Στη Σιμπούγια είναι ένας σκύλος, ο Χατσίκο και στο Ροπόνγκι μια αράχνη, η Μαμάν∙ οι σύγχρονοι Τοκιοΐτες έχουν ομολογουμένως περίεργα γούστα όταν επιλέγουν αγάλματα-σημεία συνάντησης. Όταν όμως οι παλιότεροι έδιναν ραντεβού, η επιλογή ήταν σχεδόν πάντα μια: το άγαλμα του Σάιγκο Τακαμόρι στη νότια πλευρά του πάρκου του Ουένο, επάνω στο λόφο. Βεβαίως εκείνη την εποχή το Ουένο ήταν ένα από τα πολιτισμικά κέντρα του Τόκιο, τόσο λόγω της θέσης του (η καρδιά της πόλης χτυπούσε ακόμα στα ανατολικά) όσο και λόγω των μουσείων και των ναών που γεμίζουν το πάρκο το οποίο φιλοξενεί ακόμα το άγαλμα. Και επειδή τα πράγματα κάνουν κύκλους, σιγά-σιγά ο κόσμος αρχίζει και δίνει πάλι ραντεβού μπροστά του αν και πλέον το κάνει και για να εκμεταλλευτεί τη θέα προς το ποτάμι και τον πύργο «Σκάι Τρι» στην απέναντι όχθη του.
Η ιστορία του γεροδεμένου άντρα με το τετράγωνο πρόσωπο, το κοντό καλοκαιρινό κιμονό και το σκυλάκι δίπλα του είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους τους ιάπωνες: σαμουράι από την Καγκοσίμα στο νησί Κιούσου, στρατιωτικός διοικητής στον πόλεμο Μποσίν που έφερε την πτώση του τελευταίου σογκούν Τοκουγκάουα και την παλινόρθωση του αυτοκράτορα Μέιτζι, πολιτικός και αργότερα πρωταγωνιστής στην επανάσταση της Σατσούμα, μια μάταια τελευταία απόπειρα των σαμουράι να σταθούν αντιμέτωποι ενάντια στον αυτοκράτορα που ο ίδιος ο Σάιγκο ανέβασε στο θρόνο∙ όσο για το τέλος του, όπως έπρεπε θρυλικό και περιπετειώδες με μια τελετουργική αυτοκτονία (σεπούκου) που μπορεί και να μην έγινε ποτέ και ένα κομμένο κεφάλι που χάθηκε για να επανεμφανιστεί. Το Χόλυγουντ, λέγοντας την ιστορία του στο «Ο Τελευταίος Σαμουράι» με τον Τομ Κρουζ ήταν, όπως σπάνια συμβαίνει, πολύ πιο μετριοπαθές από την πραγματικότητα.
Οι αδερφές Κομαντόρι, ένα ντουέτο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία μετά τον πόλεμο, αναρωτιούνται στο τραγούδι τους γι αυτόν πώς βλέπει το Τόκιο από εκεί ψηλά∙ ένα Τόκιο κρύο και αντιμέτωπο με τεράστιες δυσκολίες, πολύ διαφορετικό από τότε που το γνώρισε (το άγαλμα τοποθετήθηκε το 1898, ενώ στο θρόνο καθόταν ακόμα ο αυτοκράτορας Μέιτζι). Και είναι βέβαιο ότι το ισοπεδωμένο μεταπολεμικό Τόκιο θα έφερνε δάκρυα στα μάτια του Σάιγκο-σαν όπως έφερε και στα μάτια όλων όσων το είδαν. Όμως το Τόκιο ξαναχτίστηκε και η Ιαπωνία έγινε μεγαλύτερη από όσο ίσως τη φαντάστηκε ο Σάιγκο Τακαμόρι και οι άλλοι οραματιστές της εποχής της μεγάλης αλλαγής. Και παρόλο που σήμερα ελάχιστοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν σε όλη του την έκταση το ρόλο που έπαιξε ο σανδαλοφορεμένος «ότζι-σαν» (δηλαδή, μεσήλικας) στην αλλαγή αυτή, όλοι αισθάνονται μια περίεργη οικειότητα όποτε βρίσκονται κοντά στο άγαλμά του –μια οικειότητα που δεν προσφέρει ούτε ο Χατσίκο, ούτε η Μαμάν, ούτε κανένα άλλο ορόσημο της πόλης.