Στις δεκαετίες που ασχολούμαι με την Ιαπωνία, και κυρίως πριν αρχίσω να ταξιδεύω εδώ, έχω μαζέψει σχετικές αναφορές και πληροφορίες από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή∙ η περίπτωση των τανούκι είναι ενδεικτική καθώς η πρώτη φορά που διάβασα εκτενώς γι αυτό ήταν το 2003, όταν ο αγαπημένος μου αμερικανός συγγραφέας (ο οποίος παρόλα αυτά δεν έχει καμία σχέση με την Ιαπωνία), ο Τομ Ρόμπινς, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Βίλλα Ινκόγκνιτο» στο οποίο τα τανούκι δεν αναφέρονται απλώς αλλά πρωταγωνιστούν. Στη «Βίλλα», ο Ρόμπινς πλέκει ένα μύθο που περιλαμβάνει την Αμερική, την Ιαπωνία, το Λάος, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα ναρκωτικά σαν φάρμακο και την αμφισβήτηση των αξιών τόσο των δυτικών όσο και των ανατολικών κοινωνιών. Και όλος ο μύθος κινείται γύρω από το ρακούν-σκύλο που η ζωολογία έχει ταξινομήσει σαν «Nyctereutes procyonoides viverrinus» αλλά που οι ιάπωνες ξέρουν σαν «τανούκι» (狸).
Ο λόγος που ο Ρόμπινς χρησιμοποίησε το τανούκι στο βιβλίο του ήταν, υποθέτω, επειδή του φάνηκε συναρπαστικό όπως περιγράφεται σε αμέτρητους λαϊκούς μύθους της Ιαπωνίας: όπως και η αλεπού/κιτσούνε το τανούκι θεωρείται υπερφυσικό ζώο. Σ’ αυτό σίγουρα έχει παίξει ρόλο ότι είναι νυκτόβιο (οι άνθρωποι από καταβολής τους έντυναν τα πλάσματα της νύχτας με το πέπλο της μαγείας) καθώς και ότι μπορεί να το δει κανείς παντού στην ιαπωνική ύπαιθρο –έχω δει με τα μάτια μου τανούκι να κυκλοφορούν ανάμεσα σε αυλές σπιτιών σε προάστια της Καναγκάουα λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τόκιο. Ήδη από τον 8ο αιώνα και από το κλασσικό ιστορικό βιβλίο «Νιχόν Σόκι» οι άνθρωποι αναφέρονται στο «μπάκε-ντανούκι» (化け狸) το τανούκι που αλλάζει σχήμα και μορφή και που μπορεί να μπει στο σώμα ενός ανθρώπου και να το κάνει να φερθεί παράλογα∙ αντίθετα από την αλεπού, ωστόσο, το κίνητρο για τις πράξεις του δεν είναι η κακία αλλά η διασκέδαση.
Ξενύχτης, φαρσέρ, παιχνιδιάρης, γελαστός, με ιδιαίτερη αγάπη για το σάκε και με ένα τεράστιο όσχεο που συμβολίζει καλή τύχη, το τανούκι είναι μια θεότητα που μοιάζει πολύ με τον Πάνα των αρχαίων ελλήνων∙ και όπως έγινε με τον Πάνα, οι ιάπωνες το αγάπησαν αρκετά ώστε οι εστιάτορες και οι ιδιοκτήτες ιζακάγια να το κάνουν σύμβολο φιλοξενίας και καλού φαγητού και ποτού και οι πυροσβεστικές υπηρεσίες της επαρχίας να το κάνουν μασκότ για την προστασία των δασών από τις φωτιές, τη μεγάλη απειλή που είναι βαθιά ριζωμένη στο εθνικό υποσυνείδητο. Και παρότι η μορφή με την οποία απεικονίζεται συνήθως στα αγάλματα που υπάρχουν έξω από τα εστιατόρια και τους πυροσβεστικούς σταθμούς δεν είναι πολύ παλιά (καθιερώθηκε στα πρώτα χρόνια του αυτοκράτορα Σόουα, στη δεκαετία του 1930) παραμένει μια ακόμα γέφυρα με το παρελθόν και μια ακόμα ένδειξη ότι όσο και αν η χώρα εκσυγχρονίστηκε, ένα κομμάτι της παραμένει βαθιά παγανιστικό.