Η θεωρία του Σιμπουσάουα Εϊίτσι περί «ενότητας ηθικότητας και οικονομικών», η οποία προσπαθεί να συνδυάσει την κομφουκιανική σκέψη με την καπιταλιστική οργάνωση, αποτελεί σήμερα ίσως την κυριότερη πτυχή της σκέψης του. Ο ίδιος ενθάρρυνε τις εμπορικές επιχειρήσεις να θέτουν το δημόσιο συμφέρον πριν από τις οικονομικές τους αποδόσεις, ενώ συχνά αναφερόταν στη σημασία της κοινωνικής αλλαγής, όπου καθένας με πρακτικές ικανότητες και δεξιότητες θα μπορούσε να ανέλθει κοινωνικά.
Ο Σιμπουσάουα Εϊίτσι (渋沢 栄一) γεννήθηκε το 1840 στο χωριό Τσιαραϊτζίμα (σήμερα τμήμα της Φουκάγια στο νομό Σαϊτάμα), ως ο πρώτος γιος του βασικού οίκου της εύπορης οικογένειας Σιμπουσάουα. Η τελευταία, όντας μία από τις παλαιότερες της περιοχής και εκμεταλλευόμενη την ευνοϊκή γεωγραφική θέση της, ήλεγχε σημαντικό τμήμα του τοπικού εμπορίου και καλλιέργειας.
Ειδικότερα, η ενασχόληση με την επεξεργασία λουλακιού/ινδικού (indigo) και η μεταπώλησή του στον κλάδο της υφαντουργίας στα χρόνια του πατέρα του, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως κερδοφόρα και έδωσε την δυνατότητα στον Σιμπουσάουα να εξοικειωθεί από νωρίς με διαδικασίες «επιχειρηματικής» διαχείρισης και οργάνωσης. Παράλληλα, η στενή σχέση της ευρύτερης οικογένειας του με την εκπαίδευση, επέτρεψε στον ίδιο να αποκτήσει μόρφωση ισάξια ενός σαμουράι, η οποία περιελάμβανε ξιφασκία, καλλιγραφία, ανάγνωση και γραφή. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία (6 ετών) ήρθε σε επαφή με κλασσικά κείμενα του κινεζικού πολιτισμού, μεταξύ των οποίων βεβαίως και των «Αναλέκτων» του Κομφούκιου.
Το 1853, την χρονιά που τα «Μαύρα πλοία» (黒船 – κουροφούνε) υπό τον αρχιπλοίαρχο Μάθιου Πέρρυ, έκαναν την εμφάνισή τους στο λιμάνι της Ουράγκα, ο Σιμπουσάουα επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Έντο (σημερινό Τόκιο), ώστε να επεκτείνει τις σπουδές του. Ακολούθησαν και άλλες φορές, ώσπου επηρεασμένος από την μαθητεία του στη σχολή του Κάιχο Γκιόσον (1798-1866) και την δράση συγγενών και συντοπιτών του, υιοθέτησε και ο ίδιος το δόγμα του κινήματος Σόν’νο τζόι («τιμή στον αυτοκράτορα, απέλαση των βαρβάρων»). Μάλιστα το 1863, μαζί με μια ομάδα εβδομήντα ατόμων (κυρίως μελών των οίκων Σιμπουσάουα και Οντάκα), σχεδίαζε να καταλάβει το κάστρο Τακασάκι (στην πόλη Τακασάκι στo νομό Γκούνμα) και να πυρπολήσει την Γιοκοχάμα. Μια επίθεση που εν τέλει δεν έγινε ποτέ, υπό και το πρίσμα ίσως, τόσο της σύγκρουσης μεταξύ Σατσούμα (σήμερα τμήμα του νομού Καγκοσίμα) και Αγγλικών δυνάμεων το καλοκαίρι του ίδιου έτους, όσο και των πολιτικών εξελίξεων που λάμβαναν χώρα.
Για να αποφύγει την σύλληψη, εγκατέλειψε την οικία του και εν τέλει, υπό τις υποδείξεις του Χιραόκα Ένσιρο (1822-1864), ο οποίος διατηρούσε σημαντική θέση στον οίκο Χιτοτσουμπάσι (έναν από τους τρεις οίκους-παρακλάδια της οικογένειας Τοκουγκάουα, δυνάμενος να παρέχει διαδόχους σόγκουν), το φθινόπωρο του 1863 πήγε στο Κιότο, όπου και υπηρέτησε ως υποτακτικός του τελευταίου. Μια απόφαση δύσκολη εάν αναλογιστεί κανείς τις τότε πεποιθήσεις του [ουσιαστικά βρισκόταν να υπηρετεί τον οίκο που θα έδινε τον επόμενο σόγκουν, Χιτοτσουμπάσι Γιοσινόμπου (1837-1913)]. Μια απόφαση όμως ορθολογική και στηριζόμενη στην πίστη του πως θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα αποτελεσματικότερα από την πλευρά αυτή.
Γρήγορα προήχθη και το 1865 βρέθηκε ήδη να αναλαμβάνει τα οικονομικά του οίκου του, ενώ συνεχώς προσπαθούσε να προσφέρει άμεσα τις συμβουλές του στον Γιοσινόμπου. Ο τελευταίος σύντομα ανέλαβε καθήκοντα ως νέος σόγκουν και ο Σιμπουσάουα βρέθηκε να διερωτάται για τις επιλογές του. Το 1867 συνόδεψε (ως μέλος μιας ευρύτερης αποστολής) τον αδερφό του Γιοσινόμπου, Ακιτάκε (1853-1910) στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού (και στην συνέχεια και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη), όπου είχε την δυνατότητα να μελετήσει από «πρώτο χέρι» την «Δύση». Κράτησε λεπτομερή αρχεία των όσων είδε και έμαθε, και όπως αργότερα ανέφερε, στην έκθεση λ.χ. μπορούσε κανείς να εμπνευστεί και μέσα από τις δυνατότητες ανταλλαγής και κατανόησης μεταξύ των εθνών να δει την άνθιση ενός ειρηνικού κόσμου, ενώ παράλληλα, συνειδητοποίησε τη σημασία της βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης για τα κράτη.
