Είναι ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες με διεθνή καριέρα και πολλούς θαυμαστές σε όλον τον κόσμο. Το ιαπωνικό κοινό τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην Ιαπωνία το 2004 και τον τίμησε και αυτήν τη φορά, στις συναυλίες που έδωσε τον Ιούλιο με τη Σάρα Μπράιτμαν στο Σαππόρο, Σεντάι, Τόκιο, Καναζάουα, Όσακα και Ναγκόγια.
Συναντήσαμε τον Μάριο Φραγκούλη στην Όσακα, πριν τη συναυλία στο Orix Theater. Τον ευχαριστούμε θερμά για αυτήν τη συνέντευξη στο GreeceJapan.com και ευχόμαστε σύντομα να τον δούμε και να τον ακούσουμε σε μια καινούργια ελληνοϊαπωνική μουσική συνάντηση!
Συνέντευξη στην Τζούνκο Ναγκάτα (永田純子)
Ξεκινήσατε από το Σαππόρο στις 7 Ιουλίου την περιοδεία σας με την Σάρα Μπράιτμαν. Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας και τις εντυπώσεις σας από τις μέχρι τώρα συναυλίες στην Ιαπωνία.
Είμαι ενθουσιασμένος γιατί μετά από χρόνια συνεργαζόμαστε ξανά με την Σάρα Μπράιτμαν. Είχαμε παρουσιάσει σαράντα συναυλίες στις ΗΠΑ και τον Καναδά το 2008, τώρα είμαστε στην Ασία, εκτός από την Ιαπωνία θα πάμε στην Κορέα, την Κίνα και την Tαϊβάν. Έχουμε παρουσιάσει ήδη εννιά συναυλίες στην Ιαπωνία και συνεχίζουμε αυτό το υπέροχο ταξίδι. Συμπράττουμε με ένα νεαρό τενόρο τον Narcis και μια εκπληκτική πιανίστρια την Di Wu, μου αρέσει όλη η παράσταση έτσι όπως έχει στηθεί από τον σκηνοθέτη μας τον Anthony Van Laast, γνωστός και από τη συνεργασία του με την Μέριλ Στρήπ. Είναι ένας εκπληκτικός σκηνοθέτης, έχει στήσει το δικό του γκαλά, αυτό που ήθελε η Σάρα Μπράιτμαν. Μια κλασικά στημένη παράσταση που δεν βασίζεται στα εφέ και τα χορευτικά, αλλά πιο πολύ στη φωνή και το ταλέντο. Έτσι ήταν πολύ μεγάλη χαρά γιατί είναι ένας τρόπος έκφρασης που μου αρέσει πάρα πολύ. Επίσης έχουμε τη συμφωνική ορχήστρα και έναν εξαιρετικό μαέστρο, τον Paul Bateman. Και φυσικά η Σάρα Μπράιτμαν, τόσο καλή καλλιτέχνης και άνθρωπος. Την γνωρίζω σχεδόν τριάντα χρόνια, γνωριστήκαμε το 1988 στο Λονδίνο αλλά δεν είχαμε τη χαρά να συνεργαστούμε. Εκείνη την περίοδο εγώ έκανα οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα στους «Άθλιους», εκείνη μόλις είχε φύγει για το Μπρόντγουεϊ όπου έπαιζε στο «Φάντασμα της Όπερας» και έτσι χωρίστηκαν κάπως οι δρόμοι μας. Και τώρα πάλι μαζί.
Ήμουν στην Ελλάδα στη μέση της περιοδείας μας με τον Γιώργο Περρή και δεν το πίστευα όταν μου έγινε αυτή η πρόταση, μου ζήτησαν να αφήσω τουλάχιστον ένα μήνα κενό και ξέρετε ειδικά στην Ελλάδα ο Ιούλιος είναι πολύ σημαντικός μήνας για συναυλίες. Αναγκαστήκαμε να ματαιώσουμε ή να αναβάλλουμε περίπου δεκαπέντε συναυλίες.
Πως σας δέχτηκε το ιαπωνικό κοινό; Σας περίμενε, οι Ιάπωνες σας αγαπάνε.
Και εγώ τους αγαπάω πολύ. Το ιαπωνικό κοινό είναι καλλιεργημένο, μορφωμένο μέσα του, ευγενέστατο, είναι πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη που έρχεται από τόσο μακριά να βρει μια τόσο καλή ανταπόκριση. Στην πρώτη συναυλία της περιοδείας μας στο Σαππόρο στη μέση του θεάτρου Hokkai Kitayel κάποιοι κρατούσαν μια τεράστια ελληνική σημαία. Σκέφτηκα θα είναι μια ελληνική παρέα και τελικά είδα ότι ήταν Ιάπωνες! Ένοιωσα τόση μεγάλη συγκίνηση και υπερηφάνεια. Είχα την ευκαιρία και χαρά να έρθω στην Ιαπωνία και το 2004 σε μια αξέχαστη συναυλία.
Μιλήστε μας για εκείνη την εμπειρία σας το 2004.
Όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ιαπωνία αισθάνθηκα σαν να ερχόμουν στο δεύτερο μου σπίτι, ένοιωσα πολύ οικεία και πολύ όμορφα με τον τρόπο που μου φέρθηκαν, όπως και αυτήν τη φορά. Ήταν μια αξέχαστη συνεργασία με την Tokyo Philarmonic Orchestra σε ένα καταπληκτικό χώρο, το Bunkamura Orchard Hall. Ήταν μαγικός ο τρόπος που έπαιξαν τον Μίκη Θεοδωράκη, το «Canto General», είχαν δημιουργήσει μια εκπληκτική ατμόσφαιρα με τα πολλά κρουστά, έτρεμε ο κόσμος, με τη δύναμη τους, τη μουσικότητά τους. Ήταν μαζί μας η Maki Mori, μια εξαιρετική σοπράνο και πολύ όμορφη παρουσία στη σκηνή. Εύχομαι να υπάρχει μια ανάλογη μουσική συνεργασία και στην Ελλάδα.
Μπορείτε να μας πείτε τους σπουδαιότερους σταθμούς στην καριέρα σας;
Ήταν αρκετοί οι μεγάλοι σταθμοί. H πρώτη παράσταση το 1988 στο Λονδίνο παίζοντας τον Marius στο μιούζικαλ «Οι Άθλιοι» ήταν πάρα πολύ σημαντική. Ερχόμουν από την Ελλάδα, δεν ήμουν τόσο εκπαιδευμένος στο μουσικό θέατρο, πήγα στο Guildhall School of Music and Drama όπου μετά από τρία χρόνια πάρα πολύ σκληρής δουλειάς, σχεδόν 12 ώρες μελέτη την ημέρα, πρόβες, παραστάσεις έκανα την οντισιόν για τον Cameron Mackintosh, τον παραγωγό όλων των μεγάλων μιούζικαλ όπως του «Cats», «Το Φάντασμα της Όπερας», «Εβίτα» και πολλών άλλων. Πήγα στην οντισιόν μη ξέροντας τι θα συναντήσω, τραγούδησα τη «Mαρία» από το West Side Story και ένα παλιό αγγλικό ρομαντικό τραγούδι. Μου έδωσε το ρόλο του Marius και ήταν πολύ σημαντικό για μένα που πάτησα στη σκηνή ως ένας ρομαντικός ήρωας, πρωταγωνιστής στο West End του Λονδίνου. Η στιγμή θα μου μείνει αξέχαστη γιατί είχαν έρθει από την Αθήνα η θεία μου Λούλα και ο θείος μου Γιώργος, που με μεγάλωσαν και τους θεωρώ τους αληθινούς γονείς μου.
Επίσης το Φάντασμα της Όπερας, το 1991, ήταν σημαντικός σταθμός επειδή συνεργαζόμουν με έναν σκηνοθέτη που θαύμαζα πολύ, τον Harold Prince, ο οποίος ήταν τότε ο μεγάλος σκηνοθέτης του Μπρόντγουεϊ. Θυμάμαι κάναμε οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα.
Ενδιάμεσα, το 1989 είχα πάει στην Ιταλία να σπουδάσω κλασικό τραγούδι, στην Ακαδημία Verdi όπου σπούδασα με έναν εξαιρετικό τενόρο, τον Carlo Bergonzi.
Κατακτήσατε το βραβείο Παβαρότι.
Αυτό έγινε μερικά χρόνια αργότερα. Μετά το 1991 αποφάσισα ότι θέλω να γίνω τραγουδιστής όπερας και προσπάθησα να μπω σε πιο κλασικούς δρόμους. Είχα ήδη πάρει την υποτροφία Μαρία Κάλλας και την υποτροφία Ωνάση και πήγα στη σχολή Juilliard στη Νέα Υόρκη όπου έμεινα στη διάρκεια των σπουδών μου, 1992-1995. Εκεί ήταν κοντά μου και η μέντορας μου, η οποία με είχε προσκαλέσει στη Νέα Υόρκη, η σπουδαία σοπράνο Marilyn Horne. Μου έμαθε μυστικά της φωνής και της τεχνικής και με γνώρισε και στον Λουτσιάνο Παβαρότι. Πήγα στο σπίτι του, κοντά στο Κάρνεγκι Χολ, με τον πιανίστα μου, να με ακούσει πρώτη φορά. Τραγούδησα το «Una furtiva lagrima» του Gaetano Donizetti και αμέσως μου είπε ότι θα πρέπει λάβω μέρος στο διαγωνισμό Παβαρότι, ως δική του πρόταση. Τελικά ήμουν ένας από τους νικητές και ήταν ακόμα πιο σημαντικό λόγω του ότι ήμουν ο πρώτος Έλληνας που διακρίθηκε στο διεθνή αυτό διαγωνισμό. Ο συναγωνισμός ήταν τεράστιος, ήταν εκεί όλες οι κλασικές νέες φωνές. Εγώ δεν είχα την εμπειρία που είχε ένας νέος τραγουδιστής όπερας, πήγα στα τυφλά, με ελπίδα και μια εσωτερική δύναμη που με ώθησε να βρεθώ στη Φιλαδέλφεια. Τελικά επέστρεψα νικητής στη Νέα Υόρκη, προς μεγάλη χαρά της Marilyn Horne.
Μια άλλη σημαντική στιγμή ήταν όταν συνεργάστηκα στην Επίδαυρο με το θίασο του Κάρολο Κουν όπου τραγούδησα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Ήταν για μένα όνειρο ζωής να πατήσω το χαλικάκι της Επιδαύρου εκεί όπου πάτησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, σε ένα θέατρο που με όλο το σεβασμό θα έλεγα ότι έχει την καλύτερη ακουστική του κόσμου. Αισθανόμουν ότι είμαι τόσο περήφανος που είμαι Έλληνας και βρίσκομαι σε αυτό το θαύμα του κόσμου που λέγεται Επίδαυρος.
Επίσης στο Ηρώδειο, με τον Μίκη Θεοδωράκη στο «Άξιον Εστί», ήταν πολύ σημαντικό για μένα που ένας τόσο σπουδαίος συνθέτης μου εμπιστεύθηκε ένα τόσο σημαντικό έργο του νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη,
Και φυσικά το συμβόλαιο με τη Sony Classical, που υπέγραψα λίγο μετά με τον Peter Gelb ο οποίος τώρα είναι διευθυντής της Metropolitan Opera στη Νέα Υόρκη και μου άνοιξε αυτήν την πόρτα σε όλο τον κόσμο με την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά «Some times I dream» και ήταν και ο λόγος που ήρθα στην Ιαπωνία για πρώτη φορά, να παρουσιάσω το δίσκο.
Έχετε τραγουδήσει πολλά ελληνικά τραγούδια στις συναυλίες σας σε όλο τον κόσμο.
Αμερική, Ασία, Αφρική, σε όλη την Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο. Εύχομαι να κλείσουμε μια περιοδεία του χρόνου στην Ιαπωνία για να ακούσετε όλα τα τραγούδια. Βέβαια πάντα στις συναυλίες μου δεν λείπει ούτε ο Μάνος Χατζιδάκις, ούτε ο Μίκης Θεοδωράκης, ούτε τα τραγούδια του Παρασκευά Καρασούλου που γράψαμε μαζί.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας ελληνικά τραγούδια;
Από τραγούδια να σας πω. Είναι τραγούδια τριών αγαπημένων μου στιχουργών, του Νίκου Γκάτσου, της Λίνας Νικολακοπούλου και του Παρασκευά Καρασούλου. Με τον Καρασούλο έχουμε συνεργαστεί πάρα πολύ, ξέρω ότι είναι ένας σοβαρός ποιητής. Η Λίνα Νικολακοπούλου άλλαξε τον τρόπο έκφρασης στο ελληνικό τραγούδι, η ελληνική γλώσσα έγινε πολύ πιο άμεση, πήρε τη σκυτάλη από τον Νίκο Γκάτσο, που έγραφε και εκείνος άμεσα και όμορφα τραγούδια, όπως το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» του Μάνου Χατζιδάκι που είναι για μένα το αγαπημένο μου. Είναι ένα δύσκολο τραγούδι γιατί ακροβατείς πάντα μεταξύ της τεχνικής και του συναισθήματος και μέσα σε αυτό δεν χωράνε μόνο οι σπουδές σου, πρέπει να είσαι ένας καλλιτέχνης από μέσα προς τα έξω, πρέπει να γίνεσαι καθρέπτης του τραγουδιού σου και της φωνής σου εκείνη τη στιγμή και το Χάρτινο το Φεγγαράκι είναι ένα από αυτά τα ιδιαίτερα τραγούδια, που μπορεί να μην είναι τεχνικά και φωνητικά τόσο δύσκολα, αλλά πρέπει συναισθηματικά να είσαι απόλυτα εκεί. Στη σκηνή υπάρχει αυτή η μικρή γέφυρα με το κοινό, που είναι σαν καθρέπτης και είναι η στιγμή που ανήκει μόνο στο κοινό και στον καλλιτέχνη σε μια ζωντανή συναυλία, είναι το κοινό συναίσθημα.
Μετά την περιοδεία θα γυρίσετε στην Ελλάδα;
Ναι, θα συνεχίσω την περιοδεία με τον Γιώργο Περρή, τραγουδώντας μόνο ελληνικά τραγούδια, ήταν μια ιδέα για να στηρίξουμε τη χώρα μας, τη γλώσσα μας. Η Ελλάδα περνάει δύσκολους καιρούς οικονομικά και κοινωνικά και έτσι θέλαμε να δώσουμε στον κόσμο ελπίδα και αγάπη μέσα από τη δική μας γλώσσα και σκέψη. Επίσης στις 27 Σεπτεμβρίου θα είμαστε στο Ηρώδειο, μάλιστα η συναυλία θα κινηματογραφηθεί για την Αμερική.
Τα σχέδια σας μετά την Ελλάδα;
Μετά την Ελλάδα θα πάω στην Αμερική, με τον χριστουγεννιάτικο δίσκο «Tales of Christmas» που πραγματοποιήσαμε με την Philharmonia Orchestra of London και κυκλοφόρησε πέρσι. Ξεκινήσαμε τις συναυλίες το 2015 και συνεχίζουμε φέτος με ένα δεύτερο κύκλο συναυλιών.
Ευχαριστούμε πολύ.
Όσακα, Ιούλιος 2016