Ο Νίσι συχνά αποκαλείται πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας στην Ιαπωνία, μιας και ήταν ο πρώτος Ιάπωνας που μελέτησε συστηματικά την δυτική φιλοσοφία και ήταν εκείνος που καθιέρωσε τον όρο «τετσουγκάκου (哲学)» ως μετάφραση του (δυτικού) όρου «φιλοσοφία».
Ο Νίσι Αμάνε (西 周) γεννήθηκε το 1829 στην επαρχία Τσουουάνο (σήμερα τμήμα του νομού Σιμάνε), τον ντάιμιο της οποίας υπηρετούσε ο πατέρας του ως προσωπικός γιατρός. Έλαβε την τυπική εκπαίδευση, στο πλαίσιο της νέο-κομφουκιανής παράδοσης, ενώ αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σκέψη του διανοούμενου Όγκιου Σοράι (1666-1728). Προορισμένος αρχικά να διαδεχθεί την θέση του πατέρα του, άλλαξε πορεία όταν του δόθηκε εντολή να αφιερωθεί στην Κομφουκιανή μελέτη και στην συνέχεια στο διδακτικό έργο στην ακαδημία της επαρχίας του (μεταξύ 1849-1852 φοίτησε και σε ακαδημίες σε Οσάκα και Οκαγιάμα).
Η χρονιά ορόσημο για τον ίδιο φαίνεται πως ήταν το 1853, όποτε και στάλθηκε να υπηρετήσει στην ακαδημία της επαρχίας του στην πόλη-πρωτεύουσα του Σογκουνάτου, Έντο (σημερινό Τόκιο). Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χρονιά αυτή ήταν εκείνη που τα λεγόμενα «Mαύρα Πλοία» (黒船 – κουροφούνε) υπό τον αρχιπλοίαρχο Μάθιου Πέρρυ, έκαναν την εμφάνισή τους στο λιμάνι της Ουράγκα, μόλις λίγο έξω από το Έντο, με την απαίτηση να ανοίξει η Ιαπωνία τα σύνορα της, εγκαινιάζοντας την ταραχώδη περίοδο που θα οδηγούσε στην Παλινόρθωση Μέιτζι (1868).
Στο Έντο ο Νίσι άρχισε να μελετάει στον ελεύθερο του χρόνο ολλανδικά* και αμέσως μετά αριθμητική. Σύντομα η επιθυμία του να μάθει για την Δύση τον οδήγησε να αποφασίσει πως έπρεπε να επικεντρωθεί πιο εντατικά στην μελέτη της. Απαρνήθηκε λοιπόν, σε ηλικία 25 ετών (1854), τον άρχοντά και τον οίκο του (μια πράξη που συχνά επέφερε αρνητικές συνέπειες) ώστε να μπορέσει να εντρυφήσει ολοκληρωτικά στην μελέτη της δυτικής σκέψης και αποφάσισε να παραμείνει στο Έντο. Το 1856 άρχισε να εργάζεται για την κυβέρνηση Μπάκουφου, στο Ινστιτούτο Μελέτης Βαρβαρικών Συγγραμμάτων (蕃書調所), ενώ παράλληλα είχε ήδη αρχίσει να μαθαίνει αγγλικά.
Ύστερα από μια περιπέτεια υγείας (1858) και τον γάμο του (1859), το 1862, μαζί με τον Τσούντα Μαμίτσι (1829-1903) και ύστερα από πολλές προσπάθειες, αποτέλεσαν τους πρώτους απεσταλμένους της κυβέρνησης στο εξωτερικό για την μελέτη των δυτικών κοινωνικών επιστημών, με στόχο να φέρουν πίσω γνώση που αφενός θα διευκόλυνε τις επαφές της χώρας με τα κράτη της Ευρώπης και αφετέρου θα συνέβαλε στις μεταρρυθμίσεις της διοίκησης και των θεσμών στο εσωτερικό. Πέρα όμως από αυτά, ο Νίσι ήλπιζε πως θα μπορούσε να μελετήσει εκεί εις βάθος και την δυτική φιλοσοφία. Ήδη την περίοδο αυτή ο Νίσι είχε πειστεί πως η «φιλοσοφία» (όπως την αντιλαμβανόταν τότε) της Δύσης υπερτερούσε του Κομφουκιανισμού, πως έννοιες όπως η δικαιοσύνη είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνες που αναδείκνυαν οι κλασσικές διδαχές και πως οι θεσμοί χωρών όπως οι Αγγλία και οι Η.Π.Α. ήταν ανώτεροι.
