Οι –συνήθως αυτοχρισθέντες- ειδικοί, λένε ότι αν θέλει κανείς να τα δει σε όλο τους το μεγαλείο πρέπει να πάει στο Νακάσου της Φουκουόκα ή στο Ντοτονμπόρι της Οσάκα· από τις εικόνες που έχω δει καταλαβαίνω γιατί το λένε όμως για μένα ο απλούστερος τρόπος είναι να περιμένω να έρθουν αυτά κοντά μου, κάτι που αναπόφευκτα θα γίνει σε κάποιο από τα αμέτρητα πανηγύρια και παζάρια που στήνονται σχεδόν καθημερινά στο Τόκιο. Δύο ή τρεις μέρες πριν το πανηγύρι, οι δρόμοι που βρίσκονται γύρω από το σημείο του, θα γεμίσουν από αυτοσχέδιες παράγκες, κάποτε κινητές, με χρωματιστές τέντες και με μαγειρικό εξοπλισμό και από την παραμονή του πανηγυριού, στον εξοπλισμό θα αρχίσουν να εμφανίζονται όλα τα τρόφιμα που μπορεί να βρει κανείς στην Ιαπωνία για να μαγειρευτούν με τον ιδιαίτερο τρόπο του κάθε “μαγαζιού” και να παρουσιαστούν με φωνές, αστεία και ό,τι τρικ μπορεί να σκεφτεί ο ιδιοκτήτης/μάγειρας προκειμένου να προσελκύσει πελάτες.
Ο κόσμος των “γιατάι” (屋台), των “μαγαζιών-πάγκων” που μαγειρεύουν και σερβίρουν φαγητό της κατηγορίας που οι Αμερικανοί αποκαλούν “soul food” γεννήθηκε την περίοδο Έντο, για να εξυπηρετήσει την ανάγκη για γρήγορο και φτηνό φαγητό ενός εκατομμυρίου σαμουράι, εργατών, τεχνιτών, εμπόρων και ταξιδιωτών που γέμιζαν την μεγαλύτερη πόλη του κόσμου. Ακόμα και η “Αγία Τριάδα” της κουζίνας του Έντο –το σούσι, το τέμπουρα και τα μακαρόνια σόμπα- σερβίρονταν κυρίως από πλανόδιους “μπότε-φούρι” (棒手振り) ή “φούρι-ούρι” (振り売り) που κουβαλούσαν το “μαγαζί” τους σε έναν μακρύ στύλο από μπαμπού στον ώμο τους· ο εκμοντερνισμός της περιόδου Μέιτζι έκανε τα μαγαζιά τροχήλατα αλλά μείωσε τον αριθμό τους όμως οι δυσκολίες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης τα έφεραν ξανά στην επιφάνεια για να καταλαγιάσουν σήμερα σε κάτι που,αν εξαιρέσει κανείς περιοχές όπως αυτές που ανέφερα παραπάνω, εμφανίζεται όταν υπάρχει κάποια παραδοσιακή εκδήλωση και εξαφανίζεται λίγες μέρες μετά.
Οι γαστρονομικές επιλογές των γιατάι είναι αναρίθμητες: ψητά ψάρια και όστρακα και κρέατα κάθε είδους και ποικιλίας, χταπόδι τάκο-γιάκι, ολόκληρα τεράστια καλαμάρια κομμένα σε ροδέλες, αχνιστές πατάτες με βούτυρο, τηγανίτες οκονομιγιάκι και Χιροσίμα-γιάκι, μακαρόνια ράμεν και γιάκι-σόμπα, κινέζικα ψωμάκια νίκου-μαν, σούπα οντέν ή νικόμι, κοτόπουλο σε σουβλάκια γιακιτόρι ή σε τηγανιτά κομμάτια κάρα-άγκε, λουκάνικα, αγγούρια και ραπάνια τουρσί, ολόκληρα ψημένα καλαμπόκια και κάστανα και για επιδόρπιο κέικ όμπαν-γιάκι ή καστέλα, μπανάνες βουτηγμένες σε σοκολάτα, καραμελωμένα μήλα και μαλλί της γριάς είναι μερικά μόνο από αυτά, καθένα μαγειρεμένο με λίγο διαφορετικό τρόπο από αυτόν του γειτονικού γιατάι όμως όλα απίστευτα νόστιμα, απροσδόκητα καθαρά αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες και πολλά από αυτά δυσεύρετα σε κανονικά εστιατόρια –ένας ολόκληρος εφήμερος κόσμος που ζει από πανηγύρι σε πανηγύρι και που χαρίζει στο παζλ της Ιαπωνίας μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά και έντονα χρώματά του.