Μετά τις εξελίξεις που επέφερε η Παλινόρθωση Μέιτζι (1868), ο Σιμπουσάουα παρέμεινε στο πλευρό του Γιοσινόμπου και υπό την προτροπή του μεταφέρθηκε στη Σιζουόκα, για να αναλάβει καθήκοντα στην οικονομική διαχείριση του νομού. Ο ίδιος επέλεξε να δραστηριοποιηθεί και στον εμπορικό τομέα και συνεργάστηκε με τοπικούς εμπόρους συμβάλλοντας στην ίδρυση το 1869 της Σιζουόκα Σόχο Κάισο, μίας από τις πρώτες συμμετοχικές εταιρείες της Ιαπωνίας, η οποία θα είχε ως έναν από τους βασικούς της ρόλους την κυκλοφορία των πρώτων ιαπωνικών χαρτονομισμάτων.
Στη συνέχεια κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα στην νέα κυβέρνηση Μέιτζι. Ανέλαβε διάφορες θέσεις (μέχρι την παραίτησή του από την πολιτική το 1873), μία εκ των οποίων στο «Γραφείο Μεταρρυθμίσεων (Κάισεϊ Κάκαρι)» το οποίο δημιουργήθηκε ύστερα από δική του πρόταση. Το 1873 οργάνωσε την ίδρυση και διαχείριση της Πρώτης Εθνικής τράπεζας (Dai-Ichi Kangyo Bank, τμήμα σήμερα της τράπεζας Μizuho). Τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε στην ίδρυση και υποστήριξη εκατοντάδων επιχειρήσεων και οργανισμών θέτοντας τις βάσεις της επιχειρηματικής ζωής της Ιαπωνίας.
Συνέβαλε στην ίδρυση του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Τόκιο και υποστήριξε, μεταξύ άλλων, την Εμπορική Σχολή του Τόκιο (προπομπός του Πανεπιστημίου Χιτοτσουμπάσι), το Πανεπιστήμιο Θηλέων της Ιαπωνίας (όντας ένθερμος υποστηρικτής της εκπαίδευσης των γυναικών), την Χακουάισα (τον πρόδρομο του Ιαπωνικού Ερυθρού Σταυρού). Η διπλωματική του δράση, σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο ήταν επίσης καθοριστική (λ.χ. στην διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων της Ιαπωνίας με χώρες όπως η Κίνα και η Αμερική), ενώ ίσης σημασίας ήταν και η κοινωνική του δράση. Ίδρυσε και συνδέθηκε με πλήθος οργανισμών, κοινωνικής και φιλανθρωπικής φύσεως. Το 1916 αποσύρθηκε από τον επιχειρηματικό κόσμο, ωστόσο συνέχισε να είναι δραστήριος σε έργα δημοσίου και κοινωνικού ενδιαφέροντος, καθώς και σε ζητήματα διεθνών σχέσεων. Τέλος, του είχαν απονεμηθεί οι τίτλοι του βαρόνου (1900) και του υποκόμη (1920). Πέθανε σε ηλικία 91 ετών, το 1931.
Συχνά αποκαλείται «πατέρας του ιαπωνικού καπιταλισμού». Ο ενεργός του ρόλος ως διαμεσολαβητή και υποστηρικτή της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ιαπωνία, αλλά και η αδιάκοπη του προσπάθεια προώθησης της επιχειρηματικής νοοτροπίας υπήρξαν καθοριστικά άλλωστε στην εξέλιξη του. Η θεωρία του ωστόσο, περί «ενότητας ηθικότητας και οικονομικών», η οποία προσπαθεί να συνδυάσει την κομφουκιανική σκέψη με την καπιταλιστική οργάνωση, αποτελεί σήμερα ίσως την κυριότερη πτυχή της σκέψης του, η οποία συνεχίζει να δημιουργεί ενδιαφέρον για μελετητές, αλλά και το πιο ευρύ κοινό. Ο ίδιος ενθάρρυνε τις εμπορικές επιχειρήσεις να θέτουν το δημόσιο συμφέρον πριν από τις οικονομικές τους αποδόσεις, ενώ συχνά αναφερόταν στη σημασία της κοινωνικής αλλαγής, όπου καθένας με πρακτικές ικανότητες και δεξιότητες θα μπορούσε να ανέλθει κοινωνικά.
Ο Σιμπουσάουα ίσως να μην αποτελεί μία από τις πλέον διάσημες προσωπικότητες της ιαπωνικής ιστορίας, ωστόσο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Σιμάντα Μασακάζου στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «The Entrepreneur Who Built Modern Japan: Shibusawa Eiichi»*, «καμία άλλη σπουδαία φιγούρα της Ιαπωνίας δεν έχει χάλκινα αγάλματα τοποθετημένα γι’ αυτή σε τόσα πολλά μέρη». Το έργο και η δράση του υπήρξαν αξιοσημείωτα και τα αποτελέσματά τους έχουν αφήσει το στίγμα τους στην Ιαπωνία του σήμερα.
* Shimada, Masakazu. & Narum, Paul. (2017). The entrepreneur who built modern Japan : Shibusawa Eiichi. Chiyoda-ku, Tokyo : Japan Publishing Industry Foundation for Culture