Το ταξίδι τους για την Ολλανδία διήρκεσε οχτώ μήνες (έφτασαν το 1863). Κατά την διάρκειά του μάλιστα, ο Νίσι προετοίμασε μία ομιλία για την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, στην οποία εξέφραζε μεταξύ άλλων τον θαυμασμό του για προσωπικότητες όπως οι Σωκράτης και Πλάτων. Οι δυο τους φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία και το πρόγραμμά τους περιλάμβανε τομείς όπως φυσικό, διεθνές και συνταγματικό δίκαιο, οικονομικά και στατιστική, ενώ το περιεχόμενο των μαθημάτων αυτών αποτέλεσε υλικό για δημοσιεύσεις που έκαναν μόλις επέστρεψαν στην Ιαπωνία. Παράλληλα, μπόρεσαν να παρακολουθήσουν και διαλέξεις περί φιλοσοφίας, γεγονός που επέτρεψε στον Νίσι να εξοικειωθεί με τα έργα στοχαστών όπως οι August Compte, John Stuart Mill, Immanuel Kant.
Γυρνώντας στην Ιαπωνία (1866) ο Νίσι ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή στο αρκετά περισσότερο ανεπτυγμένο τώρα «Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη (開成所)» (όπως είχε μετονομαστεί το Ινστιτούτο Μελέτης Βαρβαρικών Συγγραμμάτων) και έγινε σύμβουλος του τελευταίου Σόγκουν, Χιτοτσουμπάσι Κέικι (Γιοσινόμπου,1837-1913). Όπως έγραφε σε ένα γράμμα του όμως, το ότι ο Σόγκουν πατρόναρε λόγιους δεν σήμαινε ότι τους χρησιμοποιούσε κιόλας. Συχνά βρισκόταν να συνοδεύει τον τελευταίο χωρίς να παρέχει τις γνώσεις του, οι οποίες χρησιμοποιούνταν συνήθως για μικρής σημασίας ζητήματα, όπως η μετάφραση οδηγιών χρήσης συσκευών από την δύση. «Δεν ξέρω για το μέλλον. Τώρα είμαι απλά ένας αξιωματούχος. Δεν έχω τίποτα να κάνω με τα πολιτικά. Σε τι ωφελεί αυτό τον λαό;» έγραφε χαρακτηριστικά.
Στα πολυτάραχα χρόνια πριν την Παλινόρθωση Μέιτζι παρέμενε αδιάφορος για την πολιτική ηγεσία που θα αναλάμβανε. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν οι μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες στην κοινωνία και τον στρατό, ώστε να μπορέσει η Ιαπωνία να επιβιώσει και να εξελιχθεί. Έμεινε στην πλευρά της κυβέρνησης η οποία φαινόταν πως συμβάδιζε περισσότερο με τις φιλοδοξίες του. Τα χρόνια αυτά, μεταξύ άλλων, λειτούργησε πρόσκαιρα τη δική του ακαδημία στο Κιότο, για να αφιερώσει κάπου τον χρόνο που σπαταλούσε συνοδεύοντας τον Σόγκουν στις πολιτικές του συνομιλίες. Αξίζει βέβαια να αναφερθεί πως ύστερα από εντολή του τελευταίου, ετοίμασε και ένα συνταγματικό προσχέδιο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη ολοκληρωμένη συνταγματική πρόταση στην Ιαπωνία. Σε αυτή μάλιστα πρωτοπόρησε χρησιμοποιώντας τον όρο «κεν (権)» για να εκφράσει την έννοια του «δικαιώματος».
Αμέσως μετά την Παλινόρθωση, όντας στην πλευρά των «χαμένων», πέρασε κάποιους μήνες περιπλανώμενος και διερωτώμενος για το μέλλον του, στο περιβάλλον αβεβαιότητας που επικρατούσε. Χαρακτηριστικά, σε ένα γράμμα του προς έναν από τους καθηγητές του στο Λέιντεν, είχε γράψει πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην ξανακούσουν νέα του, καθώς ξενοφοβικοί ζηλωτές είχαν αναλάβει πια τα ηνία της χώρας του (βέβαια αυτό που σύντομα επικράτησε ήταν η ενθουσιώδης εισαγωγή δυτικών ιδεών, νορμών και αγαθών). Όπως και να έχει, το Φθινόπωρο του 1868 του ζητήθηκε να αναλάβει την νεοσύστατη Στρατιωτική Ακαδημία του Νουμάζου (沼津兵学校) που ίδρυσε ο οίκος Τοκουγκάουα, μια θέση την οποία δέχθηκε. Η Ακαδημία αυτή, αν και είχε μικρή διάρκεια ζωής, θεωρείται μία από τις πλέον προοδευτικές για την εποχή.
Σύντομα (1870), του δόθηκε η ευκαιρία να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην νεοσύστατη κυβέρνηση. Τοποθετήθηκε στη διεύθυνση του μεταφραστικού τομέα του Στρατιωτικού Τμήματος (兵部省 και αργότερα ως 陸軍省), όπου και παρέμεινε για τα επόμενα εφτά χρόνια. Επιπλέον, εργάστηκε πρόσκαιρα και ως εξεταστής στο Υπουργείο Παιδείας και προσέφερε περιστασιακά τις υπηρεσίες του στο Υπουργείο της Αυτοκρατορικής Κατοικίας. Λειτούργησε επίσης και πάλι την δική του ακαδημία (1870) και υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Μεϊρόκουσα (明六社, Κοινωνίας της 6ης Μέιτζι)» (1873), η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διάδοση της δυτικής σκέψης στις αρχές της περιόδου Μέιτζι (1868-1912).
Στην εναρκτήρια ομιλία της πρώτης συνεδρίασης της Κοινωνίας ανέφερε, «Όπως το βλέπω, στο τέλος, το κοινό κακό όλων των ανθρώπων στον κόσμο είναι πως οι σοφοί είναι λίγοι και οι ανόητοι πολλοί.». Έτσι καθήκον των λόγιων σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν να ερευνήσουν την δυτική σκέψη, τις ιδέες και τους θεσμούς και να εκπαιδεύσουν τον λαό, τόσο ιδιωτικά όσο και λαμβάνοντας γραφειοκρατικά αξιώματα, ώστε να μπορέσει η Ιαπωνία να καταστεί ένα ισχυρό κράτος. Το περιοδικό της Μεϊρόκουσα, «Μέιροκου Ζάσι (明六雜志)» φιλοξένησε πολλές από τις μεταφράσεις που ο Νίσι και τα υπόλοιπα μέλη της, όπως ο Φουκουζάουα Γιουκίτσι (1835-1901) ή ο Μόρι Αρινόρι (1847-1889), έκαναν, καθώς και δικά τους πρωτότυπα έργα. Ένα από αυτά ήταν το δοκίμιο του Νίσι «Θεωρία των Τριών Θησαυρών της Ανθρώπινης Ζωής (人世三宝説)» (τμηματικά το 1875) όπου ο Νίσι αναφέρει την υγεία, την σοφία και τον πλούτο ως τα βασικά στοιχεία για την ανθρώπινη ευτυχία, ενώ τονίζει την σημασία της ηθικής καλλιέργειας στην νέα εποχή.
Δύο από τα σημαντικότερα του έργα είναι τα: «Σύνδεσμος των Εκατό Επιστημών (百學連環)» (μεταξύ 1870-3) και «Νέα Θεωρία των Εκατό και του Ενός (百一新論) » (1874). Στο πρώτο, στο οποίο ο Νίσι είχε δώσει τον αγγλικό υπότιτλο «Encyclopedia (Εγκυκλοπαίδεια)», αναλύει τις επιστήμες της Δύσης, ενώ δίνει τον κυρίαρχο ρόλο μεταξύ αυτών στην φιλοσοφία. Στο δεύτερο αναπτύσσει την κριτική του για τον Νέο-Κομφουκιανισμό και τον διαχωρισμό μεταξύ ηθικής και πολιτικής, καθώς και μεταξύ των αρχών του ανθρώπου και της φύσης. Από τις διαλέξεις του στην ακαδημία του έχουμε επίσης το πρώτα εγχειρίδιο λογικής στην Ιαπωνία : το «Λογική και Διαφωτισμός (致知啓蒙)» (1874).
O Νίσι συνέχισε να γράφει, να μεταφράζει κείμενα της Δύσης και να δίνει ομιλίες. Το 1885 φαίνεται πως υπέφερε από εγκεφαλική αιμορραγία και τα επόμενα χρόνια η υγεία του ήταν αρκετά επιβαρυμένη. Το 1880 έγραφε πως η σημαντική δουλειά της καριέρας του είχε ήδη τελειώσει και πως πλέον θέλει απλά να ξεκουραστεί. Αποτέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας του Τόκυο (1879) [東京学士会院 , σήμερα ως «Ιαπωνική Ακαδημία (日本学士院)»], καθώς και ιδρυτικό μέλος της «Φιλοσοφικής Κοινότητας (哲学会)», η οποία ιδρύθηκε το 1884. Το 1882 διορίστηκε στο «Συμβούλιο των Γηραιών (元老院)», ενώ το 1890 εισήχθη στην «Άνω Βουλή (貴族院)». Λίγες ημέρες πριν τον θάνατο του (1897), του δόθηκε ο τίτλος του Βαρόνου (男爵).
Ο Νίσι συχνά αποκαλείται πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας στην Ιαπωνία, μιας και ήταν ο πρώτος Ιάπωνας που μελέτησε συστηματικά την δυτική φιλοσοφία και ήταν εκείνος που καθιέρωσε τον όρο «τετσουγκάκου (哲学)» ως μετάφραση του (δυτικού) όρου «φιλοσοφία». Ήταν εκείνος που εισήγαγε στην Ιαπωνία έννοιες όπως φυσικός νόμος ή τις θεωρίες του θετικισμού και του ωφελιμισμού. Για εκείνον η υπεροχή της δυτικής τεχνολογίας και σκέψης εκφράζονταν στον θετικισμό και την επαγωγική μεθοδολογία και εμπειρική έρευνα. Ταυτόχρονα όμως, πίστευε βαθιά και στην σημασία της ηθικής και συνήθιζε να τονίζει στους μαθητές της ακαδημίας του την ανάγκη να την καλλιεργήσουν ιδιωτικά. Ήταν ένας από τους βασικούς εκφραστές των ιδεών που αποτυπώθηκαν στα σλόγκαν «Μπούνμεϊ Κάικα (文明開化, Πολιτισμός και Διαφωτισμός)» και «Φούκοκου Κιόχεϊ (富国強兵, Εμπλουτισμός της Χώρας, Ενίσχυση του Στρατού)».
Ο συντοπίτης του και σημαντικός Ιάπωνας συγγραφέας Μόρι Ογκάι (1862-1922) ήταν εκείνος ο οποίος ανέλαβε να γράψει την βιογραφία του Νίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, ενώ κυκλοφορεί στην αγγλική γλώσσα το σύγγραμμα του Thomas Havens, (1970) “Nishi Amane and Modern Japanese Thought”. Ο Νίσι έζησε τα ταραχώδη χρόνια της μετάβασης από την εποχή Έντο (1603-1868) στην Μέιτζι και η συμβολή του στην διανόηση της Ιαπωνίας είναι αν μη τι άλλο σημαντική.
*Τα χρόνια εκείνα τα oλλανδικά αποτελούσαν την «διεθνή γλώσσα» στην Ιαπωνία. Κατά την εποχή Έντο, εφαρμόστηκε πολιτική απομονωτισμού και η oλλανδική βάση, στο τεχνητό νησί Ντετζίμα στο Ναγκασάκι, ήταν η βασικότερη πηγή επαφών (εμπορικών και πνευματικών) με τον υπόλοιπο κόσμο. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι Κίνα, Κορέα και κάποιες νήσοι (που αργότερα προσαρτήθηκαν στην Ιαπωνία) με τις οποίες υπήρχαν «ελεγχόμενες» επαφές.