Όσοι ξέρουν κάπως από Τόκιο και έχουν αντιληφθεί τις προτιμήσεις μου για τους ανατολικούς δήμους, το παλιό «σιταμάτσι», μάλλον δε θα εκπλαγούν ακούγοντας την απέχθειά μου για το Ροπόνγκι∙ οι Ιάπωνες αντίθετα συχνά παραξενεύονται, θεωρώντας ότι όντας ξένος εκεί είναι που θα έπρεπε να αισθάνομαι πιο οικεία: η περιοχή που πήρε την ονομασία της από έξι μεγάλα δέντρα κεγιάκι/ζέλκοβες ή γκίνκο –κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πια καθώς το τελευταίο κάηκε στους βομβαρδισμούς του 1945- υπήρξε «διεθνής» ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Τάισο (1912-1926) λόγω των πρεσβειών των ξένων χωρών και αργότερα, την εποχή του γιού του, του αυτοκράτορα Σόουα (1926-1989) από τους ίδιους τους στρατιώτες που εκτός από το μεγάλο δέντρο έκαψαν και το Ροπόνγκι και όλο το υπόλοιπο Τόκιο. Ιδιαίτερα μετά την αμερικανική κατοχή, η περιοχή εδραίωσε τη φήμη της σαν το κέντρο του κοσμοπολιτισμού του Τόκιο με εστιατόρια από δεκάδες ξένες κουζίνες και κλαμπ και μπαρ κάθε είδους στα οποία συνωστίζονται κάθε μέρα και κάθε νύχτα χιλιάδες μη-Ιάπωνες και οι Ιάπωνες που θέλουν να τους συναναστρέφονται.
Όμως εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημά μου: όλα τα παραπάνω δίνουν στο Ροπόνγκι μια αφύσικη απόχρωση –σαν να μην πρόκειται για μια περιοχή του Τόκιο αλλά για ένα κομμάτι του Χονγκ-Κονγκ που μεταφυτεύτηκε νότια και ανάμεσα στους κήπους των ανακτόρων και στο τέμενος Μέιτζι Τζίνγκου. Και που, προκειμένου να μη χαθεί κάτω από τον υπερυψωμένο αυτοκινητόδρομο Σούτο που οδηγεί στα νότια και που στεγάζει την περιβόητη διασταύρωση που ακόμα και οι Ιάπωνες αποκαλούν «crossing», χρειάστηκε ένα ορόσημο ύψους 238 μέτρων και 54 ορόφων: το «RoppongiHills», δημιούργημα του πιο φιλόδοξου κατασκευαστή της Ιαπωνίας, του Μινόρου Μόρι, μοντέλο για το Τόκιο του 21ου αιώνα και γυάλα μέσα στην οποία κατοικούν περί τις 2000 άνθρωποι και εργάζονται περί τις 20.000 υπό τα βλέμματα περίπου 100.000 επισκεπτών που περνούν από εκεί κάθε μέρα για να ψωνίσουν σε κάποια από τα πανάκριβα καταστήματά του, να φάνε σε κάποια από τα δεκάδες εστιατόριά του ή να δουν ταινίες στους κινηματογράφους της Toho ή κάποια έκθεση στο Μουσείο Μόρι.
Το όραμα του Μινόρου Μόρι ήταν να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο ζωής στο Τόκιο δημιουργώντας ένα αυτάρκες σύμπλεγμα ζωής, εργασίας και αναψυχής συγκεντρώνοντας τα πάντα στα ίδια 109.000 τετραγωνικά μέτρα και υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι η κρίση που ακολούθησε τη φούσκα της δεκαετίας του 1980 πέρασε και ότι η Ιαπωνία έχει μπει σε μια νέα τροχιά. Και ίσως το «RoppongiHills» να λειτουργεί όντως έτσι για τους υπαλλήλους της Google, της Ferrari, της Goldman Sachs ή των υπολοίπων εταιρειών που στεγάζονται μέσα του και που ζουν στα κτήριά του –δεν το ξέρω αλλά το υποπτεύομαι κάθε φορά που βλέπω τον αυτάρεσκο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται οι άνθρωποι αυτοί, Ιάπωνες και ξένοι. Στα δικά μου μάτια πάντως, το υπερ-συγκρότημα είναι ακριβώς αυτό που δεν είναι το Τόκιο: ένα ανόργανο και άψυχο μνημείο ματαιοδοξίας, όχι μόνο των δημιουργών του αλλά και όσων περιφέρονται καθημερινά στους παράλογα σχεδιασμένους διαδρόμους του, εθελούσια φυλακισμένοι σε ένα πάρκο αναψυχής. Η Γκίνζα απέχει μόλις 15 λεπτά με το τρένο –αναρωτιέμαι γιατί κανείς δε στράφηκε προς αυτή για να πάρει ιδέες σχετικά με το πώς θα μπορούσε να είναι πραγματικά το σύγχρονο Τόκιο;