Δεν ήταν οι σεισμοί ή τα τσουνάμι η μεγάλη καταστροφή που τρόμαζε και τρομάζει τους κατοίκους του Τόκιο –για να αντιμετωπίσουν τους πρώτους επινόησαν μεθόδους κατασκευών που θα άντεχαν και για τα δεύτερα, υπήρχε ο φυσικός κυματοθραύστης του βραχίονα της χερσονήσου Τσίμπα. Ο πραγματικός φόβος και ο τρόμος μια πόλης όπου τα αντισεισμικά πλην ξύλινα, χάρτινα και αχυρένια σπίτια είναι χτισμένα τόσο κοντά το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν η φωτιά. Και παρότι τα σημερινά υλικά προσφέρουν μια πολύ καλύτερη άμυνα, στη συνείδηση των κατοίκων του Τόκιο πέρασε ο φόβος των προγόνων τους της εποχής του Έντο για το τέρας που μπορεί μέσα σε μια ώρα να πάρει χιλιάδες ζωές με τον πιο φριχτό τρόπο και ο σεβασμός γι αυτούς που όταν όλοι τρέχουν μακριά από τη φωτιά, τρέχουν προς το μέρος της για να την πολεμήσουν. Σήμερα τους λένε «σόμποσι» (消防士) όμως όλοι ξέρουν και την παλιά ονομασία: «χικέσι» (火消し) –«αυτοί που σβήνουν τις φωτιές».
Αρχικά σχηματίστηκαν για να προστατεύουν τους σογκούν Τοκουγκάουα στο κάστρο τους και τους ντάιμιο, τους φεουδάρχες που ανάγκαζαν να ζουν στο Έντο όμως πολύ σύντομα ο απλός κόσμος απέκτησε τους δικούς του καθώς οι πυρκαγιές ήταν τόσο συνηθισμένη υπόθεση που ο κόσμος τις αποκαλούσε, μαζί με τους καυγάδες, «λουλούδια του Έντο». Στρατολογημένοι από τις τάξεις των εργατών οικοδομών που ήταν εξοικειωμένοι να δουλεύουν σε σκαλωσιές (και που μπορούσαν να γκρεμίσουν πολύ γρήγορα ένα σπίτι καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να εμποδίσουν την εξάπλωση της φωτιάς) και με σύμβολά τους τα μεγάλα λάβαρα ματόι (纏), τις σκάλες, τις αξίνες, τα σακάκια χάντεν (半纏) που μούσκευαν με νερό για να μπορούν να μπαίνουν μέσα στη φωτιά και τα ολόσωμα τατουάζ που χρησίμευαν για λόγους αναγνώρισης όταν εκείνη αποδεικνυόταν δυνατότερη, πολύ σύντομα έγιναν οι προστάτες-άγγελοι του Έντο.
Η σημερινή πυροσβεστική υπηρεσία του Τόκιο είναι από τις πιο σύγχρονες στον κόσμο. Όμως οι χικέσι υπάρχουν ακόμα για να κρατούν ζωντανή τη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών από τις μικρές και μεγάλες πυρκαγιές του Έντο και του πρώιμου Τόκιο. Μπορεί στην καθημερινή τους ζωή να φορούν τις συνηθισμένες εργατικές στολές, όμως στα πανηγύρια της πόλης, ανασύρουν τα χαντέν τους με τα έντονα χρώματα, τα κεφαλομάντηλα, τα αχυρένια σανδάλια ουάρατζι (草鞋) και, πιο σπάνια, τα ματόι τους και βγαίνουν στους δρόμους, επικεφαλής των περιφορών των ομικόσι. Κι αν είναι κανείς τυχερός θα τους πετύχει να στήνουν σκάλες και να εκτελούν περίτεχνα ακροβατικά γυμνάσματα ή να τραγουδούν το «κιγιάρι» (木遣), το μακρόσυρτο σκοπό-ύμνο τους που σε κάνει να ανατριχιάζεις καθώς πίσω από το νταηλίκι και την αψηφισιά απέναντι στο κόκκινο κτήνος κρύβει το θρήνο για τα θύματά του.