Συνέντευξη: Τζούνκο Ναγκάτα (Ματσούε, 2009)
Κύριε Κοϊζούμι, ενώ γεννηθήκατε στο Τόκιο, σήμερα εργάζεστε και ζείτε στο Ματσούε, το μέρος όπου ο προπάππος σας, ο Λευκάδιος Χερν, είχε μείνει δεκαπέντε μήνες. Παρόλο που αυτό το διάστημα είναι μικρό, γιατί, ακόμη και τώρα, πολλοί άνθρωποι θυμούνται το όνομα του Χερν σε συνδυασμό με το Ματσούε;
Νομίζω, πρώτα απ’όλα, επειδή ο ίδιος ο Χερν αγάπησε πάρα πολύ το Ματσούε. Κι αυτό πιστεύω ότι συνέβη για τέσσερις λόγους: 1) Μέσα στο τοπίο αυτής της υγρής περιοχής, στην οποία κυριαρχεί η ομίχλη που γεμίζει τους ίσκιους των βουνών που την περικυκλώνουν, ως άνθρωπος που είχε μέσα του πολλούς δικούς του ίσκιους (όπως ότι ανήκε σε μια μειονότητα, το μικρό ύψος του, το ένα του μάτι, το τραύμα του χωρισμού των γονιών του κ.λπ.), σιγά – σιγά αισθάνθηκε σαν στο σπίτι του. 2) Στο Ματσούε ήταν ζωντανά πολλά από τα στοιχεία της ιαπωνικής λαογραφίας που αναζητούσε ο Χερν, όπως η λαϊκή θρησκεία, τα έθιμα που τηρούνται στη διάρκεια της χρονιάς κ.λπ. 3) Υπήρχαν εκεί μέρη στα οποία μπορούσε κάθε πρωί να πίνει το γάλα του, να έχει μια μπύρα ή ακόμη να βρει και δυτική κουζίνα. Ως προς τις διαιτητικές του συνήθειες, ο Χερν ήταν ένας συγκριτικά συντηρητικός, δυτικός άνθρωπος. Εκείνη την εποχή, οι πόλεις στην πλευρά της θάλασσας της Ιαπωνίας που μπορούσε κανείς να πιεί γάλα ήταν εξαιρετικά λίγες. 4) Συνάντησε ανθρώπους που του πρόσφεραν ζεστή φιλοξενία, όπως τους συναδέλφους ενός συνηθισμένου γυμνασίου, τους μαθητές του, την Κοϊζούμι Σέτσου που έγινε γυναίκα του και άλλους.
Εξάλλου, η Σέτσου ήταν η ίδια από το Ματσούε, πράγμα που μπορεί επίσης να θεωρηθεί λόγος της αγάπης του για αυτό το μέρος. Το μέγεθος αυτής της αγάπης φαίνεται από το γεγονός ότι το βιβλίο του «το πρόσωπο της άγνωστης Ιαπωνίας», στο οποίο περιέγραψε το Ματσούε, έγινε μπέστ -σέλερ και ακόμη και τώρα διαβάζεται σε όλο τον κόσμο. Μετά από το θάνατο του Χερν, μια ομάδα ανθρώπων με πυρήνα τους μαθητές της εποχής που δίδαξε στο Ματσούε, κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να δημιουργηθεί ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μνήμη του Κοϊζούμι Γιάκουμο. Αυτό το ίδρυμα ολοκληρώθηκε το 1933 και αποτελεί και σήμερα ένα από τα εξέχοντα τουριστικά σημεία της πόλης.
