Ο Ογκιού Σοράι (荻生徂徠, 1666-1728) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της περιόδου Έντο (1603-1868). Η συμβολή του στη μελέτη της Κομφουκιανικής σκέψης και της «σχολής» που αργότερα ο Ινούε Τετσουτζίρο (井上 哲次郎, 1855-1944) θα αποκαλούσε σχολή της «Αρχαίας Μάθησης (Κόγκακου -古学派)» ήταν ιδιαίτερα επιδραστική. Στράφηκε εναντίον του Νέο-Κομφουκιανισμού και ενθάρρυνε την μελέτη των κλασικών κειμένων του κινεζικού πολιτισμού (από εδώ και πέρα ως Κλασικά κείμενα), τα οποία πίστευε πως περιείχαν την ουσία των διδαχών των μεγάλων Σοφών (聖人)1 της αρχαιότητας, οι οποίοι είχαν θέσει τις βάσεις της κοσμικής λειτουργίας.
Κατά τον ίδιο, οι σύγχρονοί του είχαν σχηματίσει λανθασμένες αντιλήψεις για τον Κομφουκιανισμό και τα Κλασικά κείμενα, λόγω της μη σωστής ερμηνείας-ανάγνωσης τους, ενώ αυτά αποτελούσαν τη μόνη πηγή για την εκμάθηση και κατανόηση των όσων άφησαν πίσω τους οι αρχαίοι Σοφοί. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις υλικές και άυλες ανάγκες του ανθρώπου, είχαν δημιουργήσει σειρά διδαγμάτων και πρακτικών για να τον καθοδηγούν. Αυτές είχαν αποτυπωθεί στα Κλασικά κείμενα, τα οποία με προσοχή έπρεπε να μελετώνται. Ωστόσο, με τα χρόνια οι μελετητές, μη κατανοώντας τη χρησιμότητά τους αυτή, ξέφυγαν από την ουσία τους. Η επιστροφή επομένως στις διδαχές τους ήταν η μόνη επιλογή για την πρόοδο της κοινωνίας.
Ο Ογκιού Σοράι γεννήθηκε το 1666 στο Έντο. Ήταν ο δεύτερος γιος ενός γιατρού-σαμουράι (η καταγωγή του από οικογένεια σαμουράι υπήρξε κεντρικό στοιχείο στην ανάπτυξη της σκέψης του), ο οποίος το 1671 υπηρέτησε και ως προσωπικός γιατρός του ντάιμιο (τοπικού άρχοντα) του Τατεμπαγιάσι (και αργότερα σόγκουν), Τοκουγκάουα Τσουναγιόσι (徳川 綱吉, 1646-1709). Πέρασε άνετα τα παιδικά του χρόνια, στον περίγυρο του κάστρου του σόγκουν και άρχισε από νωρίς να μελετά κλασικά κινέζικα με τον πατέρα του. Το 1680 έχασε τη μητέρα του.
Στην ηλικία των έντεκα (1677) ο Σοράι ξεκίνησε να φοιτά στην Κομφουκιανική σχολή του οίκου Χαγιάσι. Το 1679 ωστόσο, ο πατέρας του εξορίστηκε (μαζί με την οικογένειά του) από το Έντο (δεν είναι γνωστός ο λόγος) και ο νεαρός Σοράι αναγκάστηκε να συνεχίσει τη μελέτη από μόνος του, στο χωριό Χόννο της επαρχίας Κάζουσα, όπου η οικογένεια είχε συγγενείς και εγκαταστάθηκε. Η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν απότομη, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης στο Χόννο διέφεραν σημαντικά από αυτές στο πολύβουο Έντο. Αργότερα παρ’όλα αυτά, ο Σοράι θα έγραφε πως η «απομόνωση» αυτή από το Έντο, του είχε επιτρέψει να αποκτήσει από νωρίς σημαντική γνώση, αλλά και να αφοσιωθεί στη μελέτη χωρίς τους περισπασμούς της πόλης.
Τα χρόνια εκεί λοιπόν, τα πέρασε διαβάζοντας, επανειλημμένα και με φιλολογική ματιά, βασικά κείμενα της κινεζικής γραμματείας, ώστε να τα κατανοήσει σε βάθος. Παράλληλα, εντρύφησε και στη μελέτη της κινεζικής γλώσσας (προφορικής και γραπτής), κάτι που αργότερα αποτυπώθηκε σε διάφορα συγγράμματά του, με γνωστότερο το «Εργαλείο Μετάφρασης (訳文筌蹄)» (ξεκίνησε πιθανώς να το γράφει το 1691, ο πρώτος τόμος δημοσιεύτηκε το 1715 και το υπόλοιπο μετά το θάνατό του), στο οποίο αναλύει τη θεωρία του περί του ορθού τρόπου ανάγνωσης κινεζικών όρων και τις διαφορετικές έννοιες τους.
Το 1690 φαίνεται πως του επιτράπηκε να επιστρέψει στο Έντο (κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως επέστρεψε αργότερα, μαζί με τον πατέρα του), όπου άρχισε να δίνει διαλέξεις επάνω στα Κλασικά κείμενα. Σιγά-σιγά άρχισε να αποκτά ακολούθους. Παράλληλα, είχε δοθεί χάρη στον πατέρα του (1692) και έτσι εκείνος επέστρεψε επίσης στο Έντο, όπου υπηρέτησε ως γιατρός στην κυβέρνηση μπάκουφου, την οποία από το 1704 υπηρετούσε, ως μελετητής του Κομφουκιανισμού και ο μικρότερός αδερφός του Σοράι. Λέγεται χαρακτηριστικά πως ο Σοράι ήταν εκείνος που επηρέασε την απόφασή του αυτή, λέγοντάς του πως εάν ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του στην ιατρική θα έπρεπε να είναι κοινωνικά ευπροσάρμοστος. Έτσι, εάν δεν μπορούσε να επικεντρωθεί στη βελτίωση της ικανότητάς του αυτής (που φαίνεται πως δεν κατείχε), θα έπρεπε να επιλέξει άλλο επάγγελμα, κάτι και το οποίο έκανε και μάλλον αρκετά επιτυχημένα.
Το 1696, έχοντας τραβήξει την προσοχή του Γιαναγκισάουα Γιασουάκι [柳沢保明, από το 1704 γνωστού ως Γιοσιγιάσου –吉保 (1658-1714)], ξεκίνησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον οίκο Γιαναγκισάουα, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τον τότε σόγκουν, Τοκουγκάουα Τσουναγιόσι. Είχε διάφορα καθήκοντα, όπως το να επεξεργάζεται κινεζικά κείμενα, να δίνει δημόσιες διαλέξεις για τον Κομφουκιανισμό ή να συμμετέχει στις διαλέξεις του ίδιου του σόγκουν. Ήταν πλέον ένας αναγνωρισμένος μελετητής του Κομφουκιανισμού (儒学者) αλλά ταυτόχρονα, ασχολούταν και με διοικητικά ζητήματα της επαρχίας που κατείχε ο οίκος του και παρείχε σχετικές συμβουλές, εδραιώνοντας έτσι τη θέση του. Το 1700 απέκτησε μάλιστα δική του έκταση γης, ισάξια 200 κόκου2, ενώ η ανταμοιβή του έφτασε τα 500 κόκου, το 1714 (ανάλογη ενός υποτακτικού μεσαίου βαθμού του οίκου Γιαναγκισάουα). Παράλληλα, το 1705 έχασε την πρώτη του σύζυγο και τον επόμενο χρόνο τον πατέρα του.
Εκτός των άλλων, το ενδιαφέρον του τα χρόνια αυτά είχε στραφεί στη βαθύτερη μελέτη των Κλασικών κειμένων. Το 1704 έστειλε ένα γράμμα με ερωτήματα, στον επίσης Κομφουκιανό μελετητή Ίτο Τζίνσαϊ (伊藤 仁斎, 1627-1705), ο οποίος όμως πέθανε λίγο αργότερα, χωρίς ποτέ να του απαντήσει. Ο Σοράι διατηρούσε έντονη αντιπάθεια για τους Ίτο και τον γιο του, Τόγκαϊ伊藤東涯 (1670-1736), ο οποίος το 1707 δημοσίευσε μία συλλογή για το έργο του πατέρα του, η οποία περιελάμβανε το γράμμα του Σοράι, χωρίς την άδειά του και παρουσίαζε τις ιδέες του Σοράι για τον Νέο-Κομφουκιανισμό ως αποτέλεσμα της επιρροής του πατέρα του. Είναι γνωστό ωστόσο, πως ο ίδιος ήδη τουλάχιστον από το 1705, στις διαλέξεις του μιλούσε για την ανάγκη «επαναφοράς της αρχαιότητας» και αντιλαμβανόταν πως ξέφευγε από τον Κομφουκιανισμό του Τζου Σι (朱熹, 1130-1200)3, ο οποίος επικρατούσε στους πνευματικούς κύκλους της περιόδου.
Πέρα από την μελέτη της κινεζικής γλώσσας, ο Σοράι εισήγαγε την μελέτη που θα λεγόταν «Μάθηση από το Ναγκασάκι (崎陽之学)» ή «Μεταφραστικές Μελέτες (訳学)». Ο Σοράι προωθούσε την μελέτη των κινεζικών κειμένων, ως έχουν, και την ύστερη μετάφρασή τους στα Ιαπωνικά, έναντι της συνηθισμένης μεθόδου, γνωστής ως «Κούντοκου (訓読)» ανάγνωσης των «Κάνμπουν (漢文)», στην οποία ο ανάγνωσης διαβάζει τους κινεζικούς χαρακτήρες με την σειρά που τα Ιαπωνικά προστάζουν και τους προσθέτει την ιαπωνική προφορά (Ον-γιόμι ή Κουν-γιόμι) μαζί με βοηθητικές προθέσεις, καταλήξεις κ.ο.κ. και η οποία ήταν εφαρμόσιμη μόνο σε κινεζικά κείμενα που είχαν το γλωσσικό ύφος της εποχής των δυναστειών Τανγκ (618-907) και Σονγκ (960-1279) και δεν περιείχαν ιδιωματισμούς κ.α. που εμφανίστηκαν την περίοδο της δυναστείας των Μινγκ (明, 1368-1644).
Το 1705 επίσης, ήρθε τυχαία σε επαφή με τα γραπτά δύο σημαντικών διανοούμενων της Μινγκ Κίνας, των Λι Πανλόνγκ (李攀龍 , 1514-1570) και Ουάνγκ Σιτζέν (王世貞 , 1526-1590), τα βιβλία των οποίων υπήρχαν σε μια συλλογή την οποία είχε αγοράσει. Έτσι, ο Σοράι ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την λεγόμενη μεθοδολογία «Κομπούντζι-γκάκου (μελέτη των αρχαίων λέξεων και φράσεων – 古文辞学)» για την συγγραφή ποιημάτων και πεζογραφίας, τμήμα της μαζικής κουλτούρας των Μινγκ4. Πίστευε πως η μεθοδολογία αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει στη διανόηση της εποχής, λόγω της πρακτικότητάς της. Προσπάθησε έτσι να την προσαρμόσει στις ανάγκες του και των μαθητών του.
Το 1706 στάλθηκε στην επαρχία Κάι, ύστερα από την εντολή του άρχοντά του να επιθεωρήσει την περιοχή, η οποία του είχε πρόσφατα δοθεί. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το κείμενο «Αναφορά της Ευγενούς Αποστολής (風 流使者記)» (αργότερα έγραψε και μία δεύτερη εκδοχή του). Φαίνεται πως πέρα από δύο του ταξίδια στο Κάι, δεν ξαναεγκατέλειψε το Έντο.
Το 1709 αποτέλεσε χρονιά μεταβολών στη ζωή του. Ο θάνατος του Τσουναγιόσι, έφερε και την αποδυνάμωση του οίκου των Γιαναγκισάουα, τον οποίο ο Σοράι υπηρετούσε. Η πτέρυγα εκπαίδευσης, που σκοπό της είχε την εκπαίδευση του Τσουναγιόσι, έκλεισε και ο Σοράι παραιτήθηκε από την υπηρεσία του οίκου (άλλοι συνεργάτες του «εκδιώχθηκαν»), παρέμεινε ωστόσο στο Έντο. Οι σχέσεις του με τον οίκο δεν διακόπηκαν εντελώς και ο ίδιος συνέχισε να επισκέπτεται και να συνεργάζεται περιστασιακά με αυτόν.
Η περίοδος λοιπόν που ακολούθησε είδε την άνοδο της «σχολής» του Κομφουκιανισμού που ο νέος σόγκουν, Τοκουγκάουα Ιενόμπου (徳川 家宣, 1662-1712), υποστήριζε, της λεγόμενης «σχολής Κινοσίτα» [από τα διδάγματα του Κινοσίτα Τζουν-αν (木下 順庵, 1621-1699)] με επικεφαλής τον Αράι Χακουσέκι (新井白石, 1657–1725), τον οποίο ο Σοράι αργότερα θα αποκαλούσε αμόρφωτο. Για τους μελετητές της «σχολής» του Σοράι, αυτή η εξέλιξη ήταν ένα πλήγμα. Όταν λ.χ. πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη της Κορεάτικης αποστολής (1711) για να συγχαρεί τον νέο σόγκουν, απαγορεύτηκε η συνηθισμένη πρακτική ανταλλαγής ποιητικών ιδεών, χωρίς επίσημη άδεια και οι σχετικές συλλογές που δημοσιεύτηκαν αργότερα περιείχαν μόνο τις ποιητικές ανταλλαγές μελών της αποστολής και εκείνων της σχολής Κινοσίτα.
Ο Σοράι πλέον ζούσε ως ανεξάρτητος μελετητής του Κομφουκιανισμού και χάρη στην υποστήριξη των μαθητών του και τη δημοσίευση έργων του η φήμη του είχε μεγαλώσει. Ξεκίνησε τη δική του σχολή, γνωστή με την ονομασία «Κεν-εν (Κήπος του Μίσχανθου – 蘐園)», και τα επόμενα χρόνια εδραιώθηκε ως σημαντικός δάσκαλος του Κομφουκιανισμού. Πολλοί μαθητές του, συχνά ερχόμενοι από μακρινές περιοχές της χώρας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο, τόσο στη διάδοση των ιδεών του όσο και στη διανόηση της εποχής. Τη σχολή του αποτελούσαν διανοούμενοι όπως ο Ντάζαϊ Σουνντάι (太宰春台, 1680-1747) ή ο Άντο Τόγια ( 安藤東野, 1683-1719).
Το σύστημα που ακολουθούσε στην ακαδημία του ήταν ασυνήθιστο για το είδος: έμφαση όχι σε ζητήματα ηθικής φύσεως, αλλά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων συγγραφής (ιδίως κλασικής κινεζικής πεζογραφίας και ποίησης). Ήταν ένα σύστημα που δεχόταν την κρητική των παραδοσιακών κύκλων του Κομφουκιανισμού, το οποίο όμως δεν μπορούσε να αγνοηθεί για τις ποιοτικές φιλολογικές γνώσεις που παρείχε και που παρουσίαζαν οι μαθητές του.
Το 1716, οι ισορροπίες πάλι άλλαξαν, με την άνοδο στην εξουσία του νέου σόγκουν, Τοκουγκάουα Γιοσιμούνε (徳川 吉宗, 1684-1751)5, ο οποίος φαίνεται πως ενθάρρυνε την συνεργασία με μελετητές από διάφορες σχολές σκέψης του Κομφουκιανισμού. Ο νέος σόγκουν αναζητούσε συμβουλές από τους σημαντικότερους λόγιους της εποχής και στον Σοράι, λόγω των γνώσεων του επάνω στην κινεζική γραμματεία (και ίσως και λόγω των γνωριμιών του) ανατέθηκαν σύντομα διάφορες «εργασίες», φιλολογικής και μη φύσεως. Λέγεται μάλιστα πως είχε γίνει ένα είδος «μυστικού συμβούλου» για μια ευρεία γκάμα θεμάτων (όπως ζητήματα προσλήψεων, μεταρρυθμίσεων οικονομικού τύπου, κοινωνικών προβλημάτων κ.α.).
Το 1718 νόσησε βαριά (είχε άλλωστε ευάλωτη υγεία) και νόμιζε μάλιστα πως θα πέθαινε. Τον επόμενο χρόνο, ένας από τους κοντινότερούς του μαθητές, ο Άντο, πέθανε. Το 1720 έχασε και την κόρη του, το τελευταίο από τα πέντε παιδιά που είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο (παντρεύτηκαν το 1696) και το τελευταίο του παιδί εν ζωή (είχε αποκτήσει άλλες δύο κόρες, μία εκτός γάμου και μία με την δεύτερη του σύζυγο). Στα πενήντα-πέντε του πλέον χρόνια, αποφάσισε να υιοθετήσει τον γιο του μεγαλύτερού του αδερφού.
Η μεθοδολογία του, «Κομπούντζι-γκάκου» (古文辞学)», εδραιώθηκε ως βάση σύνθεσης ποιητικού και πεζού λόγου και ο Σοράι θέλησε να την χρησιμοποιήσει και στη μελέτη των Κλασικών κειμένων, δημιουργώντας την λεγόμενη «Σοράι-γκάκου (Σοράι-μάθηση). Το 1717 φαίνεται πως είχε ολοκληρώσει την συγγραφή του σημαντικού του έργου «Διακρίνοντας τον Δρόμο (弁道 )». Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως πρόλογος του επίσης σημαντικού του κειμένου «Διακρίνοντας τα Ονόματα (弁名)». Τα δύο αυτά κείμενα (δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του), γραμμένα μετά το 1716, όταν η θέση του Σοράι στην Κομφουκιανική μελέτη είχε πια κατασταλάξει, περιέχουν την ουσία της ώριμης του φιλοσοφικής σκέψης. Το πρώτο επικεντρώνεται στο νόημα και την ουσία του «Δρόμου (道)»6, ενώ το δεύτερο προχωρά και στην ανάλυση πληθώρα ακόμα φιλοσοφικών όρων.
Το 1720 ολοκλήρωσε τα προσχέδια των μελετών του, με την μέθοδο «Κομπούντζι» για τα «Έξι Κλασικά»7. Όπως έγραφε σε ένα γράμμα του, μπορούσε πλέον να εντοπίσει τα λάθη που είχαν κάνει οι μελετητές των Σονγκ. Η επιμέλεια και επιμονή του στην μελέτη αυτή συχνά συνδέονται με την ιδέα πως ο ίδιος, βλέποντας ανταγωνιστικά τον Τζίνσαϊ, τα βιβλία του οποίου τυπώνονταν (σε επεξεργασία του γιου του) το ένα μετά το άλλο, μεταξύ 1705-1720, ήθελε να αναδείξει την κριτική του και την θεωρία του, η οποία φαίνεται πως δεν λάμβανε όση προσοχή θα ήθελε. Άσκησε έντονη κριτική τόσο στον Τζου Σι, όσο και στον Τζίνσαϊ, τον οποίο κατηγορούσε πως χρησιμοποιούσε επιχειρήματα παρόμοια με τον πρώτο (οι ιδέες του Τζίνσαϊ ωστόσο είναι πιο κοντά στον Σοράι παρά στον Τζου Σι).
Η καινοτόμος μεθοδολογία του και θεωρία του, οι οποίες αναδείκνυαν τα λάθη των Τζου Σι και Τζίνσαϊ και κατανοούσαν τις προθέσεις των αρχαίων Σοφών, δεν λάμβαναν την προσοχή που τους άρμοζε. Αντ’ αυτού το ενδιαφέρον των σύγχρονών του στρεφόταν κυρίως στις μεταφραστικές του μελέτες. Σύμφωνα με τον Σοράι η εξοικείωση με τις «αρχαίες λέξεις και φράσεις» θα επέτρεπε την επανάκτηση του τρόπου σκέψης των ανθρώπων της αρχαιότητας. Εκείνων που οδηγούμενοι από τους Σοφούς, ζούσαν σε μια κοινωνία τάξης. Και καθώς στους Σοφούς πήρε χιλιάδες χρόνια να δημιουργήσουν τον «Δρόμο (道)», ο οποίος πλέον είχε καταρρεύσει και η άμεση επαναδημιουργία του ήταν ανέφικτη, το έργο του ήταν να βρει την καλύτερη εναλλακτική πολιτική για την κοινωνία των ημερών του.
Το 1727 δημοσιεύτηκαν κάποια κείμενά του, γραμμένα στα Ιαπωνικά, ώστε να συμβάλουν στη διάδοση των ιδεών του. Χαρακτηριστικότερο αυτών το «Απαντήσεις του Δάσκαλου Σοράι (徂徠先生答問書)». Μεταξύ 1725-1727 έγραψε την πλέον γνωστή του πολιτική πραγματεία «Περί Διακυβέρνησης (政談)», με σκοπό να την παρουσιάσει στον Γιοσιμούνε (φαίνεται ότι η παρουσίαση έλαβε χώρα το 1726). Σε αυτή, μεταξύ άλλων, πρότεινε την επιστροφή στο σύστημα διακυβέρνησης που συνέδεε τους ανθρώπους με την γη, την επιστροφή των σαμουράι στις επαρχίες τους και στην επιβολή της τάξης σε αυτές, την αντικατάσταση των διαλέξεων για τον σογκούν με διαγωνισμούς ποιητικής σύνθεσης, οι οποίοι θα βελτίωναν την ευχέρεια στην κινεζική γλώσσα και άρα την κατανόηση των Κλασικών κειμένων κ.α. Στην τελευταία σελίδα του κειμένου αναφέρει πως ήθελε το βιβλίο να καεί μετά την ανάγνωσή του. Στο πλαίσιο των προτάσεών του για την κυβέρνηση είχε γράψει και το «Πρόγραμμα για την Μεγάλη Ειρήνη (太平策 )», στο οποίο τόνιζε την σημασία της διακυβέρνησης υπό την καθοδήγηση του «Δρόμου των Σοφών», έναντι των όσων πρόσταζαν τα διδάγματα του Τζου Σι.
Στα τελευταία του γραπτά συχνά αναφέρεται στην αδύναμη του υγεία και στα γερατειά του. Καθώς επεξεργαζόταν τα προσχέδια των μη ακόμα τυπωμένων συγγραμμάτων του, η υγεία του χειροτέρεψε απότομα και πέθανε στις αρχές του 1728. Μετά το θάνατό του και μέσα από τις προσπάθειες των μαθητών του, η σκέψη του και οι ιδέες του διαδόθηκαν (ακόμη και σε Κορέα και Κίνα).
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Σοράι τον 20ο αιώνα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του μελετητή Μαρουγιάμα Μασάο (丸山 眞男 , 1914-1996), ο οποίος αναγνώρισε τον Σοράι ως τον πρώτο Ιάπωνα στοχαστή που διαχώρισε την πολιτική από την ηθική φιλοσοφία και έθεσε τις πνευματικές βάσεις που θα επέτρεπαν τον εκμοντερνισμό της χώρας. Σήμερα, τα σημαντικότερα του κείμενα έχουν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ένας μελετητής του, «με βάση όλες τις αναφορές, από φίλους και εχθρούς, ο πνευματικός κόσμος δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος μετά τον Σοράι»8. Η μελέτη των ιδεών προσωπικοτήτων όπως ο Σοράι είναι αναπόσπαστο τμήμα της προσπάθειας οποιουδήποτε να κατανοήσει, όσο αυτό είναι δυνατό, την Ιαπωνική διανόηση του παρελθόντος, αλλά και του σήμερα.
Υποσημειώσεις
1 Ως μεγάλοι Σοφοί (聖人, κινεζικά: shèngrén / ιαπωνικά: seijin) της αρχαιότητας θεωρούνται διάφορες προσωπικότητες της αρχαίας Κίνας, δημιουργοί του ανθρώπινου πολιτισμού. Τέτοιες μπορεί να είναι φιγούρες όπως ο Φου Σι (伏羲), ο δούκας του Τζόου (周公), ο αυτοκράτορας Γιάο (堯) ή, σύμφωνα με μερικούς, ακόμη και ο Κομφούκιος (孔子), ο οποίος όμως για τον Σοράι ήταν απλώς ένας διαβιβαστής των διδαγμάτων των μεγάλων Σοφών.
2 Η αξία της γης εκφραζόταν σε κόκου, που αντιστοιχεί στην ποσότητα ρυζιού που απαιτείται για να καλύψει ένας ενήλικας την ετήσια βασική διατροφική του ανάγκη.
3 Τα χρόνια της δυναστείας των Σονγκ (960-1279) στην Κίνα, η φιλοσοφία του Τζου Σι, η οποία εμφάνιζε έντονα μεταφυσικά στοιχεία, εδραιώθηκε και αργότερα, το σογκουνάτο των Τοκουγκάουα την υιοθέτησε ως επίσημο δόγμα του κράτους. Βασικό της επιχείρημα ήταν πως ο καθένας θα μπορούσε να γίνει Μέγας Σοφός μέσω της μελέτης, καθώς η «Αρχή (理)» βρίσκεται παντού στον εξωτερικό μας κόσμο, αλλά και εντός της ανθρώπινης καρδιάς. Ο Ίτο Τζίνσαϊ και ο Σοράι ήταν δύο από τους επικριτές της ιδέας αυτής.
4 Η κουλτούρα της Μινγκ Κίνας ήταν «της μόδας» θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, την εποχή του Σοράι, σε πληθώρα τομείς: από τις τέχνες και τα γράμματα (λογοτεχνία, καλλιγραφία κ.α.), μέχρι την τεχνολογία και τις επιστήμες (αστρονομία, ιατρική κ.α.). Άλλωστε, ο Σοράι ήταν γνώστης πολλών από αυτούς και είχε επηρεαστεί σημαντικά από την σκέψη της περιόδου. Είχε λ.χ. μελετήσει τις στρατιωτικές μεθόδους της, οι οποίες τον έκαναν θερμό υποστηρικτή των τεχνικών καινοτομιών στη μάχη και οι οποίες τον ενέπνευσαν μάλιστα να εφεύρει το παιχνίδι Κοσόγκι (広象棋), μια μίξη των γκο και σόγκι, ενώ ήταν και βασικός εκπρόσωπος της λεγόμενης καλλιγραφίας κινεζικού ύφους,
5 Είχε προηγηθεί η σύντομη θητεία του γιου του Ιενόμπου, του νεαρού Τοκουγκάουα Ιετσούγκου (徳川 家継 , 1709-1716), η οποία ουσιαστικά ήταν υπό την επήρεια του Χακουσέκι.
6 Ο όρος «道» (κινεζικά: dào / ιαπωνικά: michi) μεταφράζεται ως «Δρόμος», «Οδός» ή «Τρόπος» ωστόσο, ο όρος έφτασε να «κουβαλά» πλήθος αφηρημένων σημασιών , στενά συνδεδεμένων με την φιλοσοφική παράδοση της Κίνας και γενικότερα της Ανατολικής Ασίας. Ο Σοράι αναφέρεται συχνά στον «Δρόμο» που χάραξαν οι μεγάλοι Σοφοί της αρχαιότητας.
7 Αυτά είναι: Το Βιβλίο της Ποίησης, Το Βιβλίο της Ιστορίας, Το Βιβλίο των Τελετουργικών, Το Βιβλίο της Αλλαγής, Το Βιβλίο της Μουσικής και Τα Χρονικά της Άνοιξης και του Φθινοπώρου.
8 Najita, T., Sorai, O., Sorai, O., Dazai, Sh. (1998) Tokugawa political writings. Cambridge, U.K.: Cambridge University Press