ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / Ρουμπίνα Σπάθη
Στην πολιτική ανάπτυξης πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους της και γενικότερα τα οικονομικά της προβλήματα. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει ο Ιάπωνας καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Οικονομικών, Γιοριζούμι Ουατανάμπε, που μίλησε στην «Κ» σε πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας. Αντιδιαστέλλοντας τις διαρθρωτικά διαφορετικές περιπτώσεις ανάμεσα στην ιαπωνική και την ελληνική οικονομία και στο υψηλό χρέος Ιαπωνίας και εκείνο της Ελλάδας, ο Ιάπωνας καθηγητής επικαλέσθηκε την αδυναμία της χώρας μας, ως μέλους της Ευρωζώνης, να κάνει χρήση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής ανάλογη εκείνης στην οποία έχει καταφύγει ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίντζο Αμπε. Τόνισε, έτσι, πως σε αντίθεση με την Ιαπωνία, η κεντρική τράπεζα της οποίας έχει επανειλημμένως διοχετεύσει μεγάλη ρευστότητα στην αγορά, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει την ανάπτυξη με πρωτοποριακές μεθόδους, δίνοντας ευκαιρίες για πρωτοβουλίες στον ιδιωτικό τομέα. Τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών όπως αυτές που λειτουργούν στην Ιαπωνία, το ειδικό καθεστώς των οποίων συνίσταται στο ότι επιτρέπεται για παράδειγμα η δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε προστατευόμενους κλάδους όπως αυτός της γεωργίας.
Παράλληλα εξέφρασε την εκτίμηση ότι μπορούν να παρουσιασθούν μεγάλες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης για την Ελλάδα μέσα από μια σύσφιγξη των εμπορικών και ευρύτερων οικονομικών δεσμών των δύο χωρών, στο πλαίσιο της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στην Ιαπωνία και την Ευρωπαϊκή Ενωση. «Ονειρεύομαι ιαπωνικές επενδύσεις να έρχονται στην Ελλάδα» δήλωσε χαρακτηριστικά και προσέθεσε πως προσβλέπει, παράλληλα, σε αύξηση των εισαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων στην Ιαπωνία, όταν ολοκληρωθεί η συμφωνία με την Ε.Ε. και μειωθούν οι δασμοί. Εξέφρασε, επίσης, την ελπίδα να «ενσωματωθεί πλήρως η Ελλάδα στο διεθνές δίκτυο παραγωγής» με πιθανή συμμετοχή της στην παραγωγή ανταλλακτικών ή τμημάτων βιομηχανικών προϊόντων, πιθανώς και αυτοκινήτων, που θα μεταφέρονται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να συναρμολογηθούν σε ημιτελή ή και σε τελικά ολοκληρωμένα προϊόντα. Αυτή ήταν, άλλωστε, η έμμεση πρότασή του για την ανάπτυξη περισσότερων τομέων στην ελληνική οικονομία για την οποία υπογράμμισε ότι είναι υπερβολικά επικεντρωμένη και εξαρτημένη από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και τις θαλάσσιες μεταφορές.
Υπογράμμισε επίσης πως για τις ιαπωνικές βιομηχανίες η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει πύλη εισόδου στην Ε.Ε., ενώ σχετικά με τον ιδιαίτερο ρόλο της επικαλέσθηκε την «ελληνική καλλιτεχνική αίσθηση». Κατά τη γνώμη του, αυτή θα μπορούσε να δώσει στη χώρα μας τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κέντρο σχεδιασμού μοντέλων αυτοκινήτων.
Σε ερώτηση της «Κ» ως προς το πώς να επωφεληθεί η Ελλάδα από μια συμφωνία Ιαπωνίας – Ε.Ε., ο Ιάπωνας καθηγητής παρέπεμψε στην εμπορική συμφωνία της Ιαπωνίας με το Μεξικό, στην οποία υπήρξε επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της χώρας του ως υψηλόβαθμο στέλεχος του Γραφείου Οικονομικών στο ιαπωνικό υπουργείο Εξωτερικών. Οπως τόνισε, η συμφωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές ροές ιαπωνικών επενδύσεων στο Μεξικό, οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία θέσεων εργασίας αλλά και στη μεταφορά τεχνολογίας στη χώρα. Η εταιρική αυτή σχέση εξώθησε μεξικανικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν στην Ιαπωνία και μέσω αυτής να αναπτύξουν δραστηριότητες στην Κίνα. Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία από το 2005 οπότε τέθηκε σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία, μεξικανικές εταιρείες επεκτείνονται στην Ασία, ενώ πολλές ιαπωνικές εταιρείες ιδρύουν θυγατρικές στο Μεξικό.