Σήμερα στο Ματσούε τα κύρια ιδρύματα που έχουν σχέση με τον Χερν και είναι ανοιχτά στο ευρύ κοινό είναι το Ίδρυμα στη μνήμη του Κοϊζούμι Γιάκουμο, του οποίου είστε κι εσείς σύμβουλος, καθώς και η Παλαιά Κατοικία του Κοϊζούμι Γιάκουμο. Μπορείτε να μας δώσετε πληροφορίες για αυτά και τη λειτουργία τους σήμερα;
1. Σχετικά με την Παλαιά Κατοικία του Κοϊζούμι Γιάκουμο: πρόκειται για το αρχοντικό, στο οποίο ο Χερν έζησε πέντε μήνες, από τις 22 Ιουνίου 1891 μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στον Χερν άρεσε πολύ ο κήπος του καθώς και το τοπίο στο πίσω μέρος και έγραψε γι’ αυτά κομμάτια όπως το «ο ιαπωνικός κήπος» και άλλα. Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του κ. Ιουάϊ Νεγκίσι αυτό το σπίτι χαρακτηρίστηκε το 1940 εθνικό ιστορικό σημείο. Ακόμη και σήμερα ο κήπος που αγαπούσε ο Χερν έχει διατηρηθεί θαυμάσια και τραβάει τα βλέμματα των περιηγητών. Το καθιστικό όπου ζούσε ο Χερν, το δωμάτιο του γραφείου του κ.α. είναι ανοιχτά στο κοινό όλο το χρόνο, εκτός από τις περίοδο από 16 έως 29 Δεκεμβρίου και την πρωτοχρονιά.
2. Το Ίδρυμα στη μνήμη του Κοϊζούμι Γιάκουμο (Κοϊζούμι Γιάκουμο Κινέν Καν) ξεκίνησε από ένα κτίριο ελληνικού ρυθμού, που ανεγέρθηκε το 1933 δίπλα στην Παλαιά Κατοικία με τις προσπάθειες των μαθητών του Χερν, του δικηγόρου δρ. Σέϊτσι Κίσι, που καταγόταν από το Ματσούε και άλλων. Επειδή αυτό με τα χρόνια σαραβάλιασε, χτίστηκε το 1984 ένα άλλο κτίριο, ιαπωνικού ρυθμού, αυτό που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η έκθεση που υπάρχει εκεί ξεκίνησε με αρχικό πυρήνα τα πράγματα του νεκρού που δώρισε η σύζυγός του, Σέτσου. Σήμερα η μόνιμη έκθεση που είναι ανοιχτή στο κοινό αριθμεί πάνω από διακόσια αντικείμενα, στα οποία περιλαμβάνονται τα παραπάνω πράγματα καθώς και επιστολές, χειρόγραφα, φωτογραφίες και άλλα. Μέχρι τον Μάρτιο του 2009 σχεδιάζεται να δημιουργηθεί και μια ελληνική γωνιά, όπου θα εκτίθενται αντικείμενα που έχουν προσφερθεί από την Ελλάδα καθώς και φωτογραφίες από τα μέρη με τα οποία το Ματσούε, μέσω του Χερν, η τύχη τόφερε να έχει σχέση, δηλαδή τα Κύθηρα, τη Λευκάδα κ.λπ. Όπως η παλαιά κατοικία, έτσι κι αυτό εδώ το ίδρυμα έχει γίνει αντιπροσωπευτικό τουριστικό σημείο του Ματσούε και οι άνθρωποι που το επισκέπτονται στη διάρκεια του χρόνου ξεπερνούν τους εκατόν είκοσι χιλιάδες.
Υπάρχουν στη σκέψη σας κάποια προβλήματα που σχετίζονται με αυτά τα δύο κτίρια και που πρέπει να λυθούν για χάρη των ανθρώπων που τα επισκέπτονται ή των ερευνητών του Χερν;
Προς το παρόν οι επιτροπές που διοικούν τα δύο κτίρια είναι διαφορετικές. Γι αυτό το λόγο αναγκαστικά και τα εισιτήρια που πρέπει να βγάλουν οι επισκέπτες είναι χωριστά, άλλο για την Παλιά Κατοικία και άλλο για το Ίδρυμα. Αν νοιαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να θεσπισθεί ένα κοινό εισιτήριο με έκπτωση, ώστε όσοι θέλουν να μπορούν να επισκέπτονται και τα δύο κτίρια πιο ξένοιαστα.
