
Όσο και αν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί δείχνουν ορισμένες τάσεις σύγκλισης –αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της ολοένα και αυξανόμενης επικοινωνίας και ανταλλαγής ερεθισμάτων- η μεταφορά ηθικών ή αισθητικών προτύπων από τη μια κουλτούρα στην άλλη παραμένει αρκετά παρακινδυνευμένη τακτική και καλό είναι να γίνεται με επιφύλαξη και χωρίς πλατιές γενικεύσεις. Παρόλα αυτά δεν έχω ακούσει ποτέ –νομίζω- κανέναν δυτικό, ακόμα και αυτούς που θέλγονται από τις Γιαπωνέζες σε σημείο φετιχισμού- να βρίσκει ελκυστικό ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά τους, ειδικά στις ηλικίες που κυμαίνονται από τα 20 ως τα 35-40: τη σχεδόν μόνιμη στροφή των πελμάτων προς τα μέσα, αυτό που στα αγγλικά αποκαλείται «pigeon-toe», δηλαδή «πέλμα περιστεριού» και στα ιαπωνικά «ουτσιμάτα» (内股) δηλαδή «εσωτερικό του μηρού». Ειδικά όταν περπατούν και ειδικά όταν περπατούν φορώντας πολύ ψηλά τακούνια (κάτι που στην Ιαπωνία δε συνδέεται κατ’ ανάγκη με το βραδινό ντύσιμο), το θέαμα είναι τόσο αφύσικο που αγγίζει τα όρια του κωμικού.
Οι θεωρίες για την προέλευση του φαινομένου χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα: το ένα θέλει την ουτσιμάτα να είναι προϊόν αισθητικής επιλογής που προέρχεται από την εποχή που οι γυναίκες φορούσαν συστηματικά κιμονό (και έχει μια λογική καθώς το σφιχτό τύλιγμα του κιμονό ουσιαστικά απαγορεύει τα μεγάλα βήματα και κάνει αυτό το είδος βαδίσματος σχεδόν υποχρεωτικό) ενώ το άλλο, την αναγνωρίζει πράγματι σαν πάθηση και την αποδίδει σε χαλάρωμα των αρθρώσεων του ισχίου και του γόνατος που προέρχεται από το άγαρμπο κάθισμα «τύπου W» στο πάτωμα κατά την παιδική ηλικία. Και τα δύο είναι βάσιμα καθώς αφενός πολλές νεαρές Γιαπωνέζες όντως θεωρούν την ουτσιμάτα χαριτωμένη και θηλυπρεπή (και ενίοτε την υπερτονίζουν συνειδητά) και αφετέρου το κάθισμα αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στα κορίτσια της ηλικίας του νηπιαγωγείου ή του δημοτικού και οι γονείς και οι δάσκαλοι σπάνια το διορθώνουν.
Οι αποδέκτες των «Γράμματων» μου, θα έχουν παρατηρήσει ότι αποφεύγω να πάρω επικριτική θέση απέναντι στα πράγματα που βλέπω γύρω μου στην Ιαπωνία∙ αυτό οφείλεται λιγότερο σε «πολιτισμική ορθότητα» και περισσότερο στο ότι δεν νομίζω ότι δικαιούμαι να κατακρίνω μια κοινωνία και έναν πολιτισμό στον οποίο είμαι φιλοξενούμενος. Στο συγκεκριμένο θέμα ωστόσο είμαι διατεθειμένος να κάνω μια εξαίρεση καθώς, ανεξαρτήτως προέλευσης, πρόκειται για κάτι αποδεδειγμένα επιβλαβές (οι γυναίκες που περπατούν και κάθονται έτσι παρουσιάζουν συχνά ιατρικά προβλήματα όταν περνούν τα 50-60 τους) και που ενισχύει ένα στερεότυπο περί θηλυκότητας μάλλον αντιπαραγωγικό για την Ιαπωνία του 21ου αιώνα, αυτό της αδεξιότητας και της αδυναμίας της γυναίκας έναντι του (δυνατού) άντρα. Όχι ότι η όποια κριτική μου βεβαίως έχει κανένα αποτέλεσμα: οι πιθανότητές που έχει οποιοδήποτε σχόλιο, δικό μου ή οποιουδήποτε άλλου μη-Ιάπωνα, να ακουστεί, να ληφθεί υπόψη και να διαφοροποιήσει τα πράγματα είναι ασήμαντες: αν κάτι είναι στραβό, στα πόδια ή στην κοινωνία τους, οι Ιάπωνες θα το αλλάξουν μόνο όταν το αποφασίσουν οι ίδιοι –από όλες σχεδόν τις απόψεις, δεν μπορώ πραγματικά να τους μεμφθώ γι αυτό.