«Μα είναι τόσο δύσκολο να βάλουν ένα τρένο ακόμα τις ώρες της μεγάλης αιχμής;» είναι η συνηθέστερη ερώτηση όσων βλέπουν τον πέρα κάθε λογικής συνωστισμό των τρένων νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα στο Τόκιο –η δεύτερη συνηθέστερη είναι «Καλά, δεν μπορούν να περιμένουν το επόμενο τρένο;» και η τρίτη, «Είναι δυνατόν να το υφίστανται αυτό το πράγμα κάθε μέρα, δύο φορές, επί χρόνια;» Προφανείς ερωτήσεις με εξίσου προφανείς απαντήσεις, τουλάχιστον για όποιον έχει μείνει λίγο στην Ιαπωνία: «Ναι, λόγω της περιπλοκότητας του συστήματος των τρένων, η προσθήκη ακόμα και ενός δρομολογίου χρειάζεται σχεδιασμό χρόνων», «Όχι, πολλοί έρχονται από μακριά και αν χάσουν την ανταπόκρισή τους, μπορεί να καθυστερήσουν ώρες» και «Ναι, είναι δυνατόν γιατί είναι Ιάπωνες και από τη στιγμή που πρέπει να κάνουν κάτι, το κάνουν» –το ξέρω, πρόκειται για απλουστευμένες απαντήσεις όμως και οι ερωτήσεις είναι αρκετά απλοϊκές ούτως ή άλλως.
Και μόνο η ιδέα ότι πρέπει να σχεδιάσει κανείς ένα σύστημα που μετακινεί καθημερινά περισσότερους από 40 εκατομμύρια επιβάτες πάνω από 158 γραμμές που σταματούν σε 2.210 σταθμούς και που ανήκουν σε 48 διαφορετικές εταιρείες μοιάζει εξωπραγματική. Και θα ήταν εξωπραγματική σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου καθώς ο τρόπος με τον οποίο έχει σχεδιαστεί και λειτουργεί είναι τόσο χαρακτηριστικά ιαπωνικός που δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί εκτός Ιαπωνίας. Μέρος του συστήματος είναι και το γεγονός ότι οι επιβάτες θα περάσουν κάποια λεπτά (τα οποία δεν είναι πάντα σε μονοψήφιους αριθμούς) στριμωγμένοι πολύ περισσότερο από όσο συνήθως συνδέουμε με τη μετακίνηση ανθρώπων –ή οποιουδήποτε άλλου ζωντανού πλάσματος, εδώ που τα λέμε. Όμως από τη στιγμή που συνδυάζεται με τη βασική προτεραιότητα των Ιαπώνων, τη δουλειά τους, η ταλαιπωρία δε θεωρείται καν θέμα άξιο λόγου.
Εξάλλου, όπως και οι περισσότερες εικόνες από την Ιαπωνία, η συγκεκριμένη δε δείχνει όλη την αλήθεια: ο μεγάλος συνωστισμός συμβαίνει ορισμένες ώρες σε ορισμένους σταθμούς, ορισμένων γραμμών ακόμα και σε ορισμένα βαγόνια ορισμένων τρένων –αυτά που βρίσκονται πιο κοντά στις σκάλες ώστε να μειωθεί ο χρόνος μετεπιβίβασης από τη μια γραμμή στην άλλη (όσοι δεν έχουν πρόβλημα να περπατήσουν 50-60 μέτρα συνήθως προτιμούν τα μακρινότερα βαγόνια τα οποία, σχεδόν πάντα, είναι πολύ λιγότερο συνωστισμένα.) Και βεβαίως η αποσπασματική πραγματικότητα είναι πάντα πιο αισθησιακή από τη συνολική, όμως έτσι χάνεται η ουσία: ότι ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη –όπως μπορεί να καταλάβει κανείς από το συνδυασμό ηλικίας και ποιότητας των ρούχων και των αξεσουάρ τους- επιλέγουν να στοιβάζονται ασφυκτικά και αδιαμαρτύρητα στα τρένα αντί να πάρουν ταξί ή να απαιτήσουν εταιρικό αυτοκίνητο∙ δεν νομίζω ότι είναι πολλά μέρη στον κόσμο που μπορεί κανείς να δει κάτι τέτοιο.