνων από το παρελθόν και το παρόν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το νόημα που δίνει ακούσια το άλλο ιδεόγραμμα της ονομασίας: σιμπούι (渋い) είναι κυριολεκτικά η πικρή και στυφή γεύση του λωτού κάκι και μεταφορικά κάθε τι συγκρατημένο και υπαινικτικό –αν σταθείς δίπλα στο άγαλμα του Χατσίκο και συνειδητοποιήσεις τι συμβαίνει γύρω σου, εκτιμάς αμέσως την ειρωνεία..