Νομίζω ότι το γνωστότερο είναι αυτό στη Μουκοτζίμα (το όνομα του νησιού είναι «Ιτσουκουσίμα» όμως δεν το χρησιμοποιούν ούτε οι ντόπιοι) και βλέποντας μια από τις χιλιάδες φωτογραφίες του καταλαβαίνει κανείς γιατί: στημένο σε ένα σημείο όπου ανάλογα με την παλίρροια μοιάζει να επιπλέει στο νερό, με τη σχετικά ανορθόδοξη αρχιτεκτονική του (το σχέδιο ριόμπου /両部 δεν είναι το πιο αντιπροσωπευτικό) και με το έντονο κόκκινο χρώμα του κινναβάρεως να έρχεται σε έντονη αντίθεση με το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, εξακολουθεί να δίνει τη μεταφυσική διάσταση που φαντάζομαι ήθελαν οι κατασκευαστές του πριν από 8 αιώνες και που έκανε την ΟΥΝΕΣΚΟ να το συμπεριλάβει στους καταλόγους των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς. Ή ίσως τα χιλιάδες μικρότερα στο Φουσίμι Ινάρι Τάισα στο Κιότο, σχεδόν υποχρεωτικό θέμα φωτογράφησης για όποιον επισκέπτεται την παλιά πρωτεύουσα και σκηνικό για αμέτρητες ταινίες. Όσοι ωστόσο νομίζουν ότι πρόκειται για κάτι εξωτικό που αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους, κάνουν λάθος: τα τόριι (鳥居) υπάρχουν παντού στην Ιαπωνία –σε σημείο που από ένα σημείο και πέρα παύεις να τα προσέχεις.
Προφανώς υπερβάλλω: η αντίθεση που προκαλούν όταν τα βλέπει κανείς στη μέση ενός χωραφιού στην επαρχία ή στριμωγμένα ανάμεσα σε κτήρια στις πόλεις, σε κάνει να σταματήσεις απότομα και να ασχοληθείς λίγο μαζί τους∙ ο συμβολισμός τους, μια πύλη που διαχωρίζει τον καθαρό χώρο ενός σιντοϊστικού ναού από τον ακάθαρτο του υπόλοιπου κόσμου είναι μάλλον ευνόητη ακόμα και για όσους δεν ασχολούνται με την παλιά θρησκεία της Ιαπωνίας και παραβλέπουν τις άλλες λεπτομέρειες όπως τα σχοινιά σιμενάουα (注連縄) και οι χάρτινες αστραπές σίντε (紙垂) που συνήθως τα συνοδεύουν και που ενισχύουν τα όρια μεταξύ των ναών και του περιβάλλοντος χώρου. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς από πού προήλθαν, πότε πρωτοεμφανίστηκαν και αν πρόκειται για καθαρά ιαπωνική επινόηση ή για εισαγωγή από την Ασία όμως η έννοια της πύλης είναι τόσο διαδεδομένη σε όλους τους πολιτισμούς που είναι μάλλον άδικο να σκεφτεί κανείς ότι οι Ιάπωνες έπρεπε να τη διδαχτούν από κάποιον άλλον.
Προσωπικά με θέλγει περισσότερο η απλότητά τους και η κάπως απόκοσμή τους διάσταση: μια πύλη που δε συνοδεύεται από περίφραξη θυμίζει τις χώρο-χρονικές πύλες που βρίσκουμε στην επιστημονική φαντασία –το έντονο χρώμα που έχουν (κυρίως) αυτά που είναι αφιερωμένα στο θεό του ρυζιού Ινάρι κάνει την αίσθηση ακόμα πιο έντονη, το ίδιο και η ύπαρξή τους ακόμα και μέσα σε βουδιστικούς ναούς. Δεν είμαι ποιητής οπότε δυσκολεύομαι να εκφράσω αυτό που αισθάνομαι κάθε φορά που τυχαίνει να περάσω κάτω από ένα από αυτά –θα ήταν υπερβολή να πω ότι νομίζω πως πράγματι μεταφέρομαι σε έναν άλλο κόσμο ή σε μια άλλη εποχή αλλά από την άλλη θα ήταν εξίσου ανακριβές να πω ότι το πράγμα με αφήνει εντελώς αδιάφορο και, από όσο τους παρατηρώ, κάτι ανάλογο πρέπει να συμβαίνει και με τους Ιάπωνες. Ακόμα και χωρίς να το θέλεις, το βήμα σου γίνεται πιο αργό -έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου- τη στιγμή που τα διασχίζεις, σαν κάπου στο βάθος του νου σου να κλείνει ένας διακόπτης που επιβεβαιώνει ότι αυτή η σουρεαλιστική πόρτα δεν είναι τελικά απολύτως αυθαίρετη∙ έχω την εντύπωση ότι ο Γιουνγκ θα είχε πολλά να πει επί του θέματος.