Δε θυμάμαι πότε άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «Ιαπωνία» αλλά σίγουρα θυμάμαι πότε διάβασα για πρώτη φορά τη λέξη «Ασακούσα», τη λέξη «Γκίνζα» και εκατοντάδες ακόμα εξωτικά (τότε) ονόματα τοποθεσιών ή προσώπων. Ήταν στα κείμενα και στα βιβλία ενός αμερικανού που όταν τον ανακάλυψα εγώ, ζούσε ήδη σχεδόν μισό αιώνα στην Ιαπωνία και έμοιαζε να γνωρίζει σχεδόν τα πάντα γράφοντας γι αυτά με ένα στιλ δικό του και ταυτόχρονα πολύ ιαπωνικό: αν και διατηρούσε ως την τελευταία στιγμή τη φρεσκάδα του ανθρώπου που μόλις πάτησε το πόδι του στη χώρα, κάθε του παράγραφος άφηνε αχνά υπονοούμενα ότι ήξερε πολύ καλά για τι πράγμα έγραφε. Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού υπήρξε ο παλιότερος από όλους τους εκπατρισμένους και ο πρύτανης των ερασιτεχνών (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης) ιαπωνολόγων.
Ο Ντόναλντ Ρίτσι ήρθε στην Ιαπωνία το 1947, πριν ακόμα σβήσουν οι φωτιές από την καταστροφή του πολέμου και είδε με τα ίδια του τα μάτια την πορεία της προς αυτό που είναι σήμερα· η βασική βιοποριστική του ιδιότητα, αυτή του δημοσιογράφου πρώτα για την εφημερίδα του αμερικανικού στρατού και στη συνέχεια για την αγγλόφωνη «Japan Times» του επέτρεψε να πάει παντού, να δει τα πάντα και να μιλήσει με τους πάντες, από τον αυτοκράτορα ως τους εργάτες στις οικοδομές και τους κουρασμένους σαραρίμαν όταν μεθάνε στα ιζακάγια του Τόκιο. Και παρόλο που στην ιστορία θα μείνει ως ο χρονικογράφος του ιαπωνικού κινηματογράφου (ήταν ο πρώτος δυτικός που γνώρισε θρυλικούς δημιουργούς όπως ο Ακίρα Κουροσάβα ή ο Γιασουτζίρο Όζου και τους παρουσίασε στον υπόλοιπο κόσμο), το υπόλοιπο έργο του ήταν εξίσου –αν όχι περισσότερο- σημαντικό.
Ποτέ δε διεκδίκησε κάτι παραπάνω από το καθεστώς του μόνιμου κατοίκου αν και θα μπορούσε να γίνει πλήρης ιάπωνας πολίτης –αν μη τι άλλο, παρασημοφορήθηκε από τον αυτοκράτορα για τις υπηρεσίες του στον πολιτισμό της χώρας. Για αυτόν η ζωή στην Ιαπωνία ήταν κάτι ανάλογο με το limbo των καθολικών: μια ασαφής κατάσταση ανάμεσα στον κόσμο από τον οποίο ήρθε και σε έναν κόσμο που γνώρισε από το μηδέν. Δεν την αγάπησε ποτέ (η απάντησή του στην ερώτηση πότε αγάπησε την Ιαπωνία ήταν «Ποτέ –η Ιαπωνία δεν είναι αξιαγάπητη. Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα») αλλά την κατάλαβε και τη μετάφρασε σε εκατομμύρια ανθρώπους, χρησιμοποιώντας σαν γλώσσα βασικά τον κινηματογράφο της αλλά και σχεδόν κάθε άλλη διάσταση του πολιτισμού της. Και όταν έφυγε, στις 19 Φεβρουαρίου του 2013, δεν την εγκατέλειψε –απλώς μετακόμισε για πάντα από το Ουένο του Τόκιο στο Σέτο Νάικαϊ, την «εσωτερική θάλασσα» που χωρίζει το Χονσού, το Σικόκου και το Κιουσού αντικείμενο του ομότιτλου και για πολλούς, καλύτερου βιβλίου του.