
Είμαι σίγουρος ότι αν οι σαμουράι προέρχονταν από μια άλλη χώρα, η φήμη τους δε θα ήταν ούτε το ένα δέκατο της σημερινής –οι ρωμαίοι του Καίσαρα, οι έλληνες του Αλέξανδρου, οι σαρακηνοί του Σαλαντίν, οι μογγόλοι του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου και οι Ζουλού του Σάκα ήταν τουλάχιστον εξίσου ανδρείοι και μάλιστα δοκιμάστηκαν απέναντι σε πολύ περισσότερους και διαφορετικούς εχθρούς, όμως οι σαμουράι κατάφεραν να κερδίσουν για τον εαυτό τους μια από τις πιο προβεβλημένες θέσεις στην ιστορία των στρατών και των πεδίων των μαχών. Γενναίοι –σχεδόν αδιάφοροι απέναντι στο θάνατο- με έναν αυστηρό κώδικα ηθικής, πειθαρχημένοι πέρα από κάθε ανθρώπινο όριο και οπλισμένοι με τα σπαθιά-έργα τέχνης κατάνα, μπόρεσαν να σπάσουν τα δεσμά των βιβλίων ιστορίας και να ταυτιστούν με την έννοια του «ευγενούς πολεμιστή», ένα ιδεώδες που έχει αποτελέσει τη βάση για εκατοντάδες ρομαντικά έργα τέχνης ήδη από την εποχή που εμφανίστηκαν σαν τάξη στην Ιαπωνία, την εποχή του πολέμου Γκενπέι μεταξύ των πατριών Τάιρα και Μιναμότο (1180-1185).
Η ουσιώδης λέξη είναι το «ρομαντικά»: καμία ιστορία δεν πιστοποιεί ότι οι ιάπωνες πολεμιστές της φεουδαρχικής εποχής ήταν έστω και ελάχιστα διαφορετικοί από τους μη-ιάπωνες ομόλογούς τους∙ το πιο ειρωνικό μάλιστα είναι ότι ακόμα και η ίδια η λέξη «σαμουράι» προέρχεται από την περίοδο Έντο, όταν οι πόλεμοι έληξαν και οι μέχρι πρότινος πολεμιστές αντάλλαξαν τις πανοπλίες τους με μεταξωτά κιμονό, μεταμορφώθηκαν σε κυβερνητικούς υπαλλήλους και τα ξίφη, που ποτέ δεν υπήρξαν κύριο όπλο μάχης ούτως ή άλλως, μετατράπηκαν σε σύμβολο της εξουσίας τους. Ο διάσημος «κώδικας Μπουσίντο» είναι κατά κύριο λόγο μια μεταγενέστερη φαντασίωση, η «μέχρι θανάτου αφοσίωσή» τους άλλαζε κατεύθυνση και αντικείμενο ακόμα και στο πεδίο της μάχης και το διαβόητο σεππούκου/χαρακίρι δεν ήταν «ύστατη πράξη αξιοπρέπειας» αλλά συνήθως ένας τρόπος εκτέλεσης με τον επαγγελματία αποκεφαλιστή να στέκεται πάνω από τον «αυτόχειρα» για να τον απαλλάξει από την επιθανάτια αγωνία του.
Όμως λίγοι τα ξέρουν όλα αυτά και από αυτούς που τα ξέρουν, ελάχιστοι ενδιαφέρονται. Όπως ο Αχιλλέας, ο Ζίγκφριντ, ο Μπέογουλφ ή ο Αρθούρος και ο Λάνσελοτ, οι σαμουράι είναι μύθος και σαν τέτοιος δε δεσμεύονται από κανέναν κανόνα πραγματικότητας∙ και βέβαια, όπως όλοι οι καλοί μύθοι, έχουν και αυτοί κάποιο δεσμό με την ιστορία ώστε να μην μπορεί κανείς να τους θεωρήσει απολύτως φανταστικούς. Οι δε ιάπωνες, εξακολουθούν να τους απεικονίζουν ανάλογα όπως κάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου με τους μυθικούς τους ήρωες –μεγαλόπρεποι όπως ο Ντάτε Μασαμούνε στο κάστρο του Σεντάι ή σε ώρα δράσης όπως ο Κουσουνόκι Μασασίγκε στο πάρκο του αυτοκρατορικού ανακτόρου στο Τόκιο ή όπως ο Μιναμότο νο Γιοσιτσούνε στο Σιμονοσέκι συμβολίζουν, όπως όλοι οι μύθοι, όλα όσα θα ήθελε να πιστεύει για τον εαυτό του ο λαός που τους γέννησε. Και παρότι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πραγματικότητα, αυτή που περιλαμβάνει και τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους είναι πολύ πιο ελκυστική.