Επίσης, το ίδρυμα είναι πολύ στενό και δεν διαθέτει ούτε έναν αποθηκευτικό χώρο, ούτε μια ρεσεψιόν, ούτε χώρο συναθροίσεων, ούτε πωλητήριο, ούτε καν τουαλέτα. Εξάλλου, επειδή και τα δύο είναι χαρακτηρισμένα ως τουριστικά, δεν υπάρχει η δυνατότητα διακοπής της λειτουργίας τους για κάποιο διάστημα στη διάρκεια του χρόνου και έτσι και η περιοδική αλλαγή της έκθεσης είναι δύσκολη. Ακόμη, δεν υπάρχει θέση μόνιμου έφορου του μουσείου, πράγμα που δυσχεραίνει την προσφορά υπηρεσιών στους ερευνητές. Εφόσον δεν υπάρχουν οι ανάλογες εγκαταστάσεις, είναι επίσης αδύνατο να οργανωθούν εκδηλώσεις στο Ίδρυμα. Σε αυτά λοιπόν τα σημεία είναι απαραίτητο να ληφθούν δραστικά μέτρα βελτίωσης. Όμως, επειδή στην εποχή μας, λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι κάπως δύσκολο να κατασκευασθούν πρόσθετοι χώροι μάλλον πρέπει να σκεφτούμε άλλα πράγματα, που θα λειτουργήσουν ως πόλοι έλξης.
Πιστεύετε ότι εδώ και κάμποσα χρόνια στην Ιαπωνία, αλλά και σε χώρες εκτός Ιαπωνίας, το ενδιαφέρον για τον Λευκάδιο Χερν έχει αρχίσει να αυξάνει όλο και περισσότερο; Ή, αντίθετα, θεωρείτε ότι αυτό το ενδιαφέρον έχει αρχίσει να εξασθενεί και , εάν ναι, ποιοι, κατά τη γνώμη σας, είναι οι λόγοι γι’ αυτό;
Νομίζω πως μπορούμε να θεωρήσομε ότι το ενδιαφέρον αυξάνει όλο και περισσότερο. Επιγραμματικά, ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι ο Χερν διέθετε από τότε τις αξίες που έχουν πέραση στη σημερινή, μετααποικιακή εποχή. Δεν τον χαρακτήριζε η μονοπλευρικότητα του δυτικοκεντρισμού, δεχόταν την ύπαρξη και τις αξίες της πολυπολιτισμικότητας και αναγνώριζε τη θετική αξία ενός μεικτού, κρεολικού πολιτισμού. Επίσης, νομίζω ότι, επειδή είχε επισημάνει την ανάγκη της συμβίωσης ανάμεσα στους ανθρώπους και τους πολιτισμούς, της συμβίωσης ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο και, τέλος, ανάμεσα στον κόσμο των πνευμάτων και τον άνθρωπο, διέθετε από τότε τη «συμβιωτική σκέψη», που έχει αναδειχτεί ως το σημαντικό θέμα του 21ου αιώνα. Αυτό το είδος σκέψης εμφανίζεται σε ομιλίες του, όπως «το μέλλον της Άπω Ανατολής», που έδωσε στο Κουμαμότο το 1894. Πραγματικά, εκεί τον βλέπομε να τονίζει ότι αυτό που χρειάζεται στους μελλοντικούς Ιάπωνες είναι η «απλή ζωή» και η «συμβίωση με τη φύση».
