Το ιαπωνικό φθινόπωρο είναι γνωστό ως η εποχή της κογιό, της γιορτής των φύλλων που παίρνουν, μόλις κρυώσει λίγο ο καιρός, όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου. Το μομίτζι, με τα μικρά σε μέγεθος, πλατανοειδή φύλλα που γίνονται ένα δυνατό κόκκινο, είναι, γι αυτό το λόγο, ίσως το γνωστότερο δέντρο της εποχής. Ωστόσο και το εκτυφλωτικό κίτρινο που παίρνουν τα φύλλα του ιτσό (ichō, γνωστού σ’εμάς ως γκίνκο), ιδίως όπου τα δέντρα αυτά είναι πολλά, κόβει την ανάσα. Συχνά στις φωτογραφίες δείχνουν τα φύλλα που μένουν πάνω στα δέντρα, αλλά κι αυτά που πέφτουν στο χώμα, στα χόρτα, στα πεζοδρόμια, δεν είναι λιγότερο όμορφα.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι και το φθινόπωρο υπάρχουν στην ιαπωνική ζωή, πράγματα που, αν και αφανή ή λιγότερο γνωστά, ζουν σε κάποια βαθύτερα στρώματα μέσα σ’ αυτή. Στην ιαπωνική ποίηση, στη λογοτεχνία, συχνά και στη ζωγραφική, κάποιοι δημιουργοί με ιδιαίτερη ευαισθησία έσκυψαν με αγάπη ακριβώς πάνω σ’ αυτά τα πράγματα. Μέσα σ’ αυτή τη ζωή, μέσα σ’ αυτή την ποίηση ή λογοτεχνία, τα πράγματα αυτά είναι πιο συμβολικά του ιαπωνικού φθινόπωρου, απ’ ό,τι η κογιό. Δύο απ’ αυτά ανήκουν στον κόσμο της βλάστησης: το σούσουκι, ένας λεπτοφυής, καλαμοειδής θάμνος (στα ελληνικά τον έχουν μεταφράσει ως «μίσκανθος») και το κάκι, ο λωτός και το δέντρο, το κάκι νο κι, που τον παράγει. Όποιος διαβάσει τον Μιγιαζάουα Κέν’τζι, έναν από τους πιο ευαίσθητους εκπρόσωπους της ιαπωνικής λογοτεχνίας, ίσως τον πιο αγαπητό στην πατρίδα του, δεν μπορεί παρά να προσέξει την αγάπη του για τα σούσουκι, που σαν αγριόχορτα, ανακατωμένα με την υπόλοιπη βλάστηση, φυτρώνουν παντού το φθινόπωρο, στεφανώνοντας με τον θύσανο που αποτελεί το άνθος τους χωράφια, φράχτες και κάθε ελεύθερο σημείο. Τα σούσουκι, σε συστάδες ή μοναχικά, χρυσίζουν κάτω από τον φθινοπωρινό ήλιο τονίζοντας τη φωτεινότητα της ημέρας. Με φόντο το μπλε του ουρανού, έχουν αρκετοί προσέξει ότι η ομορφιά τους – όπως κι εκείνη του ουρανού – αναδεικνύεται περισσότερο. Όταν φυσάει άνεμος, τα σούσουκι λυγίζουν με κομψότητα και, όταν είναι πολλά μαζί, οι σειόμενοι θύσανοι δημιουργούν χρυσά κύματα, που μοιάζουν με εκείνα των σταχυών.
Όπως και η κογιό, έτσι και τα δύο αυτά φυτά δεν γίνονται μονομιάς όπως τα βλέπομε στο τέλος του φθινοπώρου. Περνούν από στάδια, στη διάρκεια των οποίων η μορφή και τα χρώματά τους αλλάζουν. Τα λαμπρά κι έντονα χρώματα είναι στο τέλος. Όμως και τα ενδιάμεσα, μ’ όλο που δε βγαίνουν να το φωνάξουν, έχουν μια λεπτότητα, μια ηπιότητα, μια υποστολή που μαγεύει όσους αγαπούν αυτές ακριβώς τις ιδιότητες. Ο ωραίος θύσανος του σούσουκι έχει, πριν γίνει λευκόχρυσος, μια πολύ απαλή, άγουρη, μωβ απόχρωση. Μετά γίνεται μπέζ. Τα φύλλα του λωτού μου αρέσουν πιο πολύ αρχές Οκτωβρίου, οπότε πάνω στο σκοτεινό πράσινο εμφανίζονται λεκέδες σε βαθὺ βυσσινί. Ο διαμελισμός και τα σχέδια αυτών των λεκέδων κάνουν τα φύλλα έργα τέχνης, το ένα πιο ενδιαφέρον από το άλλο.
Το λωτόδεντρο, έχει βέβαια τη μακρόχρονη, πάνω από δισχιλιετή, πλούσια ιστορία του στην Κίνα. Οι καρποί του, γνωστοί και σ’ εμάς, λάμπουν με το έντονο πορτοκαλί τους στον ουρανό το βαθύ φθινόπωρο. Το πορτοκαλί φαίνεται τότε εντονότερο, επειδή το δέντρο έχει απογυμνωθεί από φύλλα κι αυτό το χρώμα κάνει αντίθεση με τους μοναχικούς, μαύρους κορμούς και τα κλαδιά. Είχα την τύχη να ζήσω ένα αρκετά μεγάλο διάστημα κοντά σε περιοχή που παράγει κάκι. Αρχές Οκτωβρίου αρχίζουν να εμφανίζονται στην αγορά τα λεγόμενα «σίμπου γκάκι», δηλαδή τα στιφά κάκι. Ακόμη και στην έξοδο ενός σταθμού του τραίνου είδα με χαρά (για την ομορφιά της σκηνής) έναν παραγωγό να κάθεται στο παγκάκι, με κουτιά γεμάτα σίμπου-γκάκι προς πώληση γύρω του. Όταν γίνει ώριμο το κάκι, στολίζει με το λαμπερό χρώμα του μεγάλα και μικρά μαγαζιά, σπίτια αλλά και γραφεία, σε καλάθια κ.λπ., απ’ όπου τρώγεται στη διάρκεια της ημέρας.
Τα κάκι διατηρούνται και για όλο το χρόνο: γι αυτό το σκοπό ξεφλουδίζουν τα σίμπου γκάκι και περνούν από μέσα τους ένα λεπτό σκοινί, με το οποίο τα κρεμούν από κάπου, στον ήλιο και στον αέρα, για να ξεραθούν. Γίνονται τότε τα «χόσι γκάκι». Μ’ αυτό τον τρόπο τα κάκι γίνονται γλυκά, και μετά μπορούν να προσφερθούν και ως τέτοια: «ντεζάατο νι μο ταμπεγιασούϊ» (τρώγονται ωραία και ως γλυκό μετά το φαγητό), όπως μου είπαν. Κομμένα σε λεπτές φέτες, τοποθετημένα σε πλαστικές σακκούλες, κυκλοφορούν έτσι και στην αγορά. Τα ίδια, αφημένα στον ήλιο τη μέρα και στη δροσιά τη νύχτα μέχρι ν’αποκτήσουν ένα λευκό επίστρωμα, χρησιμοποιούνται και για ιατρικούς σκοπούς. Ήδη στην Κίνα τα χρησιμοποιούσαν για τους πόνους στο στομάχι, τη διάρροια, τα κρυολογήματα κ.λπ.
Τα φύλλα των κάκι χρησιμοποιούνται στα λεγόμενα «κάκι ζούσι». Είναι σούσι περιτυλιγμένα, προκειμένου να διατηρήσουν τη φρεσκάδα τους – αλλά και για να πάρουν κάτι από τη φυσική γεύση του φύλλου – σε πλατειά, βαθυπράσινα φύλλα κάκι. Πολλές είναι οι μαγειρικές χρήσεις των κάκι που μου είπαν. Τα προσθέτουν σε διάφορα φαγητά, τ’ ανακατεύουν με τόοφου, με χόρτα, κ.λπ. για να δώσουν την ιδιαίτερη γεύση τους.
Τέλος, ας μνημονευθεί ότι, όπως και τα σούσουκι, τα κάκι είναι από τα πιο αγαπημένα θέματα των ζωγράφων σουϊμπόκου-γκα (ζωγραφική με μαύρη μελάνη). Διάσημο είναι το έργο «Έξη κάκι» του Κινέζου ζωγράφου Μου Κι Φα Τσάνγκ (13ος αι.) που βρίσκεται στο μοναστήρι Ζεν Νταϊτόκου–τζι, στο Κυότο. Συχνά αποτελούν θέμα και των ζωγράφων της τεχνοτροπίας νιχόνγκα, δηλαδή της σύγχρονης, αλλά με παραδοσιακό πνεύμα, μοτίβα και τεχνικές, ιαπωνικής ζωγραφικής. Και όχι μόνο: το χυμό του χρησιμοποιούσαν για να σκληρύνουν αλλά και να γίνουν αδιάβροχα τα στένσιλ από χαρτόνι που χρησιμοποιούσαν στη βαφή των κιμονό με διακοσμητικά σχέδια που λέγεται «καταζομέ» Το χαρτόνι κολλιέται με πηχτό ρύζι πάνω στο ύφασμα και η βαφή περνάει μόνο στα ακάλυπτα σημεία.
Φωτογραφίες (Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος)