Κείμενο-φωτογραφίες: Έλενα Αλουπογιάννη
Αν κάποιος επιχειρούσε να περιγράψει συνοπτικά την κεντροδυτική Ιαπωνία, θα κατέληγε με την εικόνα ενός παραδοσιακού χωριού καλυμμένου με χιόνι. Το πιο δημοφιλές από τα χωριά αυτά, εντελώς εκτός συναγωνισμού, είναι το Σιρακάουα-Γκο (白川郷). Το όνομα αναφέρεται στην διατηρημένη παλιά πόλη του χωριού Σιρακάουα, που βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Σο, στο σύνορο μεταξύ των νομών Γκίφου και Τογιάμα. Το Σιρακάουα-Γκο, μαζί με το γειτονικό χωριό Γκοκαγιάμα, είναι αξιοσημείωτα για την παραδοσιακή κληρονομιά τους, με αποτέλεσμα και τα δύο να έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς Unesco.
Για να επισκεφτεί κανείς το Σιρακάουα-Γκο με άνεση, καλό είναι να επιλέξει τη διαμονή στη γειτονική Τακαγιάμα, γνωστή ως «Μικρό Κιότο» αλλά και πατρίδα της φημισμένης ποικιλίας μοσχαρίσιου κρέατος Χίντα. Ξεκινώντας από το Τόκιο με αυτοκίνητο, απαιτούνται περίπου 6 ώρες για να διασχίσει κανείς το μεγάλο νησί της Ιαπωνίας ώστε να φτάσει στην Τακαγιάμα. Από εκεί, μέσω μιας καλοσυντηρημένης οδού με διόδια, απαιτούνται άλλα 40 λεπτά μέχρι το Σιρακάουα-Γκο. Το χωριό είναι χωμένο ανάμεσα στα βουνά των Ιαπωνικών Άλπεων, με τις λευκές κορυφές να δεσπόζουν στο πλάι του δρόμου. Η συγκεκριμένη περιοχή, που ονομάζεται συγκεντρωτικά Χοκορίκου, είναι γνωστή για το βαρύ χειμώνα και τα μαγευτικά αλπικά τοπία της.
Φτάνοντας τελικά στο χωριό, ακριβώς επειδή η παλιά πόλη είναι διατηρητέα, ο ενδεδειγμένος χώρος στάθμευσης είναι δίπλα στη γέφυρα Ντεάι. Αυτή η κρεμαστή γέφυρα, της οποίας το όνομα σημαίνει «Γέφυρα Συναντήσεων», σχεδιάστηκε λαμβάνοντας υπόψη την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χωριού, ενώ το 2003 κέρδισε το εθνικό βραβείο μηχανικής JSCE. Παρόλο που η γέφυρα όντως ταιριάζει αρμονικά με το περιβάλλον, είναι δυστυχώς καλυμμένη με υλικό που παγώνει εύκολα και γλιστράει. Ωστόσο, διασχίζοντας τη γέφυρα μπορεί κανείς να απολαύσει μια εξαιρετική όψη του ποταμού Σο και των παραδοσιακών σπιτιών στο σύνολό τους. Στο τέλος της γέφυρας βρίσκεται ένα μικρό ιερό Ακίμπα και μια πύλη Τόριι που οριοθετεί την είσοδο του χωριού.
Το καμάρι του Σιρακάουα-Γκο είναι το παραδοσιακό στυλ αρχιτεκτονικής που ονομάζεται Γκασό-Ζούκουρι (合掌造り). Βασικό χαρακτηριστικό του είναι τα ξύλινα κτίσματα με τριγωνικές αχυροσκεπές με έντονη κλίση, οι οποίες βρίσκονται σε κάθε κατασκευή του χωριού. Πήρε το όνομα Γκασό επειδή το τριγωνικό σχήμα των σκεπών μοιάζει με χέρια σε θέση προσευχής όπως το ινδουϊστικό Νάμαστε. Μιας και κατασκευάζονται με οργανικά υλικά, τα σπίτια αυτά είναι σχετικά ευαίσθητα, με αποτέλεσμα τα πιο παλιά σπίτια του χωριού να είναι ηλικίας 100-200 χρόνων. Ειδικότερα η αχυροσκεπή, μπορεί εύκολα να γεμίσει μούχλα εξαιτίας της υγρασίας από την βροχή που έρχεται από τη θάλασσα της Ιαπωνίας. Η σκεπή επισκευάζεται συνήθως κάθε 30 χρόνια, οπότε μπορεί κανείς να ξεχωρίσει εύκολα τις καινούριες από το έντονο χρυσαφί χρώμα τους.
Ο πρώτος που αντιλήφθηκε την σημασία του στυλ Γκασό ήταν ο Μπρούνο Τάουτ, ένας Γερμανός μινιμαλιστής αρχιτέκτονας που επισκέφτηκε την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1930. Το σχήμα της σκεπής, που ονομάζεται «σάσου-κόζο», είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μπορεί να συγκρατεί το βάρος από μεγάλες ποσότητες χιονιού κατά τη διάρκεια του βαρύ χειμώνα. Ο προσανατολισμός των σπιτιών, στην διεύθυνση βορρά-νότου, είναι επίσης επιλεγμένος προσεκτικά ώστε να ελαχιστοποιεί την αντίσταση του αέρα και να βοηθά τη διατήρηση της θερμοκρασίας στο εσωτερικό. Επειδή σχεδόν όλα τα κτήρια της παλιάς πόλης είναι κατασκευασμένα από ξύλο, έχουν εγκαταστήσει ένα πολύπλοκο σύστημα πυρόσβεσης. Παντού υπάρχουν πινακίδες που επισημαίνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς, καθώς και κομψά διακοσμημένοι πυροσβεστικοί κρουνοί. Τα περισσότερα σπίτια λειτουργούν ως εστιατόρια ή καταστήματα σουβενίρ, ενώ τα πιο παλιά έχουν μετατραπεί σε μουσεία.
Το μεγαλύτερο σπίτι στο χωριό είναι το σπίτι των Ουάντα (和田家), που χτίστηκε γύρω στο 1800. Το ισόγειο αποτελείται από δωμάτια προορισμένα για εκλεκτούς καλεσμένους, το κυρίως δωμάτιο και την κουζίνα, ενώ η τεράστια σοφίτα χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικός χώρος. Η χαρακτηριστική αχυροσκεπή είναι φτιαγμένη χωρίς ούτε ένα καρφί, παρά μόνο με περίτεχνη στοίχιση από ξύλινα δοκάρια και τεράστιους σχοινένιους κόμπους. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο, συνέπεια της μεγάλης κλίσης της οροφής, χρησιμοποιούνταν για σχεδόν τα πάντα, από αποθήκη εξοπλισμού μέχρι χώρος αποξήρανσης. Ή ακόμα ως εργασιακός χώρος για την παραγωγή μεταξιού και πυρίτιδας, τα δύο βασικά εξαγώγιμα προϊόντα του Σιρακάουα-Γκο που έφεραν οικονομική άνθιση κατά την περίοδο Έντο.
Ο πρώτος όροφος του σπιτιού Ουάντα έχει δύο πλευρές με παράθυρα, που προσφέρουν εξαιρετική θέα προς το υπόλοιπο χωριό, αλλά και προς το παρατηρητήριο σε έναν κοντινό λόφο. Απ’ την άλλη, το δωμάτιο υποδοχής του ισογείου είναι διακοσμημένο με ψάθες τατάμι και χάρτινες πόρτες κατασκευασμένες από παραδοσιακό ιαπωνικό χαρτί ουάσι από την πόλη Μίνο.
Μετά τη βόλτα ανάμεσα στα σπίτια, αρχίσαμε να περπατάμε προς το λόφο στα περίχωρα, όπου βρίσκεται το παρατηρητήριο του κάστρου Ογκιμάτσι. Δεν είδα κανένα ερείπιο κάστρου, πιθανόν να έφταιγε το πολύ χιόνι που είχε καλύψει τα πάντα. Ο Μπρούνο Τάουτ ίσως στεκόταν εδώ όταν περιέγραψε πως «το τοπίο δε μοιάζει ιαπωνικό, δεν είναι παρά μια οπτασία της Ελβετίας». Πράγματι, η θέα προς το χωριό από ψηλά, ειδικότερα το χειμώνα, φαντάζει ξεχωριστή, τόσο διαφορετική από την Ιαπωνία που έχω συνηθίσει.
Το μεσημέρι έχει πλέον περάσει, οπότε γυρνώ στο χωριό προς ανεύρεση τροφής και ο δρόμος με φέρνει στο μαγαζί Σιαβάσε-Για για κροκέτα με ντόπιο μοσχάρι χίντα. Υπάρχουν επίσης κάμποσα εστιατόρια που προσφέρουν κυρίως χειροποίητα σόμπα-νουντλς. Κάποια στιγμή, βρέθηκα μπροστά σε ένα σπίτι με τοίχους στολισμένους με εκατοντάδες οριγκάμι ακρίδες. Χωρίς να είμαι σίγουρη, ίσως πρόκειται για ντόπια ερμηνεία του εθίμου που λέει ότι αν φτιάξεις χίλιους οριγκάμι ερωδιούς η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί. Απ’ την άλλη μπορεί και να είναι το κατάλληλο χόμπι για την χειμωνιάτικη πλήξη.
Αν έτυχε και διαβάσατε το προηγούμενο άρθρο μου, ίσως ξέρετε ότι προσπαθώ να συλλέξω σφραγίδες από διάφορους ναούς στα μέρη που επισκέπτομαι. Αυτή τη φορά πήγα στο Μιόζεντζι, ένα βουδιστικό ναό στην άλλη άκρη του χωριού. Ο ναός πλέον λειτουργεί ως μουσείο, οπότε δε μοιράζει πια σφραγίδες. Αξίζει, όμως, να περπατήσει κανείς μέχρι εκεί επειδή μπροστά του βρίσκεται ένας πύργος με καμπάνα, μοναδικός στο είδος του γιατί η σκεπή είναι χτισμένη και αυτή σε στυλ Γκασό. Φαντάζομαι ότι η παραμονή πρωτοχρονιάς χτυπώντας αυτήν την καμπάνα στη μέση του πουθενά, είναι σίγουρα αξέχαστη εμπειρία.
Φεύγοντας από το Σιρακάουα-Γκο, κατευθυνόμαστε προς την τεχνητή λίμνη Μιμπόρο. Γύρω στο 1940, η ιαπωνική κυβέρνηση άρχισε να χτίζει φράγματα στην περιοχή για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Η τεχνητή πλημμύρα βύθισε αρκετά σπίτια, ενώ ταυτόχρονα οι ντόπιοι μετανάστευαν προς τα αστικά κέντρα. Το αποτέλεσμα ήταν πολλά παραδοσιακά σπίτια να μείνουν κενά και να καταστραφούν. Ευτυχώς, οι κάτοικοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως την μοναδική παραδοσιακή κληρονομιά τους και οργανώθηκαν για να σώσουν τα όμορφα αυτά σπίτια από τη φθορά του χρόνου. Διοργάνωσαν πρωτοβουλίες με συνθήματα «Μην πουλάτε, Μη νοικιάζετε, Μην καταστρέφετε» και πίεσαν ώστε το χωριό να χαρακτηριστεί πρώτα ως εθνική και έπειτα ως παγκόσμια κληρονομιά.
Στο δρόμο της επιστροφής, σταματήσαμε στο Roadside Station Hida Hakusan και προσπαθήσαμε να βρούμε κάποιο ρότεν-μπούρο (υπαίθριο λουτρό) για να απολαύσουμε το χιονισμένο τοπίο ταυτόχρονα με τις θερμές πηγές. Υπάρχουν πολλές ηφαιστειακές πηγές στα διπλανά χωριά που προσφέρονται για ήσυχες στιγμές χαλάρωσης. Στη συνέχεια, η χιονισμένη Τακαγιάμα μας περιμένει για βραδινό μπάρμπεκιου Χίντα, απ’ αυτό που ψήνεις ο ίδιος στο τραπέζι σου για να το απολαύσεις όπως εσύ προτιμάς. Με βάση την Τακαγιάμα, εκτός από το Σιρακάουα-Γκο, μπορεί κανείς να επισκεφτεί επίσης την «χρυσή» πόλη της Καναζάουα, τα χιονοδρομικά κέντρα της Τογιάμα και τις θερμές πηγές του Γκέρο.
Θεωρώ ότι δεν υπάρχει πιο κομψό θέαμα από το πάλλευκο του χιονιού στα βουνά. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ξαναπάω στο Σιρακάουα-Γκο σε μια άλλη εποχή, ίσως την άνοιξη ή το καλοκαίρι, να διαπιστώσω μην τυχόν και εμφανίστηκαν αγελάδες και μεταμορφώθηκε πραγματικά σε Ελβετία.