Το 2007, σε μια συνέντευξη για τον Λευκάδιο Χερν που δώσατε στους New York Times, απαντήσατε ότι ο Χερν αποτελεί ένα δρόμο για να ξαναβρεί η Ιαπωνία το σύνδεσμο με την εσωτερική της ψυχή. Θέλετε να μας αναπτύξετε κάπως λεπτομερέστερα αυτή σας την απάντηση;
Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι ο Χερν, ζώντας στην Ιαπωνία δεκατέσσερα χρόνια, αναζητούσε την «ψυχή» των Ιαπώνων. Υπάρχουν περιπτώσεις που η λέξη «ψυχή», όπως στη θεωρία της μετενσάρκωσης, έχει τη σημασία ενός «πνεύματος». Όμως ο Χερν τη χρησιμοποίησε με την έννοια κάποιων θεμάτων που διακρίνουν τον ιαπωνικό παραδοσιακό πολιτισμό όπως π.χ. η επάνοδος κάποιων πνευμάτων νεκρών στη ζωή, που είναι το αντικείμενο μιας σειράς ιστοριών για φαντάσματα (καϊντάν), με την οποία θέλησε να δείξει τη σχέση των Ιαπώνων με τον άλλο κόσμο· ή όπως είναι η προγονολατρεία, αλλά και η «πίστη σε ζωντανούς θεούς», δηλαδή η θεοποίηση ανθρώπινων όντων που βρίσκονται ακόμη στη ζωή, ή η δεντρολατρεία· ακόμη, όπως είναι ο τρόπος ζωής που δεν έρχεται σε αντίθεση με τη φύση, καθώς και κάποιες ιδιαιτερότητες της συμπεριφοράς των Ιαπώνων, όπως το χαμόγελο και άλλα παρόμοια, τα οποία εκφράζουν την αναγνώριση της προτεραιότητας του άλλου έναντι εμού κ.α. Ο Χερν, δηλαδή, χρησιμοποίησε τη λέξη «ψυχή» με μια έννοια που περιλάμβανε μεταξύ άλλων την πνευματική ζωή των Ιαπώνων, τις λεπτές πτυχές του συναισθήματος και άλλα παρόμοια αντικείμενα έρευνας, που ο ίδιος εντόπισε και παρουσίασε στον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς, η απάντηση που έδωσα στη συνέντευξη έχει τη σημασία ότι μέσα από το διάβασμα των έργων του Χερν, η ουσία της πνευματικότητας των Ιαπώνων, που πάει να ξεχαστεί εντελώς στη σύγχρονη Ιαπωνία, θα ανεβεί και πάλι στην επιφάνεια.
Έχετε κάνει έρευνα στο Πανεπιστήμιο Σεϊτζό. Η εργασία που γράψατε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας για το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης, έγινε μετά η βάση για το βιβλίο που δημοσιεύσατε με τίτλο O λαογράφος Κοϊζούμι Γιάκουμο – η σχετική δραστηριότητά του από την εποχή που ήρθε στην Ιαπωνία (Lafcadio Hearn, a Folklorist – through His Activity in Japanese Days). Επίσης, μεταξύ των αναγνωστών του Χερν στη Δύση, σχετικά με το το έργο του, πιο πολύ και από τη λογοτεχνική του πλευρά γίνεται λόγος ιδιαίτερα για τη λαογραφική του σπουδαιότητα. Θα θέλαμε λοιπόν να μας μιλήσετε για τη λαογραφία που υπάρχει στον Λευκάδιο Χερν.
Όταν λέμε «λαογραφία» στην Ιαπωνία εννοούμε την έρευνα του συνόλου των εθιμικών πρακτικών που έχουν ως κύριο άξονα τη λαϊκή θρησκεία. Ωστόσο στη Δύση, όταν λένε folklore εννοούν μάλλον την έρευνα που αφορά τον προφορικό πολιτισμό, με κέντρο την προφορική φιλολογική παράδοση, που αποτελείται από παραμύθια κ.λπ. Γι’ αυτό η δουλειά που έκαναν οι αδελφοί Γκρίμ ή ο Άντερσεν ήταν η τυπική, δυτική λαογραφική δουλειά. Έτσι και η δουλειά της λογοτεχνικής αναπαραγωγής ιστοριών με πρωταγωνιστές όντα του άλλου κόσμου, που έκανε ο Χερν έχοντας ως νοσταλγικό πρότυπο τον Άντερσεν, ήταν ακριβώς αυτό που ονομάζεται στη Δύση λαογραφία.
Εγώ κάποτε ασχολήθηκα με τη συλλογή του λαογραφικού λεξιλογίου που περιέχεται στα κύρια έργα που έγραψε ο Χερν μετά από την έλευσή του στην Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος των λέξεων αφορούσε θέματα της λαϊκής θρησκείας, τα οποία, έτσι, στον Χερν, ξεπερνούν τα αντίστοιχα των προφορικών φιλολογικών παραδόσεων. Με βάση αυτό το γεγονός μπορούμε να πούμε ότι το περιεχόμενο της λαογραφικής έρευνας του Χερν βρίσκεται κοντά στο περιεχόμενο που πήρε στην Ιαπωνία η λαογραφική έρευνα μετά από τον Γιαναγκίτα Κουνιό. Συνεπώς, φαίνεται πως μπορούμε να πούμε ότι ο Χέρν υπήρξε ο πρόδρομος της ιαπωνικής λαογραφίας. Και πραγματικά, ο Χερν έχει δώσει στον Γιαναγκίτα Κουνιό, τον ιδρυτή της ιαπωνικής λαογραφίας, αρκετά ερεθίσματα, όπως την έρευνα για το χαμόγελο κ.α. Φαίνεται ακόμη ότι ο ίδιος ο Γιαναγκίτα σεβόταν και αγαπούσε τον Χερν.
Ο Χερν δεν επιδίωξε τη λαογραφική μελέτη από κάποια δυτικοκεντρική μεροληψία. Εξάλλου έβρισκε χαρά στην ανασκαφή του λαϊκού πολιτισμού μάλλον, παρά σ’ εκείνη του πολιτισμού της άρχουσας τάξης.
Αισθάνεστε ότι ο Χερν έχει στην Ελλάδα αρκετή αναγνώριση;
Νομίζω ότι δεν μπορώ να πω ακόμη ότι είναι αρκετή. Αλλά δεν μπορώ να παραθεωρήσω επίσης το χώρο της πολιτισμικής επικοινωνίας που διεξάγεται ανάμεσα στον κόσμο της δουλειάς των Ελλήνων ερευνητών, που γίνεται στα ελληνικά ή τα αγγλικά, ή ανάμεσα στον τόπο της γέννησης του Χερν, τη Λευκάδα, και στον τόπο του θανάτου του, το Σιν’τζούκου. Υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι από δω και πέρα μπορούμε να έχουμε μεγάλες προσδοκίες.
Και πάλι, τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει παραπέρα, ώστε ο Χερν να αποκτήσει στην Ελλάδα την αναγνώριση που του αξίζει;
Ότι υπήρξε ένας τέτοιος παράξενος συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Ελλάδα και δημιούργησε στην Ιαπωνία της Άπω Ανατολής, ένας λογοτέχνης που τελικά έγινε χώμα της Ιαπωνίας, νομίζω ότι πολύ περισσότεροι Έλληνες πρέπει να το μάθουν. Εκθέσεις, συμπόσια, διαλέξεις, αμοιβαίες επισκέψεις μεταξύ κατοίκων του Ματσούε και Κυθηριωτών, όλα είναι καλά γι’ αυτό το σκοπό. Πρώτο και κυριότερο, ωστόσο, είναι να διαδοθεί ο Χερν στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα, νομίζω, θα έλθουν μετά από αυτό.
Ευτυχώς φαίνονται κάποια σημάδια που δείχνουν ότι από δω και πέρα θα αρχίσει μια επικοινωνία ανάμεσα σε δημιουργούς, των οποίων τα έργα θα έχουν ως θέμα τον Χερν και των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Ιαπωνίας. Η καρδιά πάλλει καθώς ψάχνει για να βρει τρόπους έκφρασης αυτού του θέματος, που αφορά έναν καινούργιο Χερν, που δεν υπήρξε μέχρι τώρα.
Φέτος, επισκεφθήκατε την Ελλάδα μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ποιά εντύπωση αποκομίσατε;
Όπως το περίμενα, η μεταμόρφωση που υπέστη η Αθήνα με τους Ολυμπιακούς έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν διάπλατα. Όμως, αυτή τη φορά, εκείνο που μου πρόσφερε τις περισσότερες συγκινήσεις ήταν η επίσκεψη στον τόπο που γεννήθηκε η μητέρα του Χερν, Ρόζα Κασιμάτη, στα Κύθηρα. Δεν ήταν μόνο η ευχάριστη έκπληξη που μου προξένησε η εξαιρετικά θερμή και φιλόξενη υποδοχή, αλλά και το γεγονός ότι μπόρεσα να συναντήσω έναν άνθρωπο που μου είπαν ότι βαπτίσθηκε από τον Άγγελο, δηλαδή τον γιό του δεύτερου συζύγου της Ρόζας, Τζων Καβαλίνι, καθώς και τα εγγόνια του Άγγελου, και να ακούσω από το στόμα τους την ιστορία της Ρόζας, όπως αυτοί την παραδίδουν προφορικά. Πως η Ρόζα, επειδή δίπλα στο σπίτι που γεννήθηκε ήταν σχολείο έλαβε υψηλή παιδεία, ότι σε όλη της τη ζωή δεν έπαψε να αγαπάει τον Λευκάδιο, ότι στα τελευταία της χρόνια είχε παχύνει πάρα πολύ. Επίσης ότι έχουν δει τη φωτογραφία – πορτραίτο της Ρόζας, το μόνο πράγμα που ο Χερν είχε πει ότι θέλει, ενώ αποποιήθηκε όλη την υπόλοιπη περιουσία….και πολλά άλλα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται καθόλου στις μέχρι τώρα βιογραφίες του Χερν. Μπόρεσα να αγγίξω την ιστορία της Ρόζας όπως αυτή μεταδίδεται προφορικά ως τοπική παράδοση.
Βέβαια, συγκινήθηκα επίσης πολύ από την υπερηφάνεια που έχουν οι Έλληνες για το ότι ο ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε την αρχή του Δυτικού πολιτισμού, αλλά και από τον μεσημεριανό ύπνο, τη βόλτα, το κρασί και τα θαλασσινά, καθώς και τον ήρεμο τρόπο ζωής των Ελλήνων και αισθάνθηκα θλίψη για τη δική μου ζωή στην Ιαπωνία, τη γεμάτη με υποχρεώσεις διαφόρων ειδών, που με περίμενε σε λίγες μέρες.
Σε διάφορες ευκαιρίες έχετε μιλήσει για τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στον τόπο που γεννήθηκε ο Χερν, τη Λευκάδα, και το Ματσούε. Έχοντας επισκεφτεί και τα δύο αυτά μέρη, ποια νομίζετε ότι είναι τα σημεία που μοιάζουν;
Με ένα λόγο, είναι το τοπίο της «λιμνοθάλασσας». Η λέξη «λιμνοθάλασσα» σημαίνει μια θάλασσα που, επειδή μπροστά υπάρχουν ύφαλοι ή μούδες, έχει αποκοπεί από την έξω θάλασσα ή και έχει γίνει λίμνη. Στο Ματσούε υπάρχουν οι λίμνες Σιν’τζί-κο και Νακα-ούμι, που το τοπίο τους νομίζω ότι μπορούμε να πούμε πως μοιάζει αρκετά με της Λευκάδας. Επίσης στη Λευκάδα, επειδή στη δυτική της πλευρά υπάρχει το Ιόνιο, φυσάει δυνατά ο υγρός νοτιάς, λόγω του οποίου ο βαθμός υγρασίας είναι τόσος, που σε κάνει να νομίζεις ότι δεν είναι Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτό το λόγο τα πεύκα, που το πράσινό τους είναι εντονότερο εκείνο των ελιών, χτυπούν στο μάτι. Και από την άποψη, λοιπόν, του υψηλού βαθμού υγρασίας, το Ματσούε και η Λευκάδα μοιάζουν. Επίσης, άκουσα σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος Λευκάδα, ότι εκτός από το επίθετο «λευκός» μπορεί να σημαίνει «περιπλανιέμαι». Αν είναι έτσι, το ότι ο Χερν προικίσθηκε ακριβώς στη Λευκάδα με μια ψυχή που κατόπιν περιπλανήθηκε σε περισσότερο από τα δύο τρίτα της υδρογείου, μας κάνει να σκεφτούμε ότι ίσως δεν ήταν τυχαίο.
Σας ευχαριστούμε.
Υ.Γ. Να προσθέσουμε ότι όταν πήγαμε στο Ματσούε για τη συνέντευξη είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε και τον κ.Τάκη Ευσταθίου (ήταν παρών στη συνάντηση μας με τον κ. Κοϊζούμι) έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη διάδοση του έργου του Λευκάδιου Χερν στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως.