Ως πραγματικό πρόσωπο, ακροβατεί μεταξύ μύθου και ιστορίας∙ οι δεκαπέντε αιώνες που μας χωρίζουν από την εποχή του είναι πολλοί για να είμαστε βέβαιοι ότι πραγματικά υπήρξε, ότι ταξίδεψε από την Ινδία στην Κίνα, ότι μίλησε με τον αυτοκράτορα Σιάο Γιαν απαντώντας «τίποτα» στην ερώτηση του τελευταίου σχετικά με το νόημα του βουδισμού, ότι πήγε στο ναό Σαολίν και ότι διαλογίστηκε εκεί σε μια σπηλιά επί εννέα χρόνια και ότι στη συνέχεια δίδαξε στους μοναχούς του ναού τις πολεμικές τέχνες πριν εξαφανιστεί για να επανεμφανιστεί σε διάφορα σημεία της Ασίας πριν αλλά και μετά το θάνατό του. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο βουδισμός θεωρεί τον Μποντιντάρμα (στα ιαπωνικά, «Νταρούμα») 28ο πατριάρχη του (δηλαδή 28ης γενιάς διάδοχο του ιστορικού βούδα) και ο βουδισμός ζεν, πρώτο –δηλαδή ιδρυτή του.
Αν ο ίδιος ο ιστορικός Μποντιντάρμα/Νταρούμα είναι ασαφής, δεν είναι περίεργο που η ασάφεια αυτή ακολουθεί την ενσάρκωσή του στη σύγχρονη Ιαπωνία: τη συνήθως κόκκινη κούκλα από παπιέ-μασέ και σε διάφορα μεγέθη που κοσμεί αμέτρητα σπίτια και καταστήματα σε όλη τη χώρα και που έχει ταυτιστεί με την καλή τύχη αλλά και με την προσπάθεια και την αντοχή απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής. Χωρίς πόδια (επειδή κατά το θρύλο και ο πραγματικός Μποντιντάρμα έχασε τα δικά του μετά τα εννιά χρόνια ζαζέν στη σπηλιά του Σαολίν) αλλά κατασκευασμένη έτσι που να μπορεί να επανέρχεται στην όρθια θέση όσο και αν προσπαθεί κανείς να την ανατρέψει, η κούκλα Νταρούμα έγινε κάποια στιγμή περί τον 17ο-18ο αιώνα μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της Ιαπωνίας και παραμένει έτσι ως σήμερα χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά ούτε πώς, ούτε γιατί.
Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί κανείς στην Ιαπωνία έστω και για μερικές ώρες και να μη δει κάποιον Νταρούμα να τον κοιτάζει βλοσυρός, συχνά μόνο με ένα μάτι∙ η ιαπωνική λαϊκή παράδοση θέλει τους Νταρούμα να πουλιούνται χωρίς μάτια και τον αγοραστή να ζωγραφίζει το πρώτο όταν βάζει ένα στόχο και το δεύτερο όταν τον πετύχει. Πολλοί τους μαζεύουν σαν συλλεκτικά είδη –αν και το βασικό σχήμα παραμένει ίδιο, οι παραλλαγές που μπορεί να βρει κανείς σε υλικά, μεγέθη και χρώματα είναι τόσες πολλές που εξασφαλίζουν ότι μια τέτοια συλλογή δε θα είναι ποτέ πλήρης- ενώ υπάρχουν κάποια μέρη όπως οι ναοί Τζιντάιτζι στη Μίτακα του Τόκιο και Σόρινζαν στο Τακασάκι του νομού Γκούνμα που έχουν στηρίξει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας τους στην πώληση Νταρούμα διαφόρων μεγεθών∙ το Σόρινζαν μάλιστα, διεκδικεί και την πατρότητα της ιδέας της διάσημης κούκλας. Αν, όπως αναρωτιόμουν στο προηγούμενό μου γράμμα, υπάρχει όντως κάποια σχέση μεταξύ ζεν και ιαπωνικού πολιτισμού, ο Νταρούμα –ταυτόχρονα κλασσικός, λαϊκός, σοβαρός και αστείος, φανταχτερό παιχνίδι, προστάτης και μαζί ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον- την εικονογραφεί με τον καλύτερο τρόπο.