
Ο Οσάμου Νταζάι (太宰 治 Νταζάι Οσάμου) γεννήθηκε (ως Σούτζι Τσουσίμα) στις 19 Ιουνίου του 1909, στην πόλη Κανάγκι του νομού Αομόρι. Ήταν το δέκατο παιδί (από τα έντεκα) μιας οικογένειας γαιοκτημόνων, η οποία ήταν από τις πιο ευκατάστατες της περιοχής, ενώ ο πατέρας του είχε εξασφαλίσει και θέση στην Άνω Βουλή (貴族院)*. Το νοικοκυριό τους αποτελούσαν ένα σωρό συγγενείς και υπηρετικό προσωπικό, ενώ την ανατροφή του είχε αναλάβει αρχικά η θεία του, την οποία φαίνεται πως για κάποιο καιρό θεωρούσε ως μητέρα του (εκείνη δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ίδιο) και στην συνέχεια μία «νταντά». Εκείνος ο οποίος έπαιξε ίσως τον κυριότερο ρόλο στην σχέση του με την οικογένειά του, ήταν ο μεγαλύτερος του αδερφός, Μπούντζι, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα τους το 1923.
Οι προσδοκίες της οικογένειας για τον Νταζάι, ο οποίος θεωρούταν έξυπνο (και σύμφωνα με την μητέρα του άσχημο) παιδί, ήταν υψηλές και ο ίδιος φαίνεται πως αρχικά έκανε ό,τι μπορούσε για να φανεί αντάξιος αυτών. Αρίστευε στο σχολείο, παρά την ευαίσθητη υγεία του, ενώ από μικρός είχε επαφή και με την λογοτεχνία και την δυτική τέχνη. Καθώς μεγάλωνε, η πίεση που ένιωθε από το περιβάλλον του άρχισε σύντομα να έχει αρνητικές επιδράσεις στην ζωή του.
Η πλούσια καταγωγή του τον βάραινε με τύψεις και κατά τα εφηβικά του χρόνια άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για την σοσιαλιστική σκέψη της εποχής, αλλά και για την συγγραφική τέχνη. Διηγήματα τα οποία έγραψε σαν μαθητής, αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε λυκείου, στην πόλη Χιροσάκι είναι χαρακτηριστικά των προβληματισμών του εκείνα τα χρόνια. Τότε ήταν (1929) που θα έκανε την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας. «Αδυνατώντας να νιώσω ικανοποίηση με οτιδήποτε, βρισκόμουν συνεχώς μπλεγμένος σε ανούσιες μάχες. Δέκα ή είκοσι στρώσεις από μάσκες κρέμονταν στο πρόσωπό μου και δεν μπορούσα καν να πω πόσο πόνο κάθε μία μου κόστιζε» θα έγραφε αργότερα σχετικά.
Το 1930 πήγε στο Τόκιο, όπου φοίτησε στο τμήμα Γαλλικής Λογοτεχνίας του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκιο. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ ωστόσο τις σπουδές του (σχεδόν ούτε καν τις άρχισε). Επιβίωνε με ένα μηνιαίο χαρτζιλίκι από την οικογένειά του, το οποίο του είχε εξασφαλίσει ο αδερφός του ώστε να καλύπτει τα έξοδα φοίτησής του και διατηρούσε μια άστατη ζωή. Περνούσε τις ημέρες του πίνοντας, συμμετέχοντας στις συναντήσεις των αριστερών του «φίλων-συντρόφων», τους οποίους δεν δίσταζε να στηρίζει οικονομικά, έκανε θελήματα για το (παράνομο τότε) Κομμουνιστικό κόμμα.
Η σύνδεσή του όμως με το αριστερό κίνημα είναι αμφίβολο πως αποτέλεσε ποτέ κάτι βαθύτερο από ένα είδους «χόμπι» για τον ίδιο. Μπορεί να υποτεθεί πως οι σχετικές αναφορές που κάνει στο έργο του ««Δεν ήμουν πια άνθρωπος (人間失格)»** (1948) εκφράζουν την πραγματική του προσέγγιση σε αυτό. Αναφέρει λ.χ. « Ο μόνος μου λόγος ανέκαθεν για να βοηθάω την ομάδα ήταν το ενδιαφέρον μου με τον παραλογισμό της και το να εμπλακώ τόσο πολύ ήταν μια αρκετά απρόβλεπτη συνέπεια του αστείου μου.». Κατά κάποιους μελετητές βέβαια η επιρροή του Κομμουνισμού στο έργο του ήταν πολύ βαθύτερη απ’ ό,τι συχνά αναφέρεται.
Ήθελε να παντρευτεί την γκέισα Ογιάμα Χάτσουγιο, την οποία είχε γνωρίσει στο Χιροσάκι και με την οποία πλέον συζούσε στο Τόκιο. Ανέβαλε ωστόσο την επιθυμία του αυτή ύστερα από την πίεση του αδερφού του, ο οποίος τον έπεισε να την αφήσει υπό την προστασία του, μιας και η σχέση του αυτή δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την οικογένειά του, την εικόνα της οποίας ο Νταζάι έμοιαζε σχεδόν επίτηδες να τείνει συνεχώς να αμαυρώνει.
Τότε ήταν (τον Νοέμβριο του 1930) που ο Νταζάι θα προσπαθούσε για πρώτη φορά να αποπειραθεί διπλή αυτοκτονία (心中), με την Τανάμπε Σιμέκο, μια συνοδό μπαρ της Γκίνζα, λαμβάνοντας μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών και πέφτοντας στην θάλασσα της Καμάκουρα. Σε αντίθεση με την Τανάμπε, ο Ντάζαϊ επέζησε και το περιστατικό αυτό (όπως τόσα άλλα) έγινε αργότερα υλικό των έργων του (λαμβάνοντας διάφορες κάθε φορά εκδοχές). Καθώς ανάρρωνε, έγραψε επίσης το διήγημα «Ντόκε νο χανά (道化の華)» (κυκλοφόρησε το 1935), το οποίο «περιγράφει» το γεγονός.
Μετά το περιστατικό, υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τον αδερφό του, σύμφωνα με το οποίο θα δίνονταν στον Νταζάι 120 γιεν το μήνα (έως τον Απρίλιο του 1933), με την προϋπόθεση πως θα έμενε με την Ογιάμα (την οποία του επιτράπηκε να παντρευτεί άτυπα, καθώς η γιαγιά του δεν μπορούσε να αποδεχτεί το όνομα μιας γκέισας στο οικογενειακό μητρώο) και πως θα απέφευγε οτιδήποτε ενέπλεκε το σοσιαλιστικό κίνημα, την αστυνομία, την μη συμμόρφωση με τις σπουδές του, την σπατάλη χρημάτων. Ένα χρόνο αργότερα, όταν η αστυνομία τον αναζήτησε στο Αομόρι, το συμβόλαιο ήταν άκυρο. Ο αδερφός του όμως εν τέλει, τον έπεισε κρυφά να εμφανιστεί στην αστυνομία και να ορκιστεί την μη συνέχιση των επαφών του με το αριστερό κίνημα (με αντάλλαγμα την συνέχιση της οικονομικής υποστήριξης). Ο Ντάζαϊ δεν ενεπλάκη ξανά με αυτό.
Η σχέση του με την Ογιάμα επίσης ήταν σε κρίση, όταν ο Νταζάι ανακάλυψε τις απιστίες της. Σκεφτόταν και πάλι την αυτοκτονία. Τότε ξεκίνησε να γράφει το διήγημα «Αναμνήσεις (思い出)», το οποίο όπως αργότερα έγραφε, θα αποτελούσε την διαθήκη του. Σε αυτό αναφέρει: «Στο τέλος, ανακάλυψα μια βαλβίδα ασφαλείας, μια μίζερη μικρή βαλβίδα ασφαλείας – το γράψιμο.». Αποφάσισε τότε να υιοθετήσει το ψευδώνυμο, Νταζάι Οσάμου, και να ορίσει τον τίτλο του πρώτου του σημαντικού έργου ως συγγραφέα (αν εξαιρέσουμε τις ιστορίες του σε σχολικά περιοδικά κ.α.): τη συλλογή «Ύστερα χρόνια (晩年)», η οποία δημοσιεύτηκε το 1936 και περιλάμβανε ιστορίες του (δεκαπέντε στο σύνολο, γραμμένες μεταξύ 1933-5) όπως τα «Αναμνήσεις», «Φύλλα (葉)», «Ενάντια στη Ροή (逆行)» .
«Ήταν ένας γέρος. Μόλις είχε διανύσει τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά του. Ωστόσο […] έζησε κάθε χρόνο που ένας συνηθισμένος άνδρας ζει, τρεις ή τέσσερις φορές. Δύο φορές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει […] Τρεις φορές ρίχτηκε στο κρατητήριο […] Έχει γράψει πάνω από εκατό ιστορίες αλλά δεν έχει πουλήσει μία» έγραφε στο «Ενάντια στη Ροή». Οι «Αναμνήσεις» μάλιστα ήταν το πρώτο του έργο που έλαβε θετικά σχόλια από τον συγγραφέα Ιμπούσε Μασούτζι (井伏 鱒二 , 1898-1993), τον οποίο είχε «επιλέξει»*** ο Νταζάι για κάτι σαν μέντορα του, ενώ κάποιες από τις ιστορίες του άρχισαν να δημοσιεύονται και σε περιοδικά και να κινούν αμυδρά το ενδιαφέρον του κοινού.
Συνέχισε να παραμελεί τις σπουδές του και όταν πια αναγκαστικά τις διέκοψε, αναζήτησε μάταια δουλειά σε μια εφημερίδα. Τον Μάρτιο του 1935, έχοντας περάσει την νύχτα πίνοντας στην Γιοκοχάμα, πήγε στην Καμάκουρα όπου αποπειράθηκε να κρεμαστεί. Η απόπειρα και πάλι απέτυχε και αποτέλεσε περιεχόμενο για το διήγημά του «Ο Θεός της Φάρσας (狂言の神)» (1936). Τον επόμενο μήνα η υγεία του κλονίστηκε από οξεία σκωληκοειδίτιδα (η οποία εξελίχθηκε σε περιτονίτιδα) και ύστερα από μια δύσκολη εγχείρηση, ο Νταζάι άρχισε να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες παυσίπονων, καταλήγοντας στον εθισμό και διανύοντας μία από τις χειρότερες περιόδους της ζωής του.
Συγκέντρωσε χρέη, δανειζόμενος από κάθε δυνατή πηγή, για να καλύψει το κόστος αγοράς των ουσιών. Πούλησε όλα του χειρόγραφα και έγραφε ιστορίες για να τα βγάζει πέρα. «Αυτή είναι μια ιστορία για να διαβαστεί από άτομα που έχουν χάσει την ελπίδα», ανέφερε σε μία από αυτές. Ήθελε απελπισμένα να κερδίσει το νέο «Βραβείο Ακουταγκάουα»****, το οποίο προοριζόταν για συγγραφείς μη ακόμη αναγνωρισμένους και συνοδευόταν από σημαντικό οικονομικό έπαθλο και εκδοτική συμφωνία. Όταν αυτό δεν έγινε, έστειλε μια γεμάτη αγανάκτηση και σύγχυση ανοιχτή επιστολή στον συγγραφέα Καουαμπάτα Γιασουνάρι (川端 康成, 1899-1972), ο οποίος ήταν στην επιτροπή και ήταν αντίθετος στο να δοθεί το έπαθλο στον Νταζάι.
Εισήχθη σε νοσοκομείο για θεραπεία από την εξάρτησή του, ύστερα από προτροπή του συγγραφέα Σάτο Χάρουο (佐藤 春夫, 1892-1964), ο οποίος είχε επαινέσει παλαιότερα το έργο του, αλλά λίγες ημέρες αργότερα την εγκατέλειψε για ένα γλέντι με τον συγγραφέα Νταν Κάζουο (檀 一雄, 1912-1976). Παράλληλα, εξέδωσε το έργο του «Άνοιξη της Φαντασίας (虚構の春)» (1936), για να λάβει παράπονα από σειρά συγγραφέων των οποίων τα γράμματα είχε χρησιμοποιήσει σε αυτό χωρίς την άδειά τους.
Επιπλέον, οι σχέσεις του με τον Σάτο βρέθηκαν σε κρίση, όταν εκείνος βρήκε στον Νταζάι (ύστερα από μεγάλη πίεση του) εκδότη για μία από τις ιστορίες του και εκείνος τελικά επέλεξε άλλον. Το ότι ο Σάτο ήταν στην επιτροπή του «Βραβείου Ακουταγκάουα» έκανε τον Νταζάι να τον ενοχλεί συνεχώς, στέλνοντας του γράμματα και ζητώντας του υποστήριξη. Όταν όμως αποφασίστηκε πως στον τρίτο κύκλο του βραβείου θα αποκλείονταν παλιοί υποψήφιοι, ο Νταζάι πήγε μέχρι το σπίτι του Σάτο και άρχισε να πετάει πέτρες στην οροφή.
Παρά την δημοσίευση του «Ύστερα Χρόνια» το 1936, η εξάρτησή του χειροτέρευε και με τις προσπάθειες της συζύγου του Ογιάμα, του Ιμπούσε και του Σάτο και χωρίς την συγκατάθεσή του, κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί έγραψε το «Human Lost» (εκδόθηκε το 1937) και ύστερα από μια βασανιστική διαμονή, μπόρεσε να ξεπεράσει την εξάρτησή του και να αφήσει την κλινική.
Έμαθε ότι η γυναίκα του είχε σχέσεις με έναν από τους «φίλους» του και η λύση και πάλι αναζητήθηκε σε άλλη μία (αποτυχημένη) απόπειρα διπλής αυτοκτονίας με την Ογιάμα (από υπερβολική δόση υπνωτικών). Μετά από το γεγονός αυτό οι δρόμοι τους χώρισαν και ο Νταζάι πήγε να ζήσει, ύστερα από προτροπή του Ιμπούσε, σε ένα πανδοχείο στην περιφέρεια Γιαμανάσι. Κανονίστηκε από τον Ιμπούσε ο δεύτερος του γάμος (1939) και ο ίδιος φάνηκε να κατασταλάζει με τη νέα του σύζυγο, Μίτσκο Ισιχάρα, ενώ το 1841 γεννήθηκε και η πρώτη τους κόρη, Σονόκο.
Τότε δημοσίευσε και την συλλογή «Οι εκατό όψεις του Φούτζι (富嶽百景) » (1939), το πρώτο έργο του όπου εμφανίζει μια πιο θετική εικόνα του εαυτού του. Άλλα από τα έργα του της εποχής είχαν σαφώς επιρροές από δυτικές ιστορίες [όπως το «Τρέξε Μέλος (走れメロス, 1940)*****»], κάποια βρήκαν έμπνευση σε κλασσικά κείμενα της ιαπωνικής παράδοσης, ενώ έγραψε και ένα διήγημα (σε αρκετά χιουμοριστική διάθεση) σε μορφή θεατρικού έργου [«Σύγχρονος Άμλετ (新ハムレット, 1941»)].
Κατά την διάρκεια του πολέμου η φήμη του ως συγγραφέα εδραιώθηκε [είχε μάλιστα αναλάβει και μαθητές, ένας από τους οποίους ήταν ο συγγραφέας Τανάκα Χιντεμίτσου (田中 英光, 1913-1949)], ενώ απέκτησε οικονομική ανεξαρτησία. Είχε κριθεί ακατάλληλος να υπηρετήσει στον στρατό και περνούσε τις ημέρες του με την οικογένειά του, συνεχίζοντας να γράφει (κάποια από τα έργα του βέβαια έπεσαν θύμα της λογοκρισίας της εποχής).
Τα χρόνια αυτά βρέθηκε αρκετές φορές στο Τσούγκαρου (τη χερσόνησο όπου βρισκόταν η γενέτειρά του) και έμεινε εκεί, μέχρι το 1946, με την οικογένειά του (η μητέρα του πέθανε το 1943), όταν το σπίτι τους στο Τόκιο υπέστη ζημιές από βομβαρδισμό. Αποτέλεσμα των περιπλανήσεων του εκεί ήταν το «Τσούγκαρου (津軽)» (1944), ένα είδος ταξιδιωτικού ημερολογίου-νουβέλας, που μεταξύ άλλων περιγράφει την συγκινητική συνάντησή του με την νταντά των παιδικών του χρόνων. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Μασάκι, ενώ το 1947 γεννήθηκε και η δεύτερη του κόρη Σάτοκο, η οποία ως Γιούκο Τσουσίμα (津島 佑子) θα γινόταν αργότερα γνωστή συγγραφέας. Την περίοδο μετά τον πόλεμο συνέχισε να γραφεί και οι μέρες του «περιγράφονται» σε πολλές μικρές ιστορίες.
Γυρνώντας στο Τόκιο μετά τον πόλεμο, με ταλαιπωρημένη υγεία, ο περίγυρος, οι «δαίμονές» του, ο ίδιος, όλα δεν τον άφηναν να αλλάξει όντως την πορεία της ζωής του. Άρχισε και πάλι να πίνει και να συνάπτει σχέσεις με διάφορες γυναίκες. Το 1947 εκδόθηκε η πλέον γνωστή του νουβέλα, «Ήλιος που Δύει (斜陽)». Η φράση μάλιστα, «斜陽族 (άνθρωποι του δύοντος ηλίου)», αναφερόμενη στα μέλη της αριστοκρατίας που έπεσαν θύματα (όπως οι πρωταγωνιστές της νουβέλας) των μεταπολεμικών αλλαγών, έγινε κοινή στην Ιαπωνική γλώσσα. Η ιστορία ήταν βασισμένη στο ημερολόγιο της Ότα Σίζουκο, ερωμένης και θαυμάστριας του Νταζάι (με την οποία απέκτησε και μια κόρη, Χάρουκο). Περιγράφει τη ζωή της προερχόμενης από την αριστοκρατία πρωταγωνίστριας (με την άρρωστη μητέρα και τον εθισμένο στις ουσίες αδερφό της) τα χρόνια μετά τον πόλεμο και την σχέση της με έναν παντρεμένο συγγραφέα του οποίου το παιδί αποφάσισε να κυοφορήσει. Η παρουσία του Νταζάι στο έργο, τους χαρακτήρες και την τραγικότητά τους είναι και πάλι έντονη.
Ο Νταζάι την περίοδο αυτή παραμελούσε την οικογένειά του και σπαταλούσε όσα χρήματα κέρδιζε. Στο διήγημα του «Κεράσια (桜桃)» (1947) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι ο παλιάτσος της οικογένειας. Επιτρέψτε μου να το πω έτσι. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φοράω ένα χαρούμενο πρόσωπο στην τεράστια ποσότητα άγχους και ψυχικής αγωνίας που νιώθω. Και όχι, δεν είναι μόνο στο σπίτι που το κάνω αυτό. Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πόσο καταθλιπτικός είμαι, ανεξάρτητα από το πόσο σωματικό πόνο έχω, κάνω απεγνωσμένα το καλύτερο δυνατό για να δημιουργήσω μια ευχάριστη διάθεση γύρω μου. Στη συνέχεια, σαν χωρίσουμε, κατρακυλώ στην κόπωση και σκέφτομαι μόνο τα χρήματα, την ηθική και την αυτοκτονία».
Η νουβέλα του «Δεν ήμουν πια άνθρωπος (人間失格)», κατά πολλούς το χαρακτηριστικότερο του έργο, εκφράζει ίσως καλύτερα από όλα του τα έργα τον ψυχισμό του. Όπως αναφέρει ο γνωστός μελετητής και μεταφραστής του, Donald Keene (1922-2019), ο πρωταγωνιστής σε αυτό καθίσταται ακατάλληλος για άνθρωπος, καθώς σε αντίθεση με τους ανθρώπους, εκείνος είναι ευαίσθητος στην ανειλικρίνεια, στα αλληλοσυγκρουόμενα κίνητρα των άλλων, στην πληκτικότατα του κόσμου και στις απολαύσεις του. Ζει στην δυστυχία ωστόσο στην πράξη, απλώς κατέχει κάποιες από τις ανθρώπινες αρετές σε ακραίο, ανυπόφορο βαθμό. Και έτσι φτάνουμε στο τέλος του βιβλίου, για να αντιληφθούμε την ανικανότητα του πρωταγωνιστή να αντιληφθεί την πραγματική του φύση. «Ήταν ένας άγγελος» εξομολογείται στον αφηγητή, στην τελευταία φράση του βιβλίου, μία ιδιοκτήτρια μπαρ που τον γνώριζε.
Το τελευταίο του έργο, σε χιουμοριστικό ύφος και υπό τον τίτλο «Αντίο (グッドバイ)», έμεινε ατελείωτο. Στις 13 Ιουνίου του 1948, μαζί με την Τομίε Γιαμαζάκι, μία χήρα με την οποία είχε σχέση, αποπειράθηκαν άλλη μία διπλή αυτοκτονία, βουτώντας στα νερά του υδραγωγείου Ταμαγκάουα. Οι σοροί τους βρέθηκαν στις 19 Ιουνίου του 1948, στα 39α γενέθλιά του. Όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες καταστάσεις, υπάρχει η φήμη πως αυτή τη φορά ο Νταζάι έπεσε θύμα της Τομίε και πως το περιστατικό ήταν δολοφονία μεταμφιεσμένη σε αυτοκτονία.
Ο «συγγραφέας της απόγνωσης» όπως έχει χαρακτηρισθεί από κάποιους, άνηκε στην ανομοιόμορφη ομάδα «Μπουράϊ Χα (無頼派)», μια ομάδα συγγραφέων που αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έγραψαν έργα φαντασίας, διατηρούσαν έντονη ζωή και εξέφραζαν την δυσαρέσκεια και απογοήτευσή τους για τον κόσμο γύρω τους, με τραγικότητα και χλεύη, με την ιδέα πως στέκονταν ενάντια στο κατεστημένο της εποχής [μέλη της ήταν συγγραφείς όπως οι Σακαγκούτσι Άντο (坂口 安吾, 1906-1955) και Όντα Σακουνόσουκε (織田 作之助, 1913-1947)].
Στα έργα του Νταζάι μύθος και πραγματικότητα δύσκολα ξεχωρίζουν. Ο ίδιος βρίσκεται μέσα σε αυτά, αλλά όπως γράφει ο Keene στην εισαγωγή του για την αγγλική μετάφραση του «Δεν ήμουν πια άνθρωπος», πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε το βιβλίο αυτό (όπως και τα υπόλοιπα του βιβλία) ως μια μετά βίας μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία. Όπως ισχυρίζεται αλλού άλλωστε, ο Νταζάι έμοιαζε από παιδί ανίκανος να πει την αστόλιστη αλήθεια.
Σήμερα τα έργα του συνεχίζουν να τραβούν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και όχι μόνο. Οι ιστορίες των βιβλίων του, αλλά και του ιδίου, έχουν αποτελέσει μεταξύ άλλων, βάση για πληθώρα ταινιών, σειρών (άνιμε και μη), βιβλίων και μάνγκα. Συχνά αναφέρεται η απήχησή των έργων του στους νέους, οι οποίοι νιώθουν να ταυτίζονται με τους χαρακτήρες του και να ελκύονται από τα πάντοτε διαχρονικά θέματα τους, όπως η κατάθλιψη, η αλλοτρίωση, η κοινωνική απομόνωση, οι απαγορευμένες σχέσεις, οι εξαρτήσεις κ.α.. Κάθε χρόνο, στις 19 Ιουνίου, μαζεύεται κόσμος σε όλη τη χώρα, σε συγκεντρώσεις εορτασμού και πένθους στο όνομά του. Ο Νταζάι αποτελεί «μια φιγούρα ξεχωριστή στην μοντέρνα Ιαπωνική λογοτεχνία» για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι τα λόγια του Keene.
*Την εποχή εκείνη, όσοι πλήρωναν υψηλή φορολογία αποκτούσαν το δικαίωμα εκλογής εκπροσώπων (ενός από την κάθε περιφέρεια) στην Άνω Βουλή.
** Κυκλοφόρησε στα Ελληνικά τον Σεπτέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση από τα Ιαπωνικά του Ιαπωνολόγου Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου.
*** Ο ίδιος θυμόταν αργότερα πως το 1930 ο Νταζάι του είχε γράψει πως θα αυτοκτονούσε εάν εκείνος αρνούταν να τον συναντήσει.
**** Δημιουργήθηκε το 1935 στη μνήμη του συγγραφέα Ακουταγκάουα Ριονόσουκε (1892-1927), του οποίου η αυτοκτονία είχε επηρεάσει αρκετά τον νέο τότε Νταζάι.
***** Το «走れメロス» έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στα Ελληνικά και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Δάμων και Φιντίας. Πέντε εκδοχές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (2016) σε μετάφραση της Άντας Μαργαρίτη.