Ο Σουγκιχάρα Τσιούνε (杉原千畝)1 γεννήθηκε τον χειμώνα του 1900, στην μικρή πόλη Γιαότσου, στο νομό Γκίφου. Ήταν ο δεύτερος από τους πέντε γιους της οικογένειας και είχε και μία αδερφή. Ο πατέρας του, Γιοσίμι (好水), ήταν υπάλληλος στο γραφείο φορολογίας στο Κοζούτσι και έπρεπε να μετακινείται συχνά, από περιοχή σε περιοχή. Έτσι, ο Σουγκιχάρα πέρασε τα νεανικά του χρόνια μεταξύ διάφορων περιοχών: την Καναζάουα (νομός Ισικάουα), ξεκίνησε το σχολείο (δημοτικό) στη Κου’ουάνα (νομός Μίε) και το συνέχισε στο Νακάτσου (νομός Γκίφου), ενώ το ολοκλήρωσε και πήγε γυμνάσιο-λύκειο στη Ναγκόγια (νομός Αΐτσι). Από μικρός ήταν άριστος μαθητής.
Το 1907, ο πατέρας του κλήθηκε να εργαστεί στην Κορέα, η οποία αποτελούσε προτεκτοράτο της Ιαπωνίας από το 1905 (προσαρτήθηκε το 1910). Προέτρεψε τον γιο του, μετά την αποφοίτησή του (1917) από το λύκειο, να συμμετάσχει στις εξετάσεις εισόδου για την ιατρική σχολή του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου Κέιτζο (京城帝国大学)2, στη Σεούλ. Ο Σουγκιχάρα ωστόσο, δεν ενδιαφερόταν για την ιατρική και έτσι, δεν έδωσε τις συγκεκριμένες εξετάσεις. «Η μητέρα μου μου είχε φτιάξει ένα ειδικό μεσημεριανό γεύμα για την ημέρα των εξετάσεων», θα έγραφε αργότερα σχετικά, «αλλά πραγματικά δεν ήθελα να γίνω γιατρός, οπότε δεν έδωσα την εξέταση. Ωστόσο, έφαγα το ειδικό γεύμα. Όταν έφτασα στο σπίτι ο πατέρας μου […] μου είπε τότε και εκεί να πάω έξω και να βρω δουλειά».
Εν τέλει, την άνοιξη του 1918, ο Σουγκιχάρα εισήλθε στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα (早稲田大学高等師範部), στο Τόκιο, για να σπουδάσει αγγλική φιλολογία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών όμως (μιας και δεν είχε την υποστήριξη του πατέρα του πλέον), αναγκάστηκε (αφού έκανε διάφορες δουλείες) να εγκαταλείψει τις σπουδές του αυτές, ύστερα από μόλις ένα έτος. Το 1919 ωστόσο, πέρασε τις εξετάσεις υποτροφιών του υπουργείου Εξωτερικών και εισήλθε στην Ακαδημία του Χάρμπιν3 (ハルピン学院), στα βορειοανατολικά της Κίνας, όπου και έμαθε άπταιστα τη ρωσική γλώσσα. Παράλληλα, υπηρέτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στον στρατό (1920-22).
Ο Σουγκιχάρα αποφοίτησε από την Ακαδημία του Χάρμπιν το 19234, αλλά συνολικά έμεινε στο Χάρμπιν, και γενικότερα τη Κίνα, αρκετά χρόνια. Εκεί, παντρεύτηκε (και αργότερα χώρισε) μια γυναίκα από τη Ρωσία, ενώ ασπάστηκε την Ορθοδοξία. Εκεί, ξεκίνησε και την διπλωματική του καριέρα: το 1924 διορίστηκε υπάλληλος στην Ιαπωνική Πρεσβεία του Χάρμπιν, το 1932 έγινε αναπληρωτής πρόξενος του υπουργείου Εξωτερικών της Κυβέρνησης της Μαντζουρίας5, ενώ το 1933 διορίστηκε διευθυντής του Γραφείου Απόκτησης των Σιδηροδρόμων της Βόρειας Μαντζουρίας, καθώς και υπεύθυνος του τμήματος Ρωσικών και Σχεδιασμού. Ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων (οι οποίες κράτησαν για σχεδόν δυο χρόνια) με τη κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, σχετικά με την απόκτηση του εξαιρετικά στρατηγικού παραρτήματος του Κινεζικού Ανατολικού Σιδηροδρόμου6, ο οποίος διέσχιζε τη Μαντζουρία. Ο Σουγκιχάρα κατάφερε μάλιστα να κλείσει μια αρκετά ευνοϊκή συμφωνία σε αυτές.
Το 1935 ωστόσο, ζητήθηκε από τον Σουγκιχάρα να αναλάβει και κάποια καθήκοντα που συνδεόντουσαν με τη δράση του στρατού, αλλά εκείνος τον επέκρινε ανοιχτά (καθώς τις μεθόδους και σκοπούς του φαίνεται πως απεχθανόταν) και παραιτήθηκε, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Επέστρεψε έτσι στην Ιαπωνία (1935). «Ήμουν πάντα επικριτικός για την κατάχρηση εξουσίας [του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού]», έγραψε αργότερα σχετικά, «και δεν ήθελα να χρησιμοποιηθώ από επαγγελματίες στρατιώτες».
Την ίδια χρονιά, όταν επέστρεψε στη χώρα, συνάντησε την Κικούτσι Γιούκικο (菊池幸子), 13 χρόνια νεώτερη του, και οι δυο τους παντρεύτηκαν7. Την περίοδο εκείνη, μη έχοντας κάποια πηγή εισοδήματος, ο Σουγκιχάρα δύσκολα τα έβγαζε πέρα ωστόσο, σύντομα, επέστρεψε στην υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Το υπουργείο, επιθυμώντας να αξιοποιήσει την εξαιρετική του γνώση της ρωσικής γλώσσας και τις διαπραγματευτικές του ικανότητες, ανέθεσε τον Σουγκιχάρα στην πρεσβεία τους στη Μόσχα (1936), ως μεταφραστή δεύτερης κατηγορίας, αλλά η σοβιετική κυβέρνηση, αρνήθηκε να του χορηγήσει θεώρηση εισόδου.
Έτσι, το 1937, ο Σουγκιχάρα στάλθηκε στο Ελσίνκι (Φινλανδία), όπου έγινε μεταφραστής της ιαπωνικής διπλωματικής αποστολής στη περιοχή και από όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί τα γεγονότα που εξελίσσονταν στην περιοχή. Η σοβιετική κυβέρνηση και πάλι όμως του αρνήθηκε την είσοδο στη χώρα, και ο Σουγκιχάρα (μαζί με την οικογένειά του) υποχρεώθηκε να ταξιδέψει από το Τόκιο στο Σιάτλ, και από εκεί με τρένο στη Νέα Υόρκη και, δια θαλάσσης, στην Ευρώπη.
Το φθινόπωρο του 1939 (λίγο μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στη γειτονική Πολωνία, κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) του ανατέθηκε η δημιουργία ενός ιαπωνικού προξενείου στο Κάουνας (τότε γνωστό ως Κόβνο) της Λιθουανίας, κυρίως για στρατηγικούς λόγους8, μιας και φαίνεται πως δεν υπήρχαν εγγεγραμμένοι Ιάπωνες πολίτες στη χώρα. Η Λιθουανία βεβαίως, βρέθηκε υπό διπλή κατοχή -από τη Σοβιετική Ένωση και τη ναζιστική Γερμανία- ωστόσο, για σχεδόν 10 μήνες στην αρχή του Πολέμου, το Κάουνας αποτελούσε ελεύθερη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Λιθουανίας.
Μετά λοιπόν, την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη χώρα, στις 15 Ιουνίου του 1940, το κτίριο όπου στεγαζόταν το προξενείο και όπου έμενε ο Σουγκιχάρα (με την σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά –δύο νήπια και ένα νεογέννητο μωρό), βρέθηκε να γεμίζει εβραίους πρόσφυγες (και από την Πολωνία) οι οποίοι αναζητούσαν διαφυγή από τη χώρα.
«Ο δρόμος στον οποίο έβλεπε το υπνοδωμάτιο του προξενείου» έγραψε αργότερα ο Σουγκιχάρα, «ήταν ξαφνικά γεμάτος με τη βοή και τις φωνές μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων». Αρχικά, είχαν μαζευτεί περί τα 100 άτομα, αλλά σύντομα ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά πολύ. Τις επόμενες μέρες, αρκετές χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες (κυρίως από την Πολωνία και τη Λιθουανία) επρόκειτο να έρθουν στο προξενείο με την ελπίδα να αποκτήσουν ιαπωνική βίζα και να διαφύγουν της ναζιστικής βίας.
Ο Σουγκιχάρα επικοινώνησε με το υπουργείο Εξωτερικών της Ιαπωνίας, αλλά οι οδηγίες που έλαβε ήταν να μην εκδώσει βίζα σε όποιον δεν είχε τα κατάλληλα έγγραφα9, αποκλείοντας σχεδόν όλους όσους τη ζητούσαν. Σύντομα, ο Σουγκιχάρα έστειλε άλλο ένα αίτημα στο υπουργείο, αλλά η απάντηση ήταν να μην ρωτήσει ξανά. Αποφάσισε λοιπόν ο ίδιος να εκδώσει τις βίζες (θεωρήσεις διέλευσης). Για περισσότερες από έξι εβδομάδες συνεπώς, από τον Ιούλιο μέχρι τον Αύγουστο, ο Σουγκιχάρα εργαζόταν έως και 18 ώρες την ημέρα, καταφέρνοντας να εκδώσει 2.139 βίζες διέλευσης (αριθμός που ανακαλύφθηκε μόνο πολλά χρόνια αργότερα στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ιαπωνίας).
«Ξεκίνησε στην αρχή [με] 10 ή 20 άτομα», εξήγησε ο γιος του, Νομπούκι, σε μία συνέντευξή του. «Ξαφνικά έγιναν 100. Δεν νομίζω ότι φαντάστηκε πως θα έφταναν τα 2.000 άτομα, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Αν ρωτούσαν με ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορούσε να αρνηθεί» συμπλήρωσε. Ο πατέρας του, δεν του εξήγησε ποτέ λεπτομερώς γιατί ενήργησε με αυτόν τον τρόπο: «Ρώτησα τον πατέρα μου και μου είπε:’Απλώς τους λυπήθηκα’. Μόλις μια φράση. Κανένας μεγάλος λόγος».
Εκτιμάται ότι οι βίζες αυτές έσωσαν 2.200 με 6.000 άτομα, αν και υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με τον τελικό αριθμό. Για παράδειγμα, ορισμένοι πρόσφυγες διέφυγαν χρησιμοποιώντας οικογενειακές βίζες που κάλυπταν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, ενώ πιθανότατα υπήρξαν βίζες που ήταν πλαστογραφημένες. Συχνά επίσης, λέγεται ότι ο Σουγκιχάρα, καθώς έφευγε από το Κάουνας με το τρένο, πέταξε από το παράθυρο κενά έντυπα βίζας, ή ότι παρέδωσε στην πολωνική αντίσταση επίσημη σφραγίδα της ιαπωνικής κυβέρνησης. Ο γιός του (Νομπούκι) ωστόσο, διαψεύδει τις ιστορίες, όπως και άλλες παρόμοιες, οι οποίες δίνουν έναν άλλο τόνο στις πράξεις του Σουγκιχάρα.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι έπρεπε να διασφαλιστεί και η ασφαλής διέλευση των προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση, καθώς και το δικαίωμα τους να φύγουν στη συνέχεια, από το Βλαδιβοστόκ ή τη Ναχόντκα (Nakhodka) της Ρωσίας για την Ιαπωνία. Ο μόνος τρόπος ήταν να ταξιδέψουν μέσω του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου και μετά με πλοίο για την Ιαπωνία. Η συμφωνία που επέτρεψε κάτι τέτοιο, εξασφάλιζε στη Μόσχα ποσότητα ξένου νομίσματος, από τους πρόσφυγες. Επιπλέον, φαίνεται πως οι Σοβιετικοί έβλεπαν θετικά την απομάκρυνση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων από τα εδάφη τους.
Έτσι, χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες βρέθηκαν στην Ιαπωνία, σε μια εποχή που ήταν σύμμαχος με την αντισημιτική τότε Γερμανία. Φαίνεται πως οι Εβραίοι αντιμετωπίστηκαν με καλοσύνη και ευγένεια στην Ιαπωνία. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως για τους Ιάπωνες οι Εβραίοι πρόσφυγες ήταν απλώς άλλη μία ομάδα ξένων πολιτών, χωρίς να της προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά10. Παρ’ όλο που οι θεωρήσεις διέλευσης ήταν έγκυρες μόνο για δέκα με δεκαπέντε ημέρες, η διάρκειά τους συχνά επεκτάθηκε σε ένα μήνα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη περισσότερο, έως ότου οι περισσότεροι είχαν τη δυνατότητα να κανονίσουν τη μετάβαση σε άλλα μέρη, όπως τη Σαγκάη, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Βραζιλία.
Πολλοί από τους πρόσφυγες αυτούς, φτάνοντας στην Ιαπωνία, πήγαιναν μέχρι το Κόμπε, όπου υπήρχε μια μικρή εβραϊκή κοινότητα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η δράση του Ιάπωνα Εβραίου μελετητή, Κοτσούτζι Σέτσουζο (小辻 節三, 1899-1973). Στο Κόμπε, ο Κοτσούτζι, έχοντας μάθει για τις πράξεις του Σουγκιχάρα, βοήθησε τους πρόσφυγες στις καθημερινές τους ανάγκες, διαπραγματεύτηκε επανειλημμένα με το υπουργείο Εξωτερικών καθώς και με τις τοπικές αρχές, για να κερδίσει παρατάσεις βίζας για αυτούς, ενώ κανόνισε την αναχώρηση πολλών εξ αυτών σε νέους προορισμούς, μέχρι το φθινόπωρο του 1941. Επιπλέον, πολέμησε επίσης ενάντια στους διωγμούς των Εβραίων γράφοντας βιβλία και δίνοντας διαλέξεις σε όλη τη χώρα11.
Όσον αφορά τον Σουγκιχάρα, πέρα από την εργασία του για την έκδοση των βιζών, συνέχισε, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία του υπουργείου εξωτερικών της χώρας, και τη συγκέντρωση και αποστολή σημαντικών πληροφοριών για την ιαπωνική κυβέρνηση, τα οποία βεβαίως ήταν και τα κύρια καθήκοντά του ως πρόξενου. Όταν μετά από την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη χώρα, τον Ιούνιο του 1940, δόθηκε διορία στα προξενεία τρίτων χωρών να τα κλείσουν, αφού εξασφάλισε μια μικρή παράταση της διορίας, στις αρχές Σεπτεμβρίου το προξενείο έκλεισε και ο Σουγκιχάρα (πάντα με την οικογένειά του), μετά από μια στάση στο Βερολίνο, τοποθετήθηκε στην Πράγα, όπου κατάφερε να εκδώσει ακόμη 33 θεωρήσεις διέλευσης σε Εβραίους πρόσφυγες, παρά το γεγονός ότι η Ιαπωνία είχε υπογράψει την ένωση του Τριμερούς Συμφώνου (μεταξύ Γερμανίας, Ιαπωνίας και Ιταλίας- δυνάμεις του άξονα). Στις 6 Μαρτίου 1941, μεταφέρθηκε στο Königsberg (σημερινό Καλίνινγκραντ), στην Ανατολική Πρωσία και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ, στο Βουκουρέστι, την πρωτεύουσα της Ρουμανίας.
Ο σοβιετικός στρατός κατέλαβε τη Ρουμανία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 και η Σοβιετική Ένωση κήρυξε πόλεμο στην Ιαπωνία στις 9 Αυγούστου 1945. Η οικογένεια του Σουγκιχάρα συνελήφθη. Χάρη όμως στις γλωσσικές δεξιότητες του Σουγκιχάρα και την εξοικείωσή του με τους ρωσικούς τρόπους, η οικογένεια απελευθερώθηκε στα τέλη του 1946. Ταξίδεψαν και εκείνοι με τον Υπερσιβηρικό, περνώντας όλη τη Σοβιετική Ένωση, ενώ κρατήθηκαν επί εβδομάδες σε στρατόπεδα διέλευσης σε ολόκληρη τη χώρα, φτάνοντας τελικά, με πλοίο από τη Ναχόντκα, στη Χακάτα (νομός Φουκουόκα), πέντε μήνες αργότερα, στις 5 Απριλίου 1947. Ο Σουγκιχάρα εγκαταστάθηκε, με την οικογένειά του, στην Φουτζισάουα (νομός Καναγάουα).
Δύο μήνες μετά την επιστροφή του, απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του στο υπουργείο Εξωτερικών. Κάποιοι υποστήριξαν ότι η «απόλυσή» του είχε τιμωρητικό χαρακτήρα ωστόσο, φαίνεται πως οι λόγοι πίσω από αυτή ήταν πιο περίπλοκοι από ό,τι αρχικά φαίνεται και πως και οι περιστάσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν άλλωστε μόνο ο Σουγκιχάρα που έχασε τη θέση του, από το διπλωματικό σώμα, καθώς η «νέα εποχή» απαιτούσε την απαλλαγή από ό,τι και όποιον θα μπορούσε να συνδεθεί με τα χρόνια του πολέμου.
Έτσι, για τα επόμενα χρόνια, ο Σουγκιχάρα εργάστηκε σε πολλές θέσεις, μεταξύ των οποίων και σε μια αμερικανική βάση (1950), ως καθηγητής και μεταφραστής (1952), καθώς και ως στέλεχος επιχειρήσεων. Μία από αυτές ήταν η Kawakami Trading Co., η οποία τον τοποθέτησε, το 1960, στο γραφείο της στη Μόσχα. Πέρασε 15 χρόνια εκεί, προτού επιστρέψει μόνιμα στην Ιαπωνία. Το 1976 συνταξιοδοτήθηκε.
Το 1968, ένας από τους πρόσφυγες που ο Σουγκιχάρα είχε βοηθήσει, ο Jehoshua Nishri, επικοινώνησε μαζί του. Ο Σουγκιχάρα είπε αργότερα πως τον πλησίασε με δάκρυα, κρατώντας ένα διαβατήριο που είχε ακόμη αμυδρά τη βίζα επάνω και τον ευχαρίστησε, λέγοντάς του ότι ποτέ δεν τον είχαν ξεχάσει. Τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε στο Ισραήλ, όπου τιμήθηκε από την κυβέρνηση, ενώ δόθηκε και υποτροφία για σπουδές στον γιο του. Τότε ήταν που οι πράξεις του άρχισαν να γίνονται κάπως γνωστές, με την εφημερίδα Ασάχι (朝日新聞) να γράφει σχετικό άρθρο.
Το 1985 ο Σουγκιχάρα έγινε ο πρώτος ασιάτης που του απονεμήθηκε ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» από το Γιαντ Βασσέμ, το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων του Ολοκαυτώματος στο Ισραήλ. Καθώς όμως η υγεία του ήταν επιβαρυμένη, στην τελετή παραβρέθηκαν η σύζυγός του και ο γιος του. Ο Σουγκιχάρα πέθανε το καλοκαίρι του 1986.
Οι πράξεις του ήρθαν στο φως της δημοσιότητας κατά τα τελευταία του χρόνια της ζωής του και κυρίως μετά το θάνατό του. Ο ίδιος λέγεται πως ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, ο οποίος δεν αναφερόταν ποτέ στις προσωπικές του πράξεις και θυσίες. Πολλά από όσα είναι γνωστά για αυτόν σήμερα στην Ιαπωνία, ειπώθηκαν μετά το θάνατό του από τη σύζυγό του και τον μεγαλύτερο του γιο. Η σύζυγός του δημοσίευσε τα «απομνημονεύματά» του, το 1990, με τίτλο «Βίζες για τη σωτηρία των ζωών 6.000 ανθρώπων (六千人の命のビザ)»12.
Μετά το θάνατό του, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αναγνώρισε τις πράξεις του. Το 1992, δημιουργήθηκε ένα μνημείο προς τιμήν του, στη γενέτειρά του, χάρη σε μια πρωτοβουλία που υποστηρίχθηκε και από τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας Τακεσίτα Νομπόρου (竹下 登, 1924-2000). Υπάρχει επίσης ένα μουσείο στην πόλη αφιερωμένο στη ζωή και τη μνήμη του.
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής», έγραψε το 1983 ο Σουγκιχάρα, «όταν έλαβα την απάντηση από το Τόκιο (στο αίτημά μου για έκδοση των θεωρήσεων), πέρασα μια ολόκληρη νύχτα βυθισμένος στις σκέψεις…θα μπορούσα να αρνηθώ να τις εκδώσω, αλλά θα ήταν αυτό, τελικά, προς το εθνικό συμφέρον της Ιαπωνίας; Έφτασα στο συμπέρασμα […] ότι το πνεύμα του ανθρωπισμού και της φιλανθρωπικής δράσης υπερισχύει πάνω απ’ όλα».
Ο Σουγκιχάρα έλαβε διάφορες τιμές μετά θάνατον, ενώ η ζωή και οι πράξεις του έχουν αποτελέσει θέματα πολλών βιβλίων, ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Η κυβέρνηση της Λιθουανίας έχει κηρύξει το 2020 ως «Έτος Τσιούνε Σουγκιχάρα» και έχει οργανώσει πλήθος εκδηλώσεων, εκθέσεων κ.ο.κ. προς τιμήν του. Η χρονιά σηματοδοτεί την 80ή επέτειο του έργου του ως Ιάπωνα Προξένου στο Κάουνας (1939-1940) και την 120η επέτειο από τη γέννησή του. Υπάρχει μάλιστα μουσείο προς τιμήν του στο Κάουνας.
Υποσημειώσεις
1 Συχνά αποκαλείται και Σέμ’πο, από την διαφορετική ανάγνωση του千畝.
2 Λειτούργησε μεταξύ 1924-1946.
3 Η πόλη του Χάρμπιν ιδρύθηκε από τη Ρωσία το 1898, και μεγάλο μέρος του πληθυσμού της ήταν Ρώσοι. Η Ακαδημία ήταν Εθνικό Πανεπιστήμιο.
4 Το 1930 έγινε καθηγητής στην Ακαδημία.
5 Το «Κράτος της Μαντζουρίας (Μαντσούκουο, 満州国)» ήταν ένα κρατίδιο, στην περιοχή της Ματζουρίας, στην Κίνα (και την περιοχή της Εσωτερικής Μογγολίας), το οποίο στην πράξη αποτελούσε προτεκτοράτο της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας (ή όπως συχνά αποκαλείται, κράτος μαριονέτα της). Λειτούργησε ως κράτος μεταξύ 1932-1945.
6 Την επόμενη χρονιά (1933) από την ίδρυση του Μαντσούκουο, ονομάστηκε «Σιδηρόδρομος της Βόρειας Μαντζουρίας (北満鉄路)» και αργότερα έγινε τμήμα του Εθνικού Σιδηροδρόμου του Μαντσούκουο (満州国国有鉄道).
7 Η Γιούκικο τον συνόδευε σε όλα τα ταξίδια του στην Ευρώπη (πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου). Απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το 1936 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, Χιρόκι, το 1938 ο δεύτερος τους γιος, Τσιάκι, το 1940 ο τρίτος τους γιος, Χάρουκι (πέθανε το 1947) και το 1949 ο τέταρτος, Νομπούκι.
8 Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ιαπωνία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, η Σοβιετική Ένωση θεωρούταν σημαντική απειλή για τη χώρα και υπήρχαν φωνές που ζητούσαν μια πιο επιθετική πολιτική από την κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση ατόμων σε καίρια «σημεία ελέγχου» αποτελούσε βασική στρατηγική της εποχής, ενώ οι σχέσεις Γερμανίας – Σοβιετικής Ένωσης ήταν επίσης σημείο ενδιαφέροντος για τη χώρα.
9 Εκείνη την εποχή, βίζες διέλευσης εκδίδονταν μόνο σε άτομα που είχαν νόμιμη βίζα για άλλον προορισμό (εκτός Ιαπωνίας) και οι οποίοι μπορούσαν να αποδείξουν ότι θα μπορούν να καλύψουν τα έξοδά τους, για όσο θα είναι στη χώρα.
10 Το 1882, ολοκληρώθηκε μια ιαπωνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Εβραίοι ωστόσο, παραμένουν μόνο μια μικρή ομάδα στην Ιαπωνία και λίγοι Ιάπωνες, ακόμη και μεταξύ ακαδημαϊκών, γνωρίζουν την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη και μπορούν να πουν τις διαφορές μεταξύ του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία δεν είχε παραδοσιακό αντισημιτισμό έως ότου η ναζιστική ιδεολογία και προπαγάνδα επηρέασε έναν μικρό αριθμό ιαπωνικών στρατιωτικών υπαλλήλων τη δεκαετία του 1930 και του 1940.
11 Το φθινόπωρο του 1944 ωστόσο, αυτό οδήγησε στη σύλληψή του. Απελευθερώθηκε, χάρη στις προσπάθειες ενός φίλου του, αλλά φοβούμενος για την ασφάλειά του, μετακόμισε με την οικογένειά του, το καλοκαίρι του 1945, στη Ματζουρία. Έζησε εκεί, με τη βοήθεια και ορισμένων από τους Εβραίους που ο ίδιος είχε βοηθήσει. Μετά τον πόλεμο, ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό και βρήκε την τελική του θέση ανάπαυσης στην Ιερουσαλήμ.
12 Έγινε ταινία